Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδει το Μέγαρο Μαξίμου στη σημερινή ψηφοφορία επί του νομοσχεδίου για τις πορείες και μάλιστα πιθανόν στη συζήτηση στη Βουλή να παρέμβει και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Γράφει η Βίκυ Σαμαρά
Ο στόχος του πρωθυπουργού με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι διπλός: Αφενός να ικανοποιήσει σε μία λογική «νόμου και τάξης» ένα συντηρητικό (όχι κατ ανάγκην όμως παραδοσιακά δεξιό) ακροατήριο, που κατά τη ΝΔ απαρτίζει το «μέτωπο λογικής» και το οποίο βλέπει εχθρικά διαδηλώσεις και συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, ενώ αξιολογεί ως ιδιαίτερα αρνητικό το κλείσιμο των δρόμων. Αφετέρου να εμφανίσει το ΣΥΡΙΖΑ ως απομονωμένο από τη λεγόμενη κεντροαριστερά και ταυτόχρονα να συνεχίσει να διεμβολίζει το χώρο του Κινήματος Αλλαγής, το οποίο θα υπερψηφίσει επί της αρχής αν και δεν λείπουν οι αντιδράσεις στο εσωτερικό του για το deal με τη ΝΔ.
Υπενθυμίζεται ότι ο κ.Μητσοτάκης είχε προσωπικά καλέσει πριν από μία εβδομάδα την πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ Φώφη Γεννηματά από το βήμα της Βουλής να καταθέσει προτάσεις και να ψηφίσει το νομοσχέδιο για τις πορείες, ξεκαθαρίζοντας όμως εκ των προτέρων ότι δεν θα δεχόταν προτάσεις που θα αλλοίωναν την ουσία του νομοσχεδίου ή θα λειτουργούσαν ως αφορμή για αποχώρηση ή αποχή από την ψηφοφορία.
«Θέλουμε να ακούσουμε τις προτάσεις σας για το σχέδιο για τις δημόσιες συναθροίσεις» είχε πει ο κ.Μητσοτάκης απευθυνόμενος στην κ.Γεννηματά κατά τη συζήτηση της επίκαιρης ερώτησης της στην «Ώρα του πρωθυπουργού». Είχε μάλιστα σχολιάσει με νόημα ότι στην αίθουσα βρισκόταν ο βουλευτής πλέον Γιώργος Καμίνης, ο οποίος υπήρξε πρωτεργάτης της πρωτοβουλίας για περιορισμό των διαδηλώσεων όταν ήταν δήμαρχος της Αθήνας. Είπε ειδικότερα ότι ο κ.Καμίνης:
«Αναγνώρισε απόλυτα το αυτονόητο, ότι κανένα δικαίωμα δεν είναι δικαίωμα όταν δεν είναι οριοθετημένο μέσα σε ένα πλαίσιο και τα δικαιώματα αυτουνού που διαδηλώνει θα πρέπει να σέβονται τα δικαιώματα του μαγαζάτορα και του πολίτη, που μονίμως και συστηματικά ταλαιπωρείται από μικρές και μεγάλες πορείες που διαταράσσουν την οικονομική και κοινωνική ζωή».
Εν τέλει η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ προανήγγειλε συναίνεση στο νομοσχέδιο, στο οποίο εν τω μεταξύ είχαν γίνει αλλαγές, όχι όμως σε βαθμό που να αλλάζουν την ουσία του. Ο προερχόμενος από το (εκσυγχρονιστικό) ΠΑΣΟΚ Μιχάλης Χρυσοχοϊδης φέρεται μάλιστα να είχε σκοπίμως βάλει στο αρχικό σχέδιο νόμου άρθρο για το ιδιώνυμο και την ποινή φυλάκισης για συμμετοχή σε απαγορευμένη διαδήλωση, για να μπορεί να τα αποσύρει στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με το ΚΙΝΑΛ, προκειμένου η Χαριλάου Τρικούπη να υπερψηφίσει.
Πληροφορίες αναφέρουν μάλιστα ότι το ΚΙΝΑΛ ετοιμάζεται να καταθέσει τροπολογία στο άρθρο για την αστική ευθύνη του διοργανωτή, με την οποία διαφωνεί καθώς τη θεωρεί αντισυνταγματική.
Το ΚΙΝΑΛ βεβαίως υποστηρίζει ήδη ότι με τη δική του παρέμβαση δόθηκαν «θεσμικές εγγυήσεις» για τη διασφάλιση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Όμως υπάρχουν διαφωνίες, κυρίως από τους παπανδρεϊκούς και ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα έχει σήμερα η στάση του Γιώργου Παπανδρέου και του Χάρη Καστανίδη.
Για τη ΝΔ πάντως ο διπλός στόχος θα επιτευχθεί, καθώς το νομοσχέδιο, που θα περνούσε φυσικά ούτως ή άλλως με τις ψήφους των γαλάζιων βουλευτών, θα ψηφιστεί από μία πιο διευρυμένη πλειοψηφία. Σημειωτέον ότι το νομοσχέδιο για τις πορείες αναμένεται να ψηφίσει και η Ελληνική Λύση, αν και ο Κυριάκος Βελόπουλος άσκησε κριτική εκ δεξιών στην κυβέρνηση για πολύ… χαλαρές διατάξεις.
Προφανώς ο πρωθυπουργός σε μία σημερινή παρέμβαση του θα επαναλάβει το επιχείρημα ότι ένα συνταγματικό δικαίωμα των λίγων δεν μπορεί να εμποδίζει την ελεύθερη μετακίνηση των πολλών, αλλά και θα υποστηρίξει ότι το σχέδιο νόμου είναι απολύτως σύμφωνο με το άρθρο 11 του Συντάγματος. Θα επιχειρήσει να εμφανιστεί έτσι για άλλη μία φορά ως εκφραστής και των κεντρώων που βάζουν όμως κάθετη διαχωριστική γραμμή με την αριστερά.
Ένα κοινό που ήδη το είχε προσεγγίσει πριν από ένα χρόνο στις εκλογές, ως αποτέλεσμα μίας στρατηγικής για χτίσιμο πλειοψηφίας πάνω στο 40% του «ναι» του δημοψηφίσματος του 2015. Αυτό το 40% θεωρούν πλέον στη ΝΔ ότι έχει «μπετοναριστεί» ως μία πολιτική πλειοψηφία και πως μάλιστα έχει ακόμη περισσότερο αυξηθεί τους τελευταίους μήνες, με την κυβέρνηση να απολαμβάνει σύμφωνα με τις μετρήσεις μία ευρύτερη αποδοχή ή ανοχή.