Με αφορμή τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις που εμφανίζουν τη Νέα Δημοκρατία να προηγείται σταθερά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει απήχηση στον κεντρώο χώρο, ο διευθυντής του γραφείου του, κ. Δημήτρης Τσιόδρας, γράφει σήμερα σχετικό άρθρο στην εφημερίδα «Καθημερινή».
Όπως επισημαίνει, το 60% του εκλογικού σώματος τοποθετείται στο Κέντρο και πρόκειται για πολίτες που θέλουν μεταρρυθμίσεις, λένε όχι στον λαϊκισμό, είναι υπέρ της οικονομίας της αγοράς, αλλά θεωρούν απαραίτητη την ύπαρξη σοβαρού κοινωνικού κράτους.
Το κείμενό του, υπό τον τίτλο «Το Κέντρο δεν είναι σημαία ευκαιρίας» έχει ως εξής: «Η άμπωτις που ακολούθησε τη λαϊκιστική πλημμυρίδα των αντιμνημονιακών χρόνων και η αποδυνάμωση των ακραίων φωνών έφερε ξανά με ένταση στη συζήτηση τον ρόλο του Κέντρου στη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών. Οι πολίτες που στον δείκτη πολιτικού αυτοπροσδιορισμού τοποθετούν τον εαυτό τους στο Κέντρο, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις κινούνται στο 20%. Αν στο Κέντρο προσθέσουμε το αριστερά ή δεξιά (δηλαδή Κεντροδεξιά, Κεντροαριστερά), τότε μιλάμε για ποσοστό που αγγίζει το 60% του εκλογικού σώματος.
Ο όρος Κέντρο δεν αφορά κάποια ταυτότητα τοπολογικής πολιτικής μορφής, ανάμεσα στη Δεξιά και στην Αριστερά, ούτε άτομα με απολιτίκ χαρακτηριστικά που αρνούνται να πάρουν θέση σε μια σύγκρουση. Πρόκειται για πολίτες που αναζητούν και αμφισβητούν, τηρούν έντονα κριτική στάση ακόμη και σε αυτό που ψηφίζουν, δεν μένουν σε απόλυτες βεβαιότητες που συνιστούν μια εντέλει απολιτική στάση, όσο και αν ενδύεται το κοστούμι της βαθιάς πολιτικοποίησης. Σε υψηλό ποσοστό έχουν ψηφίσει κατά καιρούς περισσότερα του ενός κόμματα.
Το Κέντρο αλλάζει και το ίδιο όπως αλλάζουν όλα: το πολιτικό τοπίο, οι παγκόσμιες συνθήκες, τα δεδομένα σε κάθε επίπεδο. Πρόκειται άλλωστε για τον κατεξοχήν πολιτικό χώρο των μεταρρυθμίσεων που λέει ταυτόχρονα «όχι» στην υπερβολή, στην απλούστευση, στον λαϊκισμό. Περισσότερο συντηρητικοί οι κεντροδεξιοί, πιο προοδευτικοί οι κεντροαριστεροί. Αν θα μπορούσαμε να ορίσουμε το γενικό περίγραμμα του χώρου με μία πρόταση, θα λέγαμε: ριζοσπαστισμός στoυς στόχους, μετριοπάθεια στο ύφος και στις μεθόδους.
Οι πολίτες που τοποθετούν τον εαυτό τους στον ευρύτερο αυτό χώρο είναι υπέρ της οικονομίας της αγοράς, αλλά θεωρούν απαραίτητη την ύπαρξη σοβαρού κοινωνικού κράτους και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Θέλουν ανάπτυξη αλλά με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον. Είναι υπέρ της λειτουργίας ιδιωτικής εκπαίδευσή αλλά ταυτόχρονα υπέρ της ενίσχυσης των δημόσιων σχολείων και πανεπιστημίων στα οποία φοιτά η μεγάλη πλειονότητα των παιδιών. Είναι ακραιφνείς υποστηρικτές του κράτους δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων και εναντίον της κρατικής κι αστυνομικής αυθαιρεσίας κάθε είδους. Είναι αδιαπραγμάτευτα ευρωπαϊστές.
Ο δεξιόστροφος και αριστερόστροφος λαϊκισμός που κυριάρχησε την προηγούμενη δεκαετία, με κοινό στοιχείο την αντισυστημικότητα, έφερε στην εξουσία πρόσωπα από τον Τραμπ και τον Μπόρις Τζόνσον μέχρι τον Τσίπρα. Όταν το λαϊκιστικό κύμα καταλάγιασε, αναδείχθηκαν ηγέτες με κεντρώα χαρακτηριστικά, όπως ο Μακρόν, ο Μητσοτάκης, ο Μπάιντεν.
Ο Αλέξης Τσίπρας, που διαθέτει πολιτικό ένστικτο, αντιλαμβάνεται ότι η εποχή τον ξεπερνάει. Δεν μπορεί να εμφανίζεται πλέον ούτε ως «το νέο» ούτε ως αντισυστημικός. Οι πλατείες των αγανακτισμένων ήταν το γήπεδό του, αλλά η εποχή απαιτεί άλλες προσεγγίσει. Τώρα παίζει εκτός έδρας. Δεν διαθέτει ούτε την υποδομή ούτε τις παραστάσεις για προγραμματική αντιπολίτευση. Βλέπει παράλληλα ότι η αριθμητική δεν βγαίνει. Όσο κι αν κερδίσει από τα αριστερά του, δίχως τους κεντροαριστερούς και τους κεντρώους δεν μπορεί να διεκδικήσει ξανά εξουσία. Και δεν θα τους κερδίσει επειδή ανακάλυψε εσχάτως τον Ελ. Βενιζέλο κι επικαλείται φράσεις του.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης είναι κυρίαρχος στον χώρο του Κέντρου και ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να απευθυνθεί σε αυτό τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου το 1/3 των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ έχει θετική γνώμη για τον Κυρ. Μητσοτάκη, περίπου ίδιο ποσοστό συμφωνεί με τις βασικές κυβερνητικές πολιτικές, ενώ στους ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ η διαφορά του πρωθυπουργού έναντι του Αλ. Τσίπρα είναι συντριπτική (68% καταλληλότερος πρωθυπουργός ο Κυρ. Μητσοτάκης, 6,3% ο Αλ. Τσίπρας). Στο ερώτημα δε με ποιον θα έπρεπε να συνεργαστεί μετεκλογικά το ΚΙΝΑΛ σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, το 66,7% απαντάει με τη Ν.Δ. και μόλις 9,5% με τον ΣΥΡΙΖΑ (δημοσκόπηση της Opinion Poll, 4-8 Ιανουάριου 2021).
Όταν γράφεται περί «στροφής του Αλ. Τσίπρα στο Κέντρο», η ίδια η φράση υποδηλώνει ότι κάποιος στρέφεται προς ένα χώρο στον οποίο δεν ανήκε μέχρι τώρα. Δεν μπορεί, π.χ., να λεχθεί περί στροφής του Κυρ. Μητσοτάκη, αφού από την πρώτη μέρα της εμφάνισής του στην πολιτική, κεντρώα χαρακτηριστικά είχε. Η συζήτηση περί στροφής υπονοεί επίσης ότι κάποιος πολιτικός μπορεί να φορέσει με ευκολία όποιο κοστούμι υπαγορεύουν οι σκοπιμότητες της στιγμής. Αυταπατάται αν νομίζει ότι οι απαιτητικοί κεντρώοι ψηφοφόροι θα σπεύσουν στα κελεύσματά του. Το Κέντρο δεν είναι σημαία ευκαιρίας.
Για να μπορεί ο Αλ. Τσίπρας να παρουσιάσει μια εναλλακτική πρόταση, ικανή να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Κυρ. Μητσοτάκη, πρέπει να απεμπλακεί από ιδεολογικά στεγανά και να βρει τα πρόσωπα που θα την εκφράσουν. Παράλληλα πρέπει ο πρωθυπουργός να απεμπολήσει στοιχεία της δικής του ταυτότητας. Δεν φαίνεται πιθανό ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ούτε ο Κυρ. Μητσοτάκης πρόκειται να αλλάξει ταυτότητα, ούτε μπορεί ο Αλ. Τσίπρας να κερδίσει ακροατήριο υποδυόμενος κάτι που δεν είναι».