Σε εκδήλωση του ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ με τίτλο «Εμείς είμαστε οι άλλοι» η επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Εσωτερικές Υποθέσεις Σεσίλια Μάλμστρομ ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση την ψήφιση νόμου για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Παράλληλα και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς κάλεσε τους πολιτικούς να δώσουν πρώτοι το παράδειγμα στη μάχη εναντίον της ακροδεξιάς.
Από την πλευρά του, ο κ. Σουλτς τόνισε ότι «οι νόμοι προσδιορίζουν κανόνες και αυτοί οι κανόνες είναι το θεμέλιο της ειρηνικής συμβίωσης μιας κοινωνίας» και ανέδειξε την σημασία των νόμων οι οποίοι θέτουν το πλαίσιο της συμβίωσης.
«Αν υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να καταστρέψουν αυτό το πλαίσιο, πρέπει να ψηφιστούν νόμοι που θα τους περιθωριοποιήσουν» δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου και κάλεσε τους πολιτικούς να δίνουν πρώτοι το παράδειγμα: «Την ακροδεξιά την νικάς, όταν οι πολιτικοί έχουν το θάρρος να ορθώσουν δημόσια το ανάστημά τους» κατέληξε.
Σε δηλώσεις της σήμερα στην «Deutsche Welle», η Επίτροπος επισήμανε ότι οι προσπάθειες της Ελλάδας δεν επαρκούν -αλλά διευκρίνισε ότι η κυβέρνηση «κάνει αρκετά»- και πρόσθεσε ότι η Επιτροπή βρίσκεται σε συνεχείς συνομιλίες προκειμένου να βοηθήσει, αλλά και να παρακολουθεί τη διαδικασία.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης παρουσιάστηκε έρευνα του Ιδρύματος για τις επίκαιρες τάσεις της ακροδεξιάς σε οκτώ ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Η Βασιλική Γεωργιάδου, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, η οποία συνέταξε το κεφάλαιο για την κατάσταση στην Ελλάδα, αναλύοντας το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής από τις δημοτικές εκλογές του 2010, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «τότε ο ρόλος της απομειώθηκε, δεν διαπιστώθηκε η σημασία εκείνου του 5,5% που είχε πάρει στις δημοτικές εκλογές στην Αθήνα, ενώ έκτοτε ο ρόλος της υπερδιογκώνεται».
Διευκρινίζει, πάντως, ότι δεν αναφέρεται σε μέτρα, διότι, όπως λέει, μέτρα δεν λαμβάνονται, αλλά σε μια ρητορική η οποία ανεβάζει τον ρόλο της Χρυσής Αυγής. «Ίσως και για να καλύψουμε το κενό της σιωπής μας το προηγούμενο χρονικό διάστημα, όταν θα έπρεπε πραγματικά να κρούσουμε τον κώδωνα του κινδύνου», επισημαίνει η πολιτική επιστήμων.