Ο «Κώδικας Δικαστικών Υπαλλήλων» εξασφαλίζει επί της αρχής ευρεία πλειοψηφία, καθώς υπέρ της αρχής τάχθηκαν ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, Κίνημα Αλλαγής, στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, όπου συζητείται το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης. Το νομοσχέδιο καταψήφισαν ΚΚΕ και ΜέΡΑ25. Επιφύλαξη δήλωσε η Ελληνική Λύση.

Όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, κατά τη διαδικασία ακρόασης φορέων, στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκαν οι δύο καινοτομίες που εισάγονται στον Κώδικα, δηλαδή η δημιουργία Κλάδου Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου και η δημιουργία Κλάδου Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων. Πρόκειται για κλάδους στους οποίους θα υπηρετούν δικαστικοί υπάλληλοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που θα συνδράμουν τα ανώτατα και τα «μεγάλα» δικαστήρια.

Οι πρόνοιες του Κώδικα για την αξιολόγηση και τη μοριοδότηση των δικαστικών υπαλλήλων βρίσκουν σύμφωνους τους ίδιους τους δικαστικούς υπαλλήλους, όπως προκύπτει από τις απόψεις που εξέφρασαν οι εκπρόσωποί τους, οι οποίοι έκριναν ότι εφεξής δεν θα δημιουργούνται φαινόμενα αποκλεισμών στην εξέλιξή τους.

Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων

Κατά τη διάρκεια της ακρόασης φορέων στην Επιτροπή της Βουλής, αρνητική θέση εξέφρασε ο Μιχάλης Τσέφας, αναπληρωτής υπεύθυνος οικονομικής διαχείρισης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, αναφορικά με τη σύσταση των δύο νέων τομέων δικαστικών υπαλλήλων, δηλαδή τη σύσταση 226 θέσεων ΠΕ δικαστικών υπαλλήλων Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου και τη σύσταση 21 θέσεων ΠΕ δικαστικών υπαλλήλων, Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων.

«Το νομοσχέδιο θα δημιουργήσει μια νέα ξεχωριστή κατηγορία προνομιούχων υπαλλήλων, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών των δικαστηρίων, σε υπαλλήλους», είπε ο κ. Τσέφας και πρόσθεσε ότι η δημιουργία των θέσεων αυτών είναι «περιττή» και «δεν βοηθά στην κάλυψη των μεγάλων αναγκών που έχουν τα δικαστήρια της χώρας από υπαλληλικό προσωπικό, για την υποστήριξη του δικαστικού έργου». Ιδίως για τον τομέα Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου, ο εκπρόσωπος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, επισήμανε ότι προβλέπονται καθήκοντα επεξεργασίας της νομολογίας του δικαστηρίου, αλλά «η συγκεκριμένη πρόβλεψη αφορά δικαιοδοτικό έργο και αποτελεί μέρος των καθηκόντων του δικαστή». Ως προς τους δικαστικούς υπαλλήλους για την Επικοινωνία, είπε ότι θα έχουν αρμοδιότητα την ενημέρωση του κοινού για τις δραστηριότητες και τη νομολογία, τη σύνταξη ανακοινώσεων, τη διοργάνωση συνεντεύξεων Τύπου και επιστημονικών συνεδρίων κλπ. «Η συγκεκριμένη πρόβλεψη δημιουργεί ελλείμματα και αστοχίες, αφού αποδίδει καθήκοντα σε δικαστικό υπάλληλο, όπως η ενημέρωση του κοινού για τη νομολογία του δικαστηρίου, ο οποίος έχει δομική αδυναμία στο να μπορεί να ερμηνεύσει και να δίνει δημόσια απαντήσεις επί δικαστικών αποφάσεων», είπε ο κ. Τσέφας. Η θέση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ως προς το ζήτημα των βοηθών δικαστών, είναι ότι πρέπει να προσληφθεί ειδικό επιστημονικό προσωπικό στα δικαστήρια, που θα επικουρεί το έργο των δικαστών και εισαγγελέων σε ειδικά ζητήματα που απαντώνται συχνά στη δικαστική πράξη, όπως παιδοψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών για ζητήματα οικογενειακού δικαίου, πολιτικών μηχανικών σε ζητήματα εμπραγμάτου δικαίου, οικονομολόγων-λογιστών σε διαφορές με οικονομικό, λογιστικό αντικείμενο, καθώς και γραφολόγων. «Οι ανάγκες σε δικαστικούς υπαλλήλους είναι πολύ μεγάλες και πρέπει η κάλυψή τους να γίνεται με βάση την υφιστάμενη υπηρεσιακή δομή», ανέφερε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και επισήμανε ότι η αναλογία στο ΣτΕ είναι μισός υπάλληλος ανά δικαστή.

ΣτΕ

Στον αντίποδα, ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ Ιωάννης Γράβαρης, που ήταν και πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για τον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, είπε ότι το ΣτΕ, στην Ολομέλεια του, έχει εκφραστεί θετικά για όλες τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου. Αναφερόμενος στις δύο μεγάλες καινοτομίες του νομοσχεδίου, τους δύο νέους κλάδους δηλαδή δικαστικών υπαλλήλων, είπε ότι θα συμβάλλουν στην υποστήριξη της δικαστικής λειτουργίας και «δεν είναι καθόλου πολυτέλεια». Για τον κλάδο της Επικουρίας και Τεκμηρίωσης του Δικαστικού Έργου, ο κ. Γράβαρης επισήμανε τη δραματική υπερφόρτωση του έργου της Δικαιοσύνης και τόνισε ότι δημιουργείται ένας κλάδος υψηλών προσόντων, στην πρόσληψη του προσωπικού έχει προβλεφθεί μια πολύ απαιτητική διαδικασία και έχει σκοπό να απαλλάξει τους δικαστές από πράγματα που είναι στην περιφέρεια της δικαιοδοτικής τους κρίσης, ωστόσο απαιτούν μεγάλες νομικές γνώσεις, και τα οποία συνίστανται είτε στην τεκμηρίωση, είτε στη διεκπεραίωση, είτε στο σχηματισμό του φακέλου, είτε στην ευρετηρίαση. Συνίσταται «σε όλο αυτό που ονομάζεται δικαστική λάντζα» και που ένας δικαστής ξέρει πόσες ώρες αναλώνει γι΄αυτά, ενώ θα μπορούσε να διαθέτει τον χρόνο αυτό για το κυρίως έργο του. Ο κ. Γράβαρης τόνισε ότι ο κλάδος αυτός δεν είναι πρωτοτυπία της ελληνικής έννομης τάξης, αλλά έχει προβλεφθεί σε όλες τις έννομες τάξεις. Επισήμανε εξάλλου, ότι ο κλάδος αυτός θα επικουρεί τα ανώτατα και μεγάλα δικαστήρια. Ως προς τον κλάδο Επικοινωνίας, ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ επικαλέστηκε τη σημασία της ενημέρωσης χωρίς διαστρεβλώσεις και τη σημασία η δικαιοσύνη να είναι φιλική στον πολίτη.

Ο κ. Γράβαρης είπε ότι οι υπάλληλοι που θα υπηρετούν στους δύο αυτούς κλάδους, θα είναι απολύτως εξειδικευμένοι και πρόσθεσε ότι φιλοδοξία είναι να υπάρξει στη συνέχεια εξειδίκευση και δικαστικών λειτουργών.

Ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ ανέφερε εξάλλου, ότι κεντρικής σημασίας ζήτημα είναι πως με τον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων εισάγεται σύστημα ουσιαστικής αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων, το οποίο δεν θα φαλκιδεύει τα δικαιώματά τους. «Αυτό που κάνουμε θα είναι βαρύ για το σύστημα στην πρώτη εφαρμογή, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά. Όποιος αξιολογητής δώσει εφεξής άριστα σε υπάλληλο, θα πρέπει να παρουσιαστεί στο υπηρεσιακό συμβούλιο για να εξηγήσει την αριστεία του υπαλλήλου», είπε ο κ. Γράβαρης και πρόσθεσε ότι η μοριοδότηση για την κατάληψη θέσεων ευθύνης στηρίχθηκε σε αντίληψη ουσιαστικής αξιοκρατίας, με εξετάσεις, με παρακολούθηση σεμιναρίων, με δομημένη συνέντευξη κλπ.

Δικηγόροι

Ο Γιώργος Σταματογιάννης, εκπρόσωπος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, αναφέρθηκε στο πρόβλημα της υποστελέχωσης της υποστήριξης των δικαστηρίων και πρόσθεσε ότι σε αυτή τη φάση εκείνο που προέχει είναι να καλυφθούν οι μεγάλες ανάγκες στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια. Ο κ. Σταματογιάννης επισήμανε ότι τα ζητήματα επικουρίας και τεκμηρίωσης σήμερα είναι προσιτά από κάθε δικαστικό λειτουργό και πως αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή είναι να στελεχωθούν σωστά οι δικαστικές υπηρεσίες. Υπογράμμισε επίσης, ότι υπάρχουν εύλογα ερωτηματικά, κατά πόσο οι δικαστικοί υπάλληλοι αυτών των νέων κλάδων, θα βρίσκονται στην περιφέρεια της δικαιοδοτικής λειτουργίας ή θα εντάσσονται σε αυτή καθαυτή τη δικαιοδοτική λειτουργία. «Αυτή τη στιγμή προέχει η στελέχωση των δικαστικών υπηρεσιών από δικαστικούς υπαλλήλους για να μπορέσει να λειτουργήσει η βάση των δικαστηρίων, εκεί που πάσχει. Η αντιστοιχία δικαστή και γραμματέα είναι στο 1 με 1,1», είπε ο εκπρόσωπος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων.

Δικαστικοί Υπάλληλοι

Ο Γιώργος Διαμάντης, εκ μέρους της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων, επισήμανε ότι ο Κώδικας Δικαστικών Υπαλλήλων ήταν βασική διεκδίκηση για τη θεσμική αναβάθμιση και την εύρυθμη λειτουργία των γραμματειών των δικαστηρίων. Όπως είπε ο κ. Διαμάντης, με το νέο Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων δημιουργείται σαφώς προσδιορισμένο πλαίσιο για την αξιολόγηση των δικαστικών υπαλλήλων, θεσμοθετείται διαδικασία αξιοκρατικής μοριοδότησης με αντικειμενικά στοιχεία και με γραπτή εξέταση. «Δεν θα δημιουργούνται αποκλεισμοί, σε σχέση με τις θέσεις ευθύνης των δικαστικών υπαλλήλων», είπε ο κ. Διαμάντης και επισήμανε ότι επιλύεται και η μονιμοποίηση των δικαστικών υπαλλήλων ΙΔΑΧ.

«Το σχέδιο νόμου του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αναβαθμίζει και εκσυγχρονίζει τον κλάδο», ανέφερε ο Φώτης Πέρρος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Υπαλλήλων Γραμματείας Διοικητικών Δικαστηρίων. Όπως αναφέρει η Ένωση, ο Κώδικας Δικαστικών Υπαλλήλων, «καθιερώνει ενιαίους και ομοιόμορφους κανόνες, σύμφωνα με τις αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας.

Επέρχεται εκσυγχρονισμός στην αξιολόγηση των υπαλλήλων και επιλύει το συνταγματικό πρόβλημα που υπήρξε με την κινητικότητα των υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΙΔΑΧ). Συγχρόνως επιλύονται τα προβλήματα που υπήρχαν στον προηγούμενο Κώδικα με το πλήθος των εξουσιοδοτικών διατάξεων που είχαν προβλεφθεί και δεν εκδοθήκαν ποτέ».