Οι σχέσεις ΕΕ-Toυρκίας μετά τις επαφές Ερντογάν στις Βρυξέλλες και το κλείσιμο των συνόρων για τους πρόσφυγες απασχολούν τον γερμανόφωνο Τύπο. Τι θα γίνει τελικά με τα παιδιά που θα δεχθεί η Γερμανία;
Τη συνάντηση του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν με τους κορυφαίους αξιωματούχους της ΕΕ στις Βρυξέλλες σχολιάζει η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt: «Ο κίνδυνος μιας νέας κρίσης δεν έχει τελειώσει. Η σχέση Βρυξελλών-Άγκυρας μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: Η ΕΕ αισθάνεται ότι εκβιάζεται από τον Ερντογάν. Ο Ερντογάν νιώθει ότι η ΕΕ τον έχει αφήσει στο έλεος του θεού. (…) Οι πολιτικοί στόχοι του Ερντογάν φαίνεται να έχουν αλλάξει. Και η ΕΕ πρέπει να αποφασίσει πώς θα συμπεριφερθεί σε έναν γείτονα, που δεν ενδιαφέρεται πια για τις σχέσεις με τις Βρυξέλλες. Είναι εύκολο να προβλέψει κανείς τη συνέχεια, αν γνωρίζει τον Ερντογάν».
Η Handelsblatt, όπως αναμεταδίδει η Deutsche Welle, παρατηρεί ότι «ο Ερντογάν δεν είναι κατά βάθος ιδεολόγος, αλλά πραγματιστής. Για μεγάλο χρονικό διάστημα έλεγε ότι 4 εκατομ. πρόσφυγες και μετανάστες πρέπει να τύχουν περίθαλψης. Γι αυτό υπήρχαν χρήματα από την Ευρώπη και νεαρό εργατικό δυναμικό, σε μια εποχή που η οικονομία της χώρας λειτουργούσε ακόμη καλά. Αλλά τώρα που και η οικονομία παραπαίει και ο φθόνος εντός της κοινωνίας αυξάνεται, το κλίμα έχει αλλάξει. Επομένως ο Ερντογάν θα συνεχίσει να προσπαθεί να απαλλαγεί από τους πρόσφυγες. Η τελευταία κρίση αποτελεί μόνο μια εστία κρίσης στις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας. Άλλα θέματα είναι η διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, οι γεωτρήσεις για το φυσικό αέριο στα ανοικτά της Κύπρου ή οι επιθέσεις εναντίον μουσουλμάνων, πχ στο Χάναου. Ο Ερντoγάν, ο οποίος διαθέτει ένα ισχυρό αισθητήριο για τις διαθέσεις του λαού, αισθάνεται ότι οι ψηφοφόροι του είναι ιδιαιτέρως αναστατωμένοι: στους κόλπους των εθνικιστών και των θρηκευόμενων Τούρκων αυξάνεται η δυσαρέσκεια έναντι της ΕΕ. Η πολιτική του Ερντογάν αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτό. Η ΕΕ στερείται στρατηγικής έναντι της Τουρκίας εδώ και χρόνια και πρέπει να προετοιμαστεί για περαιτέρω προβλήματα με την Άγκυρα. Τα χρήματα από μόνα τους δεν αρκούν για να δώσουν λύσεις».
«Κανείς πια δεν θέλει ανοιχτά τα σύνορα»
Με αφορμή την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βιέννη η αυστριακή εφημερίδα Der Standard σχολιάζει: «Η κατάσταση στη νοτιοανατολική Ευρώπη είναι θεμελιωδώς διαφορετική από το 2015 και το 2016. Στα πολλά σύνορα που μεσολαβούν μέχρι την Κεντρική Ευρώπη κανείς δεν θα περνά κανείς. Το αντίθετο: υπάρχουν συνεχώς περιπολίες και έλεγχοι. Υπάρχουν επίσης πολλοί φράχτες. Κανείς δεν θέλει άλλο πια να ανοίξει τα σύνορα» σημειώνει το σχόλιο, το οποίο στη συνέχεια επισημαίνει αναφορικά με την Ελλάδα: «Οι Έλληνες δεν είναι οι πρώτοι που αποδεικνύουν ότι τα σύνορα πρέπει να προστατεύονται. Το είχε δείξει και η Βόρεια Μακεδονία το 2016. Τώρα όμως θα ήταν καιρός για μια εντελώς διαφορετική στάση των Ευρωπαίων. Οι τελευταίες εξελίξεις έστρεψαν επιτέλους περισσότερο την προσοχή στη δυστυχία των προσφύγων στα ελληνικά νησιά. Χρειάζονται καταλύματα, εγκαταστάσεις υγιεινής, γιατροί, σχολεία, νηπιαγωγεία και δάσκαλοι. Η Αυστρία μέχρι στιγμής έχει προσφέρει ένα μικρό μερίδιο, αλλά αυτό θα γινόταν και χωρίς τόσο φόβο».
Ποια παιδιά τελικά θα πάνε στη Γερμανία;
Στην πρόθεσης της γερμανικής κυβέρνησης να προσφέρει βοήθεια σε προσφυγόπουλα από τα προσφυγικά κέντρα των νησιών εστιάζει ρεπορτάζ της Frankfurter Allgemeine Zeitung. Σύμφωνα με την κυβέρνηση οι χώρες της ΕΕ που έχουν εκδηλώσει την πρόθεση να δεχθούν προσφυγόπουλα στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής «Συμμαχίας Προθύμων», θα πρέπει να βοηθήσουν 1000 με 1500 παιδιά. Τα παιδιά αυτά θα πρέπει είτε «να χρήζουν άμεσης περίθαλψης» είτε να είναι «ασυνόδευτα και κάτω των 14 ετών» και κυρίως «κορίτσια». Ωστόσο το ρεπορτάζ παρατηρεί ότι «πόσα ακριβώς παιδιά θα έρθουν στη Γερμανία δεν προσδιορίζεται στην απόφαση. Θα πρέπει οπωσδήποτε να μην είναι κάτω από 400, λένε στο Βερολίνο». Το ρεπορτάζ εστιάζει επίσης στη διάσταση μεταξύ των υπολογισμών της γερμανικής και της ελληνικής πλευράς ως προς τους πραγματικούς αριθμούς των παιδιών αυτών. Για την ώρα, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ, υπάρχει ασάφεια και οι υπολογισμοί εθνικών και διεθνών φορέων δεν συμπίπτουν.
Επίσης υπάρχουν ακόμη πολλά ερωτήματα που παραμένουν ανοιχτά: «Ποιος θα επιλέξει τα παιδιά; Ποια χώρα θα πάρει ποια παιδιά; Mπορούν να ακολουθήσουν οι οικογένειες;». Σύμφωνα με το ρεπορτάζ «στη Γερμανία «τα παιδιά θα διαμοιράζονται από την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων σε δήμους, που έχουν ήδη εκδηλώσει τέτοια πρόθεση, όπως το Βερολίνο, το Πότσνταμ, η Κολωνία και το Φράιμπουργκ. Όσο παιδιά γίνουν δεκτά θα αποκτούν αμέσως καθεστώς παραμονής και δεν θα ξεκινά αμέσως διαδικασία παροχής ασύλου». Σύμφωνα με το ρεπορτάζ «εκτιμάται ότι μόνο το 20% των προσφύγων στα προσφυγικά κέντρα είναι από τη Συρία και περίπου οι μισοί από το Αφγανιστάν, το ποσοστό αναγνώρισης ως προσφύγων είναι χαμηλότερο. Ωστόσο θα ήταν παράλογο, πρώτα να έρθουν τα παιδιά στη Γερμανία κι έπειτα να απελαθούν. Δεν υπάρχει αμφιβολία επίσης ότι θα άρρωστα παιδιά θα συνοδεύονται από τους γονείς τους. Ωστόσο οι ενήλικες θα πρέπει πρώτα να ελεγχθούν από τις γερμανικές αρχές ασφαλείας. Για τους ανήλικους επίσης υπάρχει η δυνατότητα να φέρουν έπειτα και την οικογένειά τους. Κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή, λένε, αλλά σε πολλές περιπτώσεις μάλλον αυτό θα συμβεί».