Συνεχίζεται και σήμερα η εκτενής κάλυψη της χθεσινής συνάντησης του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά με την Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ από τα γερμανικά ΜΜΕ, τα οποία εστιάζουν αφενός στην επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να απαλλαγεί από την τρόικα και αφετέρου στους επαίνους της Καγκελαρίου, η οποία ωστόσο δεν άνοιξε τα χαρτιά της.
Η Sueddeutsche Zeitung σε δημοσίευμα με τίτλο «Ο Σαμαράς λέει: αρκετά!» και υπότιτλο «Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας θα ήθελε να ξεφορτωθεί τους ενοχλητικούς επόπτες του ΔΝΤ το συντομότερο δυνατό», η εφημερίδα του Μονάχου προτάσσει τη δήλωση του πρωθυπουργού «δεν χρειαζόμαστε νέα δανεικά» και επισημαίνει ότι «πίσω από αυτό βρίσκεται και ο φόβος ενόψει των επόμενων εκλογών».
Ο συντάκτης εκτιμά ότι «ο θυμός του Έλληνα πρωθυπουργού» αφορά συνολικά την τρόικα, «αυτό όμως δεν τόλμησε τελικά να το πει τόσο δυνατά, κατά την επίσκεψή του στην Γερμανία», καθώς «η κριτική στο ΔΝΤ είναι πιο εύκολη: το ΔΝΤ δεν είναι μόνο πιο αυστηρό κατά την παροχή βοήθειας, αλλά επιπλέον ζητάει τόσο υψηλά επιτόκια ώστε και η χώρα που ήταν υπό κρίση, η Ιρλανδία, είναι στην πορεία να το ξεφορτωθεί. Κανένας ιδιώτης δανειστής δεν ζητάει τόσα πολλά». Και ο κ. Σαμαράς, συνεχίζει το δημοσίευμα, τόνισε ότι τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων έχουν πέσει. «Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα μπορούσε σχετικά οικονομικά και κυρίως χωρίς υποχρέωση για μεταρρυθμίσεις να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές», αναφέρει ο συντάκτης και παραθέτει τις δηλώσεις του πρωθυπουργού κατά την συνέντευξη Τύπου στην Καγκελαρία, σχετικά με την επιστροφή της Ελλάδας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και το γεγονός ότι η χώρα δεν θα χρειαστεί νέο πακέτο στήριξης.
«Αυτό που δεν είπε ο κ. Σαμαράς, αλλά «το πραγματικό του πρόβλημα είναι ότι μετά από σχεδόν έξι χρόνια κρίσης, η χώρα, καθώς και η κυβέρνησή του, έχουν απλώς κουραστεί από τις καινούργιες κάθε τόσο απαιτήσεις λιτότητας από την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες και την Φρανκφούρτη». Σημειώνεται επίσης ότι την άνοιξη του 2015 θα έρθει «η ώρα της κρίσης για τον πρωθυπουργό», καθώς τότε θα πρέπει το Κοινοβούλιο να εκλέξει νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας με πλειοψηφία 60%. «Εάν ο κ. Σαμαράς δεν συγκεντρώσει τις ψήφους, θα γίνουν νέες βουλευτικές εκλογές. Νικητής θα ήταν -με σημερινά δεδομένα- η ριζοσπαστική αριστερά», αναφέρει ο συντάκτης και καταλήγει λέγοντας ότι «τελικά η Ελλάδα δεν μπορεί και εντελώς χωρίς την τρόικα», ενώ ο κ. Σαμαράς «υπονόησε ότι ελπίζει σε μία επιπλέον επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των υποχρεώσεων πληρωμής και σε περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων από τους Ευρωπαίους εταίρους» και η κυρία Μέρκελ εμφανίστηκε ικανοποιημένη για το γεγονός ότι «υπάρχουν στην Ελλάδα θετικά δείγματα» και ότι «η χώρα βρίσκεται στο κατώφλι προς την ανάπτυξη». Σύμφωνα δε με την εφημερίδα, «η από τον κ. Σαμαρά αναφερθείσα επιμήκυνση όμως, κατά την Καγκελάριο, δεν ήταν αντικείμενο της συζήτησης».
Στην οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt» δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο «Οι ελληνικές μεταρρυθμίσεις και η επιθυμία για επιτυχία» και υπότιτλο «Η Άνγκελα Μέρκελ και ο Έλληνας συνάδελφός της Σαμαράς έχουν ένα μήνυμα για όλους τους σκεπτικιστές: τα χειρότερα πέρασαν». Ο συντάκτης εκτιμά ότι η κυρία Μέρκελ και ο κ. Σαμαράς χρειάζονται μία ιστορία επιτυχίας και συνεχίζει: «Η Καγκελάριος θέλει να αποδείξει ότι η μεταρρυθμιστική της συνταγή λειτουργεί στη χώρα, από την οποία ξεκίνησε η κρίση. Και ο Σαμαράς βρίσκεται στο εσωτερικό πεδίο υπό πίεση. Κινδυνεύει με πρόωρες εκλογές το 2015, τις οποίες φαίνεται ότι θα κερδίσει η ριζοσπαστική Αριστερά. Αυτό είναι και για τη Μέρκελ ένα σενάριο τρόμου. Γι’ αυτό και αναγνώρισε στο Σαμαρά μία αποφασιστική διακυβέρνηση, η οποία οδηγεί βήμα-βήμα στην επιτυχία».
«Η εσωτερική πολιτική πίεση είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Σαμαράς απορρίπτει το ενδεχόμενο ενός τρίτου πακέτου βοήθειας από την ΕΚΤ, την ΕΕ και το ΔΝΤ, προτού καν του προταθεί κάτι παρόμοιο», υποστηρίζει ο συντάκτης και προσθέτει: «Η Ελλάδα δεν επιθυμεί δανειακή βοήθεια συνδεδεμένη με σκληρές μεταρρυθμιστικές προϋποθέσεις της τρόικας. Αντ’ αυτού η Αθήνα επιδιώκει την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής της μέχρι τώρα παρασχεθείσας δανειακής βοήθειας, όπως άφησε να εννοηθεί ο Σαμαράς». Παρουσιάζει δε αναλυτικά την υπόθεσή του: «Το ύψος του χρέους θα φθάσει αυτό το χρόνο το 177% του ΑΕΠ. Μεγαλύτερος πιστωτής είναι τα κράτη-μέλη του ευρώ και το ΔΝΤ. Αυτός είναι και ο λόγος γιατί το χρέος αυτή τη στιγμή προκαλεί λιγότερες ανησυχίες από ό,τι ακόμη πριν από τρία χρόνια. Τα δημοσιονομικά της χώρας δεν είναι όμως ακόμη υγιή», αναφέρει και σημειώνει ότι και ως προς τις οικονομικές εξελίξεις στη χώρα οι ειδικοί είναι λιγότερο αισιόδοξοι από την κυρία Μέρκελ και τον κ. Σαμαρά. «Ναι μεν οι μεταρρυθμιστικές απαιτήσεις της τρόικας έδειξαν επιτυχίες σε ό,τι αφορά το εργασιακό κόστος, όπως αναφέρεται σε μια ανάλυση του γερμανικού Ινστιτούτου για Οικονομικές Έρευνες (DIW), εξακολουθούν όμως να υπάρχουν αδυναμίες στην ανταγωνιστικότητα», τονίζει και παραθέτει δήλωση του Διευθυντή Έρευνας του DIW Αλέξανδρου Κρητικού: «Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει πλέον πρόβλημα κόστους, αλλά θεμελιώδη θεσμικά και δομικά προβλήματα» και συνεχίζει, αναφέροντας ότι «παρατηρείται ακόμα υπερρύθμιση, ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η διαφθορά κατά τα τελευταία χρόνια μπόρεσε να περιοριστεί. Και τα δύο αυτά στοιχεία εμποδίζουν τις επενδύσεις».
«Και ο Πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας, είναι προσεκτικός στις εκτιμήσεις του», συνεχίζει το δημοσίευμα και αναφέρεται σε «ενδείξεις για σταθεροποίηση της οικονομίας, αλλά και σε «ανάκαμψη που θα έρθει μόνο σιγά-σιγά», όπως δήλωσε στην εφημερίδα. «Ένα πρόβλημα είναι το μεγάλο κόστος της χρηματοδότησης. Επιχειρήσεις πληρώνουν 7-10% τόκους, ενώ στην Γερμανία 1-2%. Ο κ. Φέσσας ζητεί περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη. Τα έξοδα των ελληνικών επιχειρήσεων είναι «πολύ χαμηλά στην ευρωπαϊκή σύγκριση». Σύμφωνα και με το DIW, επισημαίνεται, η Ελλάδα επενδύει σε αυτούς τους τομείς μόνον το 0,67% του ΑΕΠ της και βρίσκεται πολύ πιο κάτω από τον κοινοτικό μέσο όρο.
Το DIW ωστόσο αναγνωρίζει ότι υπάρχουν δυνατότητες, καταλήγει το δημοσίευμα: «Η Ελλάδα διαθέτει καλά ερευνητικά ινστιτούτα, ενώ είναι μεγάλο το ποσοστό των Ελλήνων μεταξύ των κορυφαίων ερευνητών παγκοσμίως, αν και πολλοί εξ’ αυτών εργάζονται στο εξωτερικό. Μέσω κινήτρων για ερευνητές και χαμηλότερης πολιτικής επιρροής στις εγκαταστάσεις τους, θα έπρεπε οι επιστήμονες να κρατηθούν στην χώρα. Τότε θα μπορούσε η Ελλάδα να εξελιχθεί σε μία ‘οικονομία της καινοτομίας’».
Στην «Frankfurter Allgemeine Zeitung» δημοσιεύεται σχόλιο με τίτλο «Προς τα πάνω», στο οποίο αναφέρεται ότι «ο Αντώνης Σαμαράς δεν θα λυπηθεί για το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει πάει πίσω στην σειρά των ειδήσεων» και τονίζεται ότι «στην περίπτωση της χώρας, της οποίας η έξοδος από τη Νομισματική Ένωση πριν από τέσσερα χρόνια για πολλούς ήταν πιθανή, επιθυμητή, ακόμη και αναπόφευκτη, ο περιορισμός του ενδιαφέροντος αποτελεί σημάδι ομαλοποίησης και σταθεροποίησης». Στο Βερολίνο ο Έλληνας πρωθυπουργός, «ο οποίος αρχικά αντιμετωπιζόταν ως ένας επισφαλής μεταρρυθμιστής ανακοίνωσε το τέλος της ύφεσης», αναφέρει ο συντάκτης και προσθέτει: «Προφανώς υπάρχει ανοδική κίνηση, ο δρόμος όμως εξόδου από την κρίση ήταν και είναι επίπονος, όπως δείχνουν οι απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων. Ωστόσο ο περιορισμός του αλλόκοτα παραφουσκωμένου δημόσιου τομέα ήταν μονόδρομος, όπως και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία. Ο Σαμαράς είχε το θάρρος να προχωρήσει σε μία εύλογα αντιδημοφιλή πολιτική δημοσιονομικής και οικονομικής πειθαρχίας, διότι μπόρεσε να αντιληφθεί την αναγκαιότητά της. Στην Ιταλία και τη Γαλλία πολλοί από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές αρνούνται να δουν την πραγματικότητα και υποστηρίζουν την άποψη ότι μπορεί να συνεχιστεί η μέχρι σήμερα ασκούμενη πολιτική. Σε αυτό το σημείο κάνουν λάθος. Ο Σαμαράς όμως δεν έκανε λάθος».
Ρεπορτάζ για την χθεσινή συνάντηση προβλήθηκε και από το δεύτερο κανάλι της δημόσιας γερμανικής τηλεόρασης ZDF, στο οποίο επισημάνθηκε ότι «κάθε φορά που ο κ. Σαμαράς βρίσκεται στο Βερολίνο εξαγγέλλει το τέλος της κρίσης», αλλά «αυτή τη φορά η κατάσταση είναι διαφορετική, καθώς τα στοιχεία που φέρνει είναι πράγματι θετικά», ενώ έγινε αναφορά στο θετικό πρόσημο της ανάπτυξης έπειτα από χρόνια ύφεσης, αλλά και στο υψηλό ποσοστό ανεργίας. «Η μίνι-ανάπτυξη κάνει τους Έλληνες μέγκα-υπερήφανους», σημείωσε χαρακτηριστικά ο ρεπόρτερ. Προβλήθηκαν δε οι δηλώσεις επιβράβευσης της Καγκελαρίου από την χθεσινή συνέντευξη Τύπου, ενώ επισημάνθηκε ότι ο κ. Σαμαράς δεν έλαβε το «ναι» της κυρίας Μέρκελ για χαλάρωση της δημοσιονομικής σταθερότητας, αλλά ευχαριστίες, έπαινο και μια χαλαρή χειραψία.
Αντίστοιχο ρεπορτάζ μεταδόθηκε και από την Γερμανική Ραδιοφωνία, με τίτλο «Έπαινοι και αισιοδοξία για την Ελλάδα».