Τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έμποροι στο κέντρο της Αθήνας λόγω των συγκεντρώσεων αλλά και όσα έρχεται να καλύψει το νέο σχέδιο νόμου για τις υπαίθριες συναθροίσεις επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές.
Όπως τονίζουν έγιναν «80 πορείες και συγκεντρώσεις τον Μάιο που επαναλειτούργησε η αγορά, 53 από την αρχή του Ιουνίου και κατά μέσο όρο κλειστό το κέντρο της Αθήνας περίπου 3 φορές ανά εργάσιμη ημέρα.
Τα στοιχεία αυτά δόθηκαν στη δημοσιότητα από τον Εμπορικό Σύλλογο της Αθήνας, την περασμένη Πέμπτη, σε μια ανακοίνωση στην οποία οι καταστηματάρχες του κέντρου μιλούν για συνθήκες ασφυξίας και αδυναμίας λειτουργίας της πόλης και της αγοράς».
Επισημαίνουν ότι «το πρόβλημα δεν είναι καινούριο. Το κέντρο παραλύει αρκετά συχνά, ανεξαρτήτως ώρας της ημέρας.
Οι οδηγοί μπορεί να βρεθούν εγκλωβισμένοι είτε πηγαίνοντας είτε φεύγοντας από την εργασία τους, η περιοχή γίνεται απροσπέλαστη και τα καταστήματα κατεβάζουν ρολά χάνοντας μεγάλο ποσοστό του τζίρου τους σε μια δύσκολη περίοδο.
Έτσι, την ώρα που το δικαίωμα στη δημόσια συνάθροιση και τη διαμαρτυρία είναι αδιαμφισβήτητο, η ταλαιπωρία των πολιτών και η ασφυξία στα μαγαζιά είναι σχεδόν μόνιμη κυρίως από τις συνεχείς συγκεντρώσεις ιδιαίτερα μικρών ομάδων διαδηλωτών, που κινούνται και καταλαμβάνουν τις κεντρικές οδικές αρτηρίες».
Έτσι όπως τονίζουν οι ίδιες πηγές, με «το Σχέδιο Νόμου που κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή, στόχος είναι να διασφαλιστεί η άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, εντός ενός θεσμικού πλαισίου, που συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας και είναι εναρμονισμένο με τις επιταγές του άρθρου 11 του Συντάγματος και του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»)».
Ειδικότερα, «το σχέδιο νόμου, το οποίο ενσωματώνει βασικές προτάσεις της πρότασης νόμου που είχε παρουσιάσει το 2012 ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Γ.Καμίνης ύστερα από εργασία Επιτροπής στην οποία μετείχαν μεταξύ άλλων οι καθηγητές Αλιβιζάτος και Μανιτάκης, καλύπτει ένα υπαρκτό κενό στην προστασία των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών που προβλέπει το Σύνταγμα και επιχειρεί να διαμορφώσει ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο για την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και ειδικότερα τη διενέργεια δημοσίων συναθροίσεων.
Με τον τρόπο αυτό αφενός προστατεύεται η δημόσια ασφάλεια και δεν διαταράσσεται υπέρμετρα η κοινωνικοοικονομική ζωή ορισμένης περιοχής, αφετέρου διασφαλίζεται ισόρροπα η ακώλυτη άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος των πολιτών. Ταυτόχρονα, μπαίνουν σαφή όρια στις αρμοδιότητες της αστυνομίας.
Με το νέο νόμο, ο οργανωτής οφείλει να γνωστοποιήσει στην αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή, την πρόθεσή του για κάλεσμα σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Η γνωστοποίηση θα γίνεται εγγράφως ή ηλεκτρονικά μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας της Ελληνικής Αστυνομίας και θα υποβάλλεται εγκαίρως πριν από την πραγματοποίηση της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης.
Δεν θα απαιτείται γνωστοποίηση για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς και της επετείου της 17ης Νοεμβρίου.
Επίσης θα επιτρέπεται αυθόρμητη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που δεν έχει γνωστοποιηθεί, αν δεν θα διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής.
Στην περίπτωση αυτή οι αρμόδιες αρχές θα καλούν τους συμμετέχοντες να ορίσουν οργανωτή, εφόσον οι υφιστάμενες συνθήκες το επιτρέπουν, ενώ μπορούν να επιβάλουν περιορισμούς.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους περιορισμούς καθώς και αν δεν οριστεί οργανωτής, θα είναι δυνατή η διάλυση της συνάθροισης.
Οι πολίτες θα μπορούν να μαθαίνουν για τις προγραμματισμένες ή τρέχουσες πορείες και λοιπές εκδηλώσεις, όπως και για τις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, από ειδική ιστοσελίδα που θα ενημερώνεται από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη».
Οργανωτής της διαδήλωσης και αστυνομικός διαμεσολαβητής
Όπως προβλέπει το νέο σχέδιο νόμου «από την πλευρά των αρχών θα ορίζεται αξιωματικός της αστυνομίας ή Λιμενικού ως «Διαμεσολαβητής» και θα αποτελεί τον σύνδεσμο με τον οργανωτή της συνάθροισης.
Ο οργανωτής θα πρέπει να συνεργάζεται μαζί του και να ακολουθεί τις υποδείξεις του παρέχοντας τη συνδρομή του για την τήρηση της τάξης και την ομαλή πραγματοποίηση της συνάθροισης.
Υποχρέωση του οργανωτή είναι και να ενημερώνει τους συμμετέχοντες ότι δεν μπορούν να έχουν αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άσκηση βίας και να ζητά την παρέμβαση των αρχών για να απομακρύνουν άτομα που φέρουν τέτοια αντικείμενα. Τέλος, ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, για την περιφρούρηση της συνάθροισης.
Ο οργανωτής ευθύνεται και για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη συνάθροιση.
Θα απαλλάσσεται της ευθύνης μόνο αν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της συνάθροισης και αποδεικνύει ότι είχε λάβει όλα τα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημιάς».
Οι περιπτώσεις των περιορισμών στις συναθροίσεις
Προβλέπεται επίσης ότι «σε μια επικείμενη συνάθροιση θα μπορούν να μπουν περιορισμοί, αν πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή της θα διαταράξει δυσανάλογα την κοινωνικοοικονομική ζωή της συγκεκριμένης περιοχής, δημιουργώντας προβλήματα στις ειδικές κυκλοφοριακές και άλλες ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες.
Αν μια η πορεία ή διαδήλωση είναι σε εξέλιξη, θα μπορούν να επιβάλλονται περιορισμοί, αν η διεξαγωγή τους προκαλεί δυσανάλογα μεγάλη διατάραξη στην κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής, λόγω του αριθμού των συμμετεχόντων και δημιουργεί προβλήματα στην κυκλοφορία και σε άλλες ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες.
Η απόφαση για την επιβολή περιορισμών σε συνάθροιση που γνωστοποιείται από πριν, κοινοποιείται στον οργανωτή εγκαίρως, πριν αυτή πραγματοποιηθεί.
Επικείμενη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση θα μπορεί να απαγορευθεί αν:
α) επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, λόγω ιδιαιτέρως πιθανής διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων, ιδίως, κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ιδιοκτησίας,
β) απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε ορισμένη περιοχή».
Τέλος προβλέπεται ότι «μια πορεία που είναι σε εξέλιξη θα μπορεί να διαλύεται αν:
α) πραγματοποιείται παρά την έκδοση απόφασης απαγόρευσης,
β) οι συμμετέχοντες δεν ακολουθούν τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν και
γ) μετατρέπεται σε βίαιη, με τη διάπραξη σοβαρών αξιόποινων πράξεων, όπως επιθέσεων κατά προσώπων, εμπρησμών, φθορών δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, βιαιοπραγιών κατά της αστυνομικής δύναμης και ιδίως σε περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί και εμπρηστικοί μηχανισμοί, φωτοβολίδες, αιχμηρά αντικείμενα ή από τη συνέχισή της προκαλείται άμεσος κίνδυνος κατά της ζωής ή σωματική βλάβη και
δ) πραγματοποιείται χωρίς να έχει γνωστοποιηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα».