«Από τη στιγμή που ο κ. Τσίπρας καλύπτει με τέτοια συνέπεια τον κ. Πολάκη, κάθε φορά που λέει κάτι και ξεσηκώνεται όλη η Ελλάδα, στο τέλος ταυτίζεται μαζί του και προκύπτει ότι ο Πολάκης δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα, αλλά ο κανόνας».
Αυτό δήλωσε ο τομεάρχης Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Καβάλας, Νίκος Παναγιωτόπουλος στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, «Πρακτορείο 104,9 fm» για την πολιτική αντιπαράθεση στη Βουλή με επίκεντρο ανάρτηση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τον υποψήφιο ευρωβουλευτή της ΝΔ, Στέλιο Κυμπουρόπουλο.
«Η στάση του κ. Πολάκη δε μας εκπλήσσει, είναι γνωστή η συμπεριφορά του, το ύφος του και η χυδαιότητα με την οποία επιτίθεται κατά πάντων –σιγά μην τη “γλίτωνε” ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος από τη στιγμή που βρέθηκε το “λαβράκι” αυτό. Όμως, τελικά κάτι πρέπει να γίνει, γιατί αυτό το ύφος δεν αρμόζει σε μια μεμονωμένη περίπτωση με τα δικά της χαρακτηριστικά και τη δική της ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία, όπως προσπάθησε χθες να πει ο πρωθυπουργός», επισήμανε ο κ. Παναγιωτόπουλος.
Πρόσθεσε, δε, ότι ο υποψήφιος ευρωβουλευτής της ΝΔ «συμμετείχε σε μία διαδικασία καθόλα αξιοκρατική και μετά από πάρα πολύ κόπο -και επιπλέον κόπο λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης στην οποία βρίσκεται- κέρδισε μια επιτυχία», σημειώνοντας ότι «το προνόμιο ή το ειδικό κριτήριο που ενισχύει ένα άτομο με βαριά αναπηρία είναι αυτός ο παράγοντας που το εξισώνει με κάποιον άλλον που δεν έχει τα προβλήματα του», συνεπώς «η επιπλέον μοριοδότηση σε έναν διαγωνισμό ενός ατόμου με αναπηρία είναι παράγων προς την ισότητα των ευκαιριών και όχι παράγοντας που δημιουργεί προνομιακή μεταχείριση για να ξεχωρίζει κάποιος».
Σε ό,τι αφορά τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι οποτεδήποτε ο κ. Μητσοτάκης καταθέσει πρόταση δυσπιστίας εναντίον οποιουδήποτε υπουργού, θα τη μετατρέψει σε ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση, ο τομεάρχης της ΝΔ παρατήρησε: «Πρόκειται για έναν πολιτικό “παίκτη” ειδικό στις μετατροπές. Μετέτρεψε την πρόταση δυσπιστίας στον Πολάκη σε συζήτηση για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Έχει μετατρέψει και άλλα πράγματα, έχει μετατρέψει το “όχι” του δημοψηφίσματος σε ένα τεράστιο “ναι”, το “σκίζω τα μνημόνια” σε ένα και σχεδόν άλλο ένα μνημόνιο στις πλάτες του ελληνικού λαού μέσα σε δύο χρόνια, πολλές μετατροπές έχει κάνει, δε μας εκπλήσσει άλλη μία».
Σχετικά με την ατζέντα της πολιτικής αντιπαράθεσης, ενόψει των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου ανέφερε: «Η Novartis, τα σκάνδαλα και όλη αυτή η διχαστική αντιπαράθεση εκτιμώ ότι γίνεται με πρωτοβουλία της επισπεύδουσας κυβέρνησης. Η κυβέρνηση θέλει να πηγαίνει εκεί η κουβέντα και αντιστοίχως να φεύγει από εκεί, όταν αφορά δικά της έργα και ημέρες: Πετσίτη, καταγγελίες Μαρινάκη ότι του ζήτησε ο Παππάς να δανείσει στον Καλογρίτσα για να πάρει κανάλι εν γνώσει του Τσίπρα κ.λπ. Όμως, από εκεί και πέρα, παράλληλα αναπτύσσεται και η συζήτηση για τις ευρωεκλογές και τα διακυβεύματα, όπου κι εκεί θεωρώ ότι η εκτίμηση του κ. Τσίπρα είναι εντελώς άστοχη».
«Η ΝΔ», συνέχισε ο κ. Παναγιωτόπουλος, «ασχολείται με τις ευρωεκλογές στο υψηλότατο επίπεδο, από εδώ ξεκίνησε την προεκλογική του καμπάνια σε όλη την Ευρώπη ο υποψήφιος πρόεδρος του ΕΛΚ για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Μάνφερν Βέμπερ» και «στη διάρκεια της τοποθέτησής του και κατόπιν στην αντίστοιχη τοποθέτηση του προέδρου της ΝΔ η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε ήταν πάρα πολύ ευρωπαϊκή», ενώ «από την άλλη πλευρά ο κ.Τσίπρας δε μας έχει εξηγήσει ακόμα σε ποιο μεγάλο ευρωπαϊκό κόμμα θα προσχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ».
«Είναι οι σοσιαλιστές, είναι η Αριστερά; Ακόμη κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η σκανδαλολογία, ο τοξικός πολιτικός λόγος, ο διχασμός. Το “εμείς ή αυτοί”, η “ελίτ ή ο λαός”, όλα αυτά τα ψευτοδιλήμματα, που βγάζει μπροστά για να ανακόψει την πτώση του και της κυβέρνησής του, που είναι σε αποδρομή», υποστήριξε ο κ. Παναγιωτόπουλος.
Σχετικά με την κριτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ στον κ. Βέμπερ για τη στάση του απέναντι στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια ο τομεάρχης της ΝΔ, είπε: «Έχει πολλάκις εκφραστεί ο κ. Βέμπερ υπέρ των ελληνικών θέσεων με κορωνίδα της υποστήριξής του στο μεταναστευτικό, αλλά και επιπλέον στην παραδοχή ότι θα μπορούσε να διαπραγματευτεί μια άλλη κυβέρνηση ένα άλλο μείγμα πολιτικής για μείωση του υπέρογκου πρωτογενούς πλεονάσματος που συνεπάγεται και μείωση της λιτότητας».