Δεν θα είναι υποψήφια στις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου η Τασία Χριστοδουλοπούλου όπως ανακοίνωσε μιλώντας στον ΑΝΤ1.
«Θέλω μόνο να ζητήσω συγγνώμη από τον ΣΥΡΙΖΑ, την Κυβέρνηση, τους φίλους και τους συντρόφους μου που τους στενοχώρησα» είπε και πρόσθεσε: «Δυστυχώς δεν μπορώ να διορθώσω με κάποιον τρόπο, παρά μόνο με το ελάχιστο που μπορώ, να μην είμαι υποψήφια στις εκλογές», ανέφερε μετά τον σάλο που ξέσπασε για την μετάταξη της κόρης της στην Βουλή.
Χθες η Τασία Χριστοδουλοπούλου βρέθηκε καλεσμένη σε εκπομπή του Alpha και μεταξύ άλλων κλήθηκε να απαντήσει για όσα ακούγονται για τη μετάταξη της κόρης της στη Βουλή και μάλιστα λίγα 24ωρα πριν κλείσει η Βουλή.
«Η κόρη μου υπηρετούσε στα Ελληνικά Ταχυδρομεία από το 2004 που είχε μπει με ΑΣΕΠ. Μετά από χρόνια εργασίας της πρότειναν να γίνει διευθύντρια σε κάποιο υποκατάστημα το οποίο ωστόσο δεν το ήθελε. Από εκεί και πέρα περιθωριοποιήθηκε καθώς δεν μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντα που είχε με βάση το βαθμό της. Έκανε την αίτηση της απόσπασης και στη συνέχεια της μετάταξης», ανέφερε αρχικά η κ. Χριστοδουλοπούλου.
Και συνέχισε λέγοντας: «Εδώ και καιρό υπηρετεί υπηρετεί στο τμήμα διεθνών και δημοσίων σχέσεων καθώς είναι ήδη αποσπασμένη και τώρα έγινε η μετάταξή της. Προφανώς εάν δεν είχε την πληροφόρηση μπορεί και να μην είχε κάνει την αίτηση. Ο νόμος ήταν αυστηρός και έλεγε ότι μετάταξη μπορούσαν να πάρουν όσοι είναι αποσπασμένοι. Και αυτοί που ήταν αποσπασμένοι έκαναν όλοι αίτηση, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης».
Στην ερώτηση της δημοσιογράφου εάν υπάρχει ζήτημα ηθικής τάξης η κ. Χριστοδουλοπούλου απάντησε: «Με την έννοια που το λέμε, ότι δεν θα μπορούσε ο καθένας να αποσπαστεί στη Βουλή ώστε στη συνέχεια να μεταταχθεί, υπάρχει ένα ζήτημα ότι αξιοποιήθηκαν κάποιες γνωριμίες, διασυνδέσεις και τα λοιπά. Δεν το συζητάμε αυτό, ούτε θέλω να πω εδώ ότι ήταν γνωστά τα προσόντα της και η Βουλή βγήκε και φώναζε “έλα εδώ”. Είναι προφανές ότι τα προσόντα που έχει η κόρη μου τα έχουν και άλλα παιδιά. Το ζήτημα είναι ότι ήδη εργαζόταν οπότε δεν επιβαρύνει το δημόσιο ούτε με μία δραχμή».