Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2018 πήρε μία σημαντική πρωτοβουλία: άνοιξε τη συζήτηση για την αξιοποίηση των προϊόντων φαρμακευτικής κάνναβης στη χώρα μας. Ξέραμε ότι τη στιγμή που θα ξεκινούσαμε τη δημόσια διαβούλευση θα ερχόμασταν αντιμέτωποι με συκοφαντικές και αντανακλαστικές αντιδράσεις. Το όφελος όμως ήταν πιο σημαντικό: τόσο για την ανακούφιση ασθενών συμπολιτών μας όσο και για την ένταξη της χώρας μας σε μία δυναμικά αναδυόμενη αγορά.
Γράφει ο Αλέξης Χαρίτσης*
Με γνώμονα αυτούς τους δύο στόχους ο ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε ένα σαφές νομοθετικό́ πλαίσιο γύρω από τη φαρμακευτική κάνναβη. Εξασφαλίσαμε καταρχήν να αποκτήσουν οι ασθενείς προσιτή́ και ασφαλή φαρμακευτική́ περίθαλψη. Την ίδια στιγμή θέσαμε τις βάσεις για μια επενδυτική έκρηξη: οι αιτήσεις αδειοδότησης για μονάδες καλλιέργειας, επεξεργασίας και παραγωγής τελικών προϊόντων φαρμακευτικής κάνναβης έχουν ξεπεράσει ήδη τις 170, εξέλιξη που συνδέεται με τη δημιουργία 5.000 νέων θέσεων εργασίας.
Η καινοτόμος νομοθετική πρωτοβουλία του 2018 πυροδότησε δυστυχώς μία φοβική και αντιεπιστημονική εκστρατεία από το κόμμα της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η Νέα Δημοκρατία ταυτίστηκε, ενθάρρυνε και κάλυψε ισοπεδωτικές και υπερσυντηρητικές αντιλήψεις που αδιαφορούσαν για την ουσία. Για τους εκπροσώπους της Νέας Δημοκρατίας η φράση «φαρμακευτική κάνναβη» ήταν το συνώνυμο του «μπάφου». Στα μάτια τους δεν υπήρχαν ασθενείς, δεν υπήρχε η προοπτική των επενδύσεων, δεν υπήρχε η διεθνής συζήτηση. Υπήρχαν μόνο υβριστικές αναφορές –«χασισέμπορος» ήταν όποιος έθετε καν το ζήτημα- και η διαρκής επίκληση του ηθικού πανικού: η φαρμακευτική κάνναβη ανοίγει την πόρτα στην τοξικοεξάρτηση της ελληνικής κοινωνίας.
Σήμερα, τρία χρόνια μόλις μετά, τίποτα από αυτά δεν ακούγεται. Η εγκυρότητα, η καινοτομία και η επιστημονική θωράκιση του νομοθετικού πλαισίου του 2018 αναγνωρίζεται ακόμα και από τους πιο φωνακλάδες τότε πολέμιούς του -όπως ο σημερινός υπουργός Ανάπτυξης. Είναι φαίνεται μία κοινή πρακτική της Νέας Δημοκρατίας. Όταν είναι στην αντιπολίτευση καταγγέλλει με το πιο ακραίο ύφος τις ριζοσπαστικές τομές που έχει ανάγκη η χώρα και όταν είναι στην κυβέρνηση προσπαθεί αμήχανα να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία. Το ίδιο συνέβη και με το περίφημο μαξιλάρι των 37δισ που άφησε ως δημοσιονομική παρακαταθήκη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το «μεγαλύτερο έγκλημα στην οικονομική ιστορία της χώρας», όπως χαρακτηριζόταν τότε από το οικονομικό επιτελείο της ΝΔ, σήμερα αντιμετωπίζεται ως το βασικό εργαλείο στήριξης της οικονομίας εν μέσω πανδημίας και πρόσβασης στις αγορές. Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα βεβαίως είναι το Μακεδονικό: όπου οι χθεσινοί «Μακεδονομάχοι», τιμούν πλέον και υλοποιούν κατά γράμμα τη συμφωνία των Πρεσπών.
Η συμπόρευση με τον αντιδραστικό λαϊκισμό για μικροκομματικούς λόγους είναι μια τακτική επιζήμια για τη δημοκρατία μας: τραυματίζει την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Είναι επίσης μία τακτική που μας κοστίζει. Η αλλαγή στάσης της Νέας Δημοκρατίας ήρθε καθυστερημένα. Η συνέπεια; Χάσαμε -ως χώρα- πολύτιμο χρόνο. Η κυβέρνηση στην περίπτωση της φαρμακευτικής κάνναβης δεν προχώρησε έγκαιρα στην έκδοση των απαιτούμενων εφαρμοστικών αποφάσεων, με αποτέλεσμα οι επενδύσεις να «κολλήσουν» και το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα να κινδυνεύει. Βρισκόμαστε πλέον σε δυσχερέστερη θέση στον διεθνή ανταγωνισμό. Το 2018 η Πορτογαλία, η Μάλτα και η Δανία βασίστηκαν στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο για να διαμορφώσουν ανάλογες πολιτικές. Σήμερα μας έχουν ξεπεράσει.
Την ίδια στιγμή η αμήχανη προσπάθεια της κυβέρνησης να υιοθετήσει αυτό που είχε καταγγείλει έχει συνέπειες και στην ίδια την ποιότητα του νομοθετικού έργου. Αυτό αφορά καταρχήν τους ίδιους τους άμεσα ενδιαφερόμενους: τους χιλιάδες συμπολίτες μας που θα μπορούσαν να ανακουφιστούν από τη φαρμακευτική κάνναβη. Η κυβέρνηση όφειλε να φέρει ολοκληρωμένη πρόταση για την ίδρυση Εθνικού Οργανισμού Κάνναβης και τη δημιουργία Μητρώου Ασθενών με έκδοση σχετικής Κάρτας. Αυτή είναι η προϋπόθεση για μια ρυθμισμένη, οριοθετημένη και επιστημονικά επιτηρούμενη χρήση της φαρμακευτικής κάνναβης. Αντί του αυτονόητου, η κυβέρνηση δεν ενέπλεξε καν το υπουργείο Υγείας στην όλη συζήτηση. Το αποτέλεσμα είναι η μονοσήμαντη σύνδεση του νομοσχεδίου με τη σφαίρα των επενδύσεων. Αλλά και εκεί η κυβέρνηση παίρνει βαθμό κάτω από τη βάση, καθώς αντί να διευκολύνει, δημιουργεί εν τέλει προσκόμματα στις εγχώριες επενδύσεις. Ο νέος νόμος εισάγει επιπλέον διοικητικές πράξεις, θέτει αυστηρούς όρους για τις εξαγωγές και στερεί από τις από τις παραγωγικές μονάδες της χώρας μας το δικαίωμα να επενδύσουν στην παραγωγή τελικών προϊόντων. Το αποτέλεσμα θα είναι επιπλέον καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις, η μείωση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων των εγχώριων εταιρειών και εν τέλει η συρρίκνωση της δυνατότητας να μετατραπεί η χώρα μας σε επενδυτικό και κοινωνικό υπόδειγμα στην παγκόσμια κοινότητα της φαρμακευτικής κάνναβης.
Τελικά, παρά τις ρητορικές ακροβασίες και τις εντυπωσιακές κυβιστήσεις, η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει να αντιμετωπίζει το ζήτημα της φαρμακευτικής κάνναβης με μικροπολιτικούς και φοβικούς όρους. Δεν μπορεί να σκεφτεί και να πράξει φιλόδοξα, γιατί στον ορίζοντά της η Ελλάδα, η χώρα μας, δεν μπορεί να είναι πρωταγωνιστής. Περιορίζεται να ακολουθεί και όχι να δημιουργεί τις εξελίξεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως άνοιξε το δρόμο το 2018, συνεχίζει σταθερά να κινείται σε άλλη τροχιά: να βλέπει σε παραδείγματα όπως αυτό της φαρμακευτικής κάνναβης την έμπρακτη δυνατότητα μίας παραγωγικής ανασυγκρότησης και αναπτυξιακής πορείας που μπορεί να έχει οικονομικά και κοινωνικά οφέλη για όλους και όλες.
*Ο Αλέξης Χαρίτσης είναι βουλευτής Μεσσηνίας, Τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία