Διόλου τυχαία δεν επελέγη η ημέρα. Πρωτομαγιά του 1923 κυκλοφορεί για πρώτη φορά στη χώρα μας το περιοδικό «Αρχείον Μαρξισμού» που απηχεί τις θεωρητικές κατευθύνσεις του Φραγκίσκου Τζουλάτι, ενός Έλληνα ιταλικής καταγωγής που οραματιζόταν τη δημιουργία επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος, έχοντας προφανώς επηρεαστεί και από τις ιδέες του θείου του, Πλάτωνος Δραγούμη, που ανήκε στους πρωτοπόρους του σοσιαλιστικού κινήματος.
Από τον τίτλο του περιοδικού (που δεν δημοσιεύει άρθρα των συντελεστών του αλλά μεταφρασμένα κείμενα των κλασικών του μαρξισμού) θα πάρει τ’ όνομά του στα μέσα της δεκαετίας του 1920, το ιδιότυπο ελληνικό μαρξιστικό ρεύμα του «αρχειομαρξισμού».
Οι οπαδοί του τάσσονταν κατά των μαζικών δράσεων και του συνδικαλισμού έχοντας ως πρότυπο τον ρωσικό μπολσεβικισμό και εκπροσωπώντας κυρίως τα εργατικά στρώματα χειρωνάκτων όπως ήταν οι τσαγκάρηδες, οι οικοδόμοι, οι αρτεργάτες και οι οικοδόμοι.
Πολύ γρήγορα θα έρθει σε μετωπική ρήξη με το Κ.Κ.Ε. που έκανε επίσης τα πρώτα του βήματα στην Ελλάδα και ήθελε να ‘χει εκείνο υπό τη σκέπη του την εργατιά.
Τις θέσεις του αρχειομαρξισμού θα ενστερνιστεί πολύ γρήγορα και ένας αρτοποιός, ονόματι Ηλίας Γεωργοπαπαδάκος. Γεννημένος στη Μάνη το 1895 είχε βρεθεί από μικρός στον Πειραιά, εργαζόμενος αρχικά ως αργεργάτης.
Ακολούθως θα καταφέρει να ανοίξει δικό του φούρνο πουλώντας κάθε πρωί από νωρίς στη γειτονιά, ζεστό ψωμί που παρασκεύαζε μόνος του. Παράλληλα ασχολείται με τον συνδικαλισμό και χαίροντας της εκτίμησης των συναδέλφων του, εκλέγεται πρόεδρος του Σωματείου Αρτεργατών Πειραιώς.
Σε κάθε εργατικό αγώνα είναι μπροστάρης. Επόμενο ήταν να ηγηθεί και της μεγάλης γενικής απεργίας που ξεκίνησε από τους μυλεργάτες που εργάζονταν πέριξ του λιμανιού και κορυφώθηκε στις 23 Αυγούστου 1923 με βασικότερα αίτημα τη σταθεροποίηση των ημερομισθίων σύμφωνα με τον τιμάριθμο, την πάταξη της αισχροκέρδειας, την απελευθέρωση των κρατούμενων απεργών και την κατάργηση της λογοκρισίας επί των εργατικών ζητημάτων από την τότε κυβέρνηση του κινηματία Στυλιανού Γονατά.
Όταν οι απεργοί συγκεντρώνονται στο Πασαλιμάνι, προκαλούνται επεισόδια με το στρατό και την αστυνομία ν’ ανοίγουν πυρ σκοτώνοντας εν ψυχρώ 11 εργάτες και τραυματίζοντας άλλους 100. Συλλαμβάνονται σωρηδόν οι συμμετέχοντες, φθάνοντας περίπου τους 500.
Ο Γεωργοπαπαδάκος και εκείνη την ημέρα είχε εκμεταλλευτεί την ικανότητά του να ξεσηκώνει τους εργάτες και να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στο συνδικαλιστικό κίνημα, μεταλαμπαδεύοντας με σχετική ευκολία τις απόψεις των αρχειομαρξιστών. Τέτοιου είδους ποδηγετήσεις όμως τον έβαζαν ακόμη εντονότερα στο στόχαστρο του Κ.Κ.Ε. που ήθελε με την πρώτη ευκαιρία να τον βγάλει απ’ την άκρη, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε την φυσική εξόντωσή του. Αυτό θα συμβεί περίπου τρία χρόνια αργότερα.
Στις 28 Δεκεμβρίου του 1926, οι αρχειομαρξιστές θα συγκρουστούν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, κάτι που έχει ξανασυμβεί. Αυτή τη φορά οι συμπλοκή γίνεται έξω από τα γραφεία της εφημερίδας «Ριζοσπάστης», που εκείνο τον καιρό εδρεύουν στην οδό πλατείας Αγίων Θεοδώρων αριθμός 9. Αιτία ήταν η διεκδίκηση μιας σειράς βιβλίων και εντύπων με σοσιαλιστικό περιεχόμενο που είχαν αποσπάσει από τους αρχειομαρξιστές οι άνθρωποι του «Ριζοσπάστη».
Οι πολύτιμοι τόμοι είχαν καταφέρει να διασωθούν από την πολύμηνη δικτατορία του υποστράτηγου Θεόδωρου Πάγκαλου και τώρα κινδύνευαν να χαθούν καθώς οι νεαροί κομμουνιστές τα είχαν αρπάξει ένα απόγευμα από τη βιβλιοθήκη των αρχειομαρξιστών στην πλατεία Βάθη, φορτώνοντάς τα σε δύο κάρα που τα έσερναν άλογα.
Η αφορμή που ζητούσαν άτομα προερχόμενα από το Κ.Κ.Ε. ώστε να βγάλουν από τη μέση τον Γεωργοπαπαδάκο που πρωτοστατούσε ακόμα και στις συμπλοκές, είχε βρεθεί. Ο 32χρονος θα δολοφονηθεί δεχόμενος θανάσιμα χτυπήματα με μαχαίρι στην κοιλιακή χώρα. Με μια κυκλωτική κίνηση τα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος Δημήτρης Σακαρέλος, Θαμαξός (ή Φαμαξού ή Θωμάζουζος) και άλλοι, τον εγκλωβίζουν και τον σφάζουν με φαλτσέτα. Το θύμα, παντρεμένος και πατέρας ανήλικων παιδιών, μεταφέρεται εσπευσμένα στο Δημοτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Χαροπαλεύει για εννέα ημέρες αλλά στο τέλος δεν αντέχει…
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονται για την πολιτική δολοφονία τον Ιανουάριο του 1927 μια σειρά από μέλη του Κ.Κ.Ε. Ο Δημήτρης Σακαρέλος (πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Σπάρτακος» που εκδιδόταν στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας και γραμματέας της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Πειραιά) φέρεται να είναι αυτός που έμπηξε το σκουριασμένο μαχαίρι στο κορμί του άτυχου προέδρου του Σωματείου Αρτεργατών Πειραιώς. Καταδικάζεται από το Κακουργιοδικείο Λιβαδειάς σε 12 χρόνια φυλάκιση και οδηγήθηκε αμέσως στο σωφρονιστικό κατάστημα της Αίγινας.
Η Ασφάλεια όμως θεωρεί συναυτουργό της δολοφονίας και τον 25χρονο Νίκο Ζαχαριάδη που έξι χρόνια αργότερα θα αναλάμβανε γενικός γραμματέας του Κ.Κ.Ε. Συλλαμβάνεται, προφυλακίζεται, αλλά καταφέρνει προσωρινά να δραπετεύσει. Το είχε ξανακάνει άλλωστε κι άλλες φορές στο παρελθόν. Όπως θα αναφέρει ο ίδιος ο ιστορικός ηγέτης του Κ.Κ.Ε. πολύ αργότερα σε αυτοβιογραφικό σημείωμα προς την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος:
«Τέλη του 1925 πιάστηκα στο μέρος όπου γίνηκαν τα γεγονότα με τους αρχείους (σ.σ. εννοεί τους αρχειομαρξιστές), στην πλατεία Αγ. Θεοδώρων, κοντά στα γραφεία του «Ρ» (σ.σ. «Ριζοσπάστη»). Απ’ το χωροφύλακα που μ’ έπιασε έφυγα στραμπουλίζοντάς του το χέρι.
Μετά δυο μέρες με κυνήγησε μια ομάδα αρχείων, και με τη βοήθεια χωροφυλάκων μ’ έπιασαν σαν αυτουργό στο φόνο του Γεωργοπαπαδάτου. Με πήγαν στην Παληά Στρατώνα (σ.σ. οι φυλακές της Παλιάς Στρατώνας λειτουργούσαν έως και το 1932 δίπλα στην πύλη του Ανδριανού, στο Μοναστηράκι), απ’ όπου βγήκα ύστερα από 10 – 12 μέρες».
Και συνεχίζει: «Η υπόθεση έχει έτσι. Οι αρχείοι στο αστυνομικό τμήμα Θησείου είπαν ότι είμαι ο Ζαχαριάδης. Εγώ όμως είχα κανονικώτατα χαρτιά (σ.σ. επί της ουσίας πλαστά, απλώς έδειχναν σαν κανονικά) στο όνομα Ζάδης. Την άλλη μέρα που με πιάσαν, ο Διοικητής του τμήματος με παρέπεμψε στο αυτόφωρο για παράνομη οπλοφορία γιατί μου βρήκαν (σ.σ. πάνω μου) πιστόλι.
Δικάστηκα 15 μέρες. Αμέσως μετά με πήγαν στον ανακριτή για την υπόθεση Γεωργοπαπαδάτου. Είταν όμως παραμονές πρωτοχρονιάς και ο ανακριτής έλειπε. Τότε οι χωροφύλακες με πήγαν στην Παληά Στρατώνα, μια και είχα καταδίκη για 15 μέρες. Εκεί με κατάγραψαν με το όνομα Ζάδης και με βάλαν στα κατάδικα. Είχες τότε δικαίωμα να πληρώσεις και να εξαγοράσεις το μισό της ποινής. Λεφτά δεν είχα και ειδοποίησα την οργάνωση, που πλήρωσε μόνο στη 12η μέρα. Στο μεταξύ ο ανακριτής είχε ζητήσει τον Ζαχαριάδη απ’ τα υπόδικα, μα τέτοιος στα χαρτιά της Χωροφυλακής δεν υπήρχε. Ώσπου να ξεκαθαριστεί το ζήτημα, πρόλαβα με την εξαγορά και βγήκα. Έμενα παράνομος».
Για περίπου δέκα χρόνια ο Ζαχαριάδης θα ζει κυνηγημένος από τις ελληνικές αρχές. Όταν θα ξανασυλληφθεί τον Σεπτέμβριο του 1936, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, η καταδίκη για τη δολοφονία Γεωργοπαπαδάκου θα αποτελέσει μια από τις ερήμην δικαστικές αποφάσεις που θα τον οδηγήσουν στον εγκλεισμό του. Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της Ασφάλειας που εκδόθηκε την 17η Σεπτεμβρίου 1936 με αφορμή τη σύλληψή του: «Υπό οργάνων της Γενικής Ασφαλείας Πειραιώς συνελήφθη χθες την 8.30 μ.μ παρά το τέρμα της οδού Ιπποκράτους ο αρχηγός του ΚΚΕ Νικόλαος Ζαχαριάδης ή Ζάρδης ή Κούτβης ή Κοντός ή Κόλλιας Νικόλαος του Παναγιώτου ή Κατρής Κυριάκος.
Ούτος κατά το 1925 εδραπέτευσε εκ των φυλακών Γεντί Κουλέ Θεσσαλονίκης, συλληφθείς δε κατά το ίδιον έτος απέδρασε και πάλιν τραυματίσας εις τον πόδα τον συνοδόν χωροφύλακα. Κατά το ίδιον έτος εφόνευσε εις τας Αθήνας τον αρχειομαρξιστήν Γεωργοπαπαδάκον.
Δια τον φόνον ούτον κατεδικάσθη εις 18 ετών πρόσκαιρα δεσμά. Το έτος 1928 μεταφερόμενος εκ του κακουργιοδικείου Πειραιώς εις τας φυλακάς, εδραπέτευσε διά τρίτην φοράν και μετέβη εις Ρωσίαν. Εκεί εσπούδασε τον Μαρξισμόν εις την Σχολή «Κούτβ» της Μόσχας, χρησιμοποιηθείς αργότερον υπό της Κ.Δ ως αντιπρόσωπος αυτής εις τας Βαλκανικάς χώρας. Σημειωτέον ότι εκτός των άλλων, ήτο και Εκτελεστικός Επίτροπος της Κ.Δ. Ο Ζαχαριάδης καταζητείτο από του 1928 χωρίς έκτοτε να καταστεί δυνατή η σύλληψίς του».
Ο Ζαχαριάδης καταδικάζεται αρχικά σε φυλάκιση 4,5 ετών συν άλλων 2 ετών εκτόπισης για παράβαση του ιδιώνυμου νόμου «περί μέτρων προς καταπολέμησιν του κομμουνισμού και των εκ τούτου συνεπειών» (Αναγκαστικός Νόμος 117/15.09.1936) με αποτέλεσμα να μεταφερθεί 22 Νοεμβρίου του 1936 στις φυλακές της Κέρκυρας. Στις 12 Δεκεμβρίου τον μεταφέρουν στο Κακουργιοδικείο Πειραιά προκειμένου να δικαστεί και για τη δολοφονία Γεωργοπαπαδάκου, όπου και του επιβάλλεται 9ετής φυλάκιση.
Για την ιστορία θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο αρχειομαρξισμός που πρέσβευε ο Γεωργοπαπαδάκος δεν μακροημέρευσε. Μπορεί προς στιγμήν να δημιουργήθηκε τροτσκιστική «Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας – Αρχειομαρξιστών» που δραστηριοποιήθηκε την περίοδο 1929 – 1934, και ακολούθως να δημιουργήθηκε το «Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας» γνωρίζοντας προς στιγμήν άνθιση, ωστόσο οι εσωτερικές διαφωνίες, οι διασπάσεις, οι αντεγκλήσεις για τον πολιτικοϊδεολογικό δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθηθεί αλλά και οι πυκνές κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις σε συνάρτηση με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησαν στην πτώση του ρεύματος και στον αφανισμό του, αρχές της δεκαετίας του 1950.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων