Η Κοινή Υπουργική Απόφαση για την περικοπή των διαγνωστικών εξετάσεων βρέθηκε στο επίκεντρο αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο Γ’ Θερινό Τμήμα της Βουλής του νομοσχεδίου για τη δημιουργία Συστήματος Αμοιβών Νοσοκομείων.
Ο υπουργός Υγείας Μάκης Βορίδης τόνισε την ανάγκη δημιουργίας ελεγκτικού συστήματος απέναντι σε σπατάλες και υποστήριξε ότι οι γιατροί θα εξακολουθούν να συνταγογραφούν όποια εξέταση κρίνουν αναγκαία.
Από την πλευρά της, σύσσωμη η αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι διαλύει την πρωτοβάθμια υγεία βάζοντας «μαχαίρι», ακόμα και στην αναγκαία πρόληψη και δήλωσε ότι καταψηφίζει και επί της αρχής και επί των άρθρων το νομοσχέδιο.
«Είναι ξεκάθαρο ότι η υπουργική απόφαση δεν βάζει κάποιο είδος κόφτη στις διαγνωστικές εξετάσεις. Οι γιατροί μπορούν να συνταγογραφήσουν όποια εξέταση κρίνουν ότι είναι αναγκαία για τον ασθενή. Δεν δημιουργείται νομικός περιορισμός αλλά ένα ελεγκτικό πεδίο», υποστήριξε ο υπουργός Υγείας.
Ο κ. Βορίδης έκανε λόγο για αυξημένες και αδικαιολόγητες δαπάνες, οι οποίες, όπως είπε, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου, δείχνουν ότι το 2012 καταβλήθηκαν 429 εκατ. ευρώ για διαγνωστικές εξετάσεις, το 2013 καταβλήθηκαν 603 εκατ. ευρώ ενώ στο πρώτο επτάμηνο του 2014 καταβλήθηκαν 393 εκατ. ευρώ -και υπολογίζεται ότι θα αγγίξουν τα 700 εκατ. ευρώ, αν, όπως είπε, η τάση δεν ανασχεθεί.
«Δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός πραγματικός λόγος αυτής της αύξησης. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Δεν απαγορεύουμε την ενδεικνυόμενη εξέταση αλλά φτιάχνουμε ένα ελεγκτικό πεδίο ώστε αυτούς τους ανθρώπους που παραβιάζουν τα ιατρικά τους καθήκοντα, να μπορούμε να τους ελέγξουμε», υποστήριξε ο κ. Βορίδης. Και προσέθεσε:
«Υπερασπιζόμαστε με αυτόν τον τρόπο τον έντιμο γιατρό που δεν κάνει παράνομες πρακτικές και πληρώνει με την αυτόματη επιστροφή το ίδιο με αυτόν που έκανε την προκλητική συνταγογράφηση».
Ο κ. Βορίδης υποστήριξε ακόμα ότι οι κατευθύνσεις για τις διαγνωστικές εξετάσεις, όπως το τεστ ΠΑΠ, βασίστηκαν στην βιβλιογραφική αναφορά.
«Μπορεί οι γιατροί να αδιαφορούν εγώ όμως δεν μπορώ να κάνω επιστημονικό διάλογο. Σας διαβεβαιώ όμως ότι δεν μας ήρθε από τον ουρανό. Σεβαστός ο επιστημονικός διάλογος, ας τον κάνει όμως μεταξύ της η επιστημονική κοινότητα», ανέφερε ο υπουργός Υγείας και κατέληξε λέγοντας: «Δεν μπορείτε να μας λέτε για τρωκτικά, για ανήθικους, πιάστε τους, και όταν το κάνουμε να σηκώνονται έξαλλοι ορισμένοι και να μιλάνε για δικαιώματα ασθενών τα οποία εμείς παραβιάζουμε».
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, ο εισηγητής του κόμματος Κωνσταντίνος Ζαχαριάς κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «σκοτώνει την πρόληψη».
«Το νομοσχέδιο επιβεβαιώνει τη δραματική τομή στη δημόσια πρωτοβάθμια περίθαλψη προς όφελος των ιδιωτών. Εμείς θέλουμε καθολική και δωρεάν πρόσβαση για όλους. Πρέπει άμεσα να φύγει αυτή η κυβέρνηση που με την καταστροφική της πολιτική προχωρά στην ιδιωτικοποίηση όλων των δημόσιων κοινωνικών φορέων. Δεσμευόμαστε ότι θα αποκαταστήσουμε την πρόσβαση στη δημόσια περίθαλψη», υποστήριξε μεταξύ άλλων ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ.
«Είμαστε κάθετα αντίθετοι σε κάθε πολιτική που αντιμετωπίζει την υγεία με κριτήρια κέρδους και χάνει τον δημόσια χαρακτήρα της. Δίνετε το τελειωτικό χτύπημα στην υγεία», ανέφερε η ειδική αγορήτρια των ΑΝΕΛ, Έλενα Κουντουρά.
Ο εισηγητής της ΔΗΜΑΡ Γιώργος Κυρίτσης χαρακτήρισε αδιανόητο να συμφωνήσει το κόμμα του στην ιδιωτικοποίηση της υγείας και στην κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους που επιδιώκει η κυβέρνηση.
Για ένα ακόμα αντιλαϊκό μέτρο της κυβέρνησης που αυξάνει το κόστος υγείας των ασθενών και ενισχύει περισσότερο το κεφάλαιο, έκανε λόγο ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ Γιώργος Λαμπρούλης.
Για πολιτικές της κυβέρνησης που απαγορεύουν στους πολίτες να έχον πρόσβαση ακόμα και για τα θέματα υγείας τους μίλησε ο εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής Δημήτρης Κουκούτσης.
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος των Ανεξάρτητων Δημοκρατικών Βουλευτών Χρήστος Αηδόνης υπεραμύνθηκε τόσο της υπουργικής απόφασης για τις διαγνωστικές εξετάσεις όσο και του νομοσχεδίου υποστηρίζοντας ότι «είναι σε ορθή κατεύθυνση η πολιτική του υπουργείου Υγείας».