Το χρονικό της Συμφωνίας των Πρεσπών για την επίλυση του επί περίπου τρεις δεκαετίες ονοματολογικού ζητήματος και το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τη γείτονα χώρα αποτυπώνονται στο νέο βιβλίο του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά με τον δημοσιογράφο Σεραφείµ Κοτρώτσο.
Στο βιβλίο, με τίτλο «Η Μεγάλη διαπραγµάτευση – Πρέσπες», καταγράφονται πέντε συζητήσεις-συνεντεύξεις του δηµοσιογράφου Σεραφείµ Κοτρώτσου µε τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά (στο πλαίσιο της εκποµπής «Η επόµενη µέρα» της ΕΡΤ1).
Στο βιβλίο περιγράφονται άγνωστα στιγµιότυπα από τις συνοµιλίες Κοτζιά-Ντιµιτρόφ και τις επαφές των δύο πρωθυπουργών σχετικά µε το πλαίσιο και το περιεχόµενο της διαπραγµάτευσης για το όνοµα, τις εγγυήσεις και τις συνταγµατικές αλλαγές στη γείτονα χώρα. Γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στον τρόπο µε τον οποίο αντιµετώπισαν οι δύο κυβερνήσεις τον αντίκτυπο στα εσωτερικά πολιτικά πράγµατα των δύο χωρών.
Στις συνεντεύξεις αυτές, ο κ. Κοτζιάς αναλύει τη στρατηγική που ακολούθησε ο ίδιος, τα εµπόδια και τα προβλήµατα που προέκυψαν και πώς ξεπεράστηκαν, ενώ γίνεται και µια αποκαλυπτική αναδροµή στις προηγούµενες προσπάθειες επίλυσης της διαφοράς από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Προσπάθησα με τρία ενδεικτικά παραδείγματα να αναδείξω βασικές εναλλακτικές πολιτικής που υπάρχουν και που υπήρξαν», αναφέρει ο κ. Κοτζιάς και προσθέτει: «Γραμμές που προσδιόριζαν σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο με το οποίο διατύπωσα και διαπραγματεύτηκα πλευρές της διαπραγμάτευσης – και κατά προέκταση τη συνολική διαπραγμάτευση στον δρόμο της Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά και στη λεωφόρο υλοποίησής της. Να συμβάλω στην καλύτερη κατανόηση των πέντε συζητήσεων που είχαμε ο Σεραφείμ Κοτρώτσος και εγώ στο διάστημα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διαπραγμάτευση για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Να συμβάλω ώστε να διαφανούν η λογική και η κουλτούρα της διαπραγμάτευσης. Η λογική και η κουλτούρα της Λύσης».
Στρατηγικές εξωτερικής πολιτικής
Αναλυτικά, ως προς τις γεωστρατηγικές εξωτερικής πολιτικής, ο κ. Κοτζιάς σημειώνει πως η εξωτερική πολιτική πρέπει να κάνει κανείς με το βλέμμα στραμμένο στη διεθνή θέση της χώρας, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες και ικανότητές της, την Ιστορία και τα συμφέροντά της. «Κύριο καθήκον της εξωτερικής πολιτικής είναι να ενισχύει τη διεθνή θέση της Ελλάδας. Την ασφάλεια της χώρας και των πολιτών της. Την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία, την εδαφική της ακεραιότητα. Να προάγει το εθνικό συμφέρον και αυξάνει την ισχύ της. Να βελτιώνει τις συνθήκες ζωής των πολιτών της, καθώς και τη λειτουργία της δημοκρατίας στη χώρα. Έστω, να συμβάλλει σε αυτούς τους δύο τελευταίους στόχους» αναφέρει και τονίζει πως για να υλοποιηθούν αυτά, πρέπει η εξωτερική πολιτική να είναι δημοκρατική στο περιεχόμενό της και δραστήρια, ενεργητική, αποτελεσματική στη δράση της.
Στα μεγάλα εθνικά μας προβλήματα καταγράφει τρεις διαφορετικές σχολές προσέγγισης, και στη διαπραγμάτευση λέει πως είχε να επιλέξει ποια θα ακολουθήσει και για ποιον λόγο.
«Αυτή η καταγραφή γίνεται ευχερέστερη αν λάβει κανείς υπόψη τουλάχιστον δύο από τις μεγάλες διαπραγματεύσεις που έκανα, αυτήν του Κυπριακού και για το ονοματολογικό» επισημαίνει και προσθέτει σε άλλο σημείο: «Στην πορεία των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό διατύπωσα προσωπικά σειρά από νέες θέσεις, όπως με το σύμφωνο φιλίας (ανάμεσα σε Ελλάδα, Κύπρο, Τουρκία). Για πρώτη φορά στις τελευταίες δεκαετίες θα πάμε στην επόμενη διαπραγμάτευση με καλύτερες θέσεις απ’ ό,τι στις προηγούμενες, αλλά και την αμέσως προηγούμενη. Οι θέσεις μας για μια Κύπρο ως “κανονικό κράτος”, ως “φυσιολογικό δημοκρατικό κράτος”, χωρίς εγγυήσεις ούτε κατοχή, όχι μόνο έγιναν κατανοητές αλλά υιοθετήθηκαν και από τον ΓΓ του ΟΗΕ, την ΕΕ και τις τρεις δυτικές χώρες-μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπως και από τη Λαϊκή ∆ημοκρατία της Κίνας, ένα κράτος που θα υπερασπίζεται μέχρι τέλους “τον κόσμο των κρατών”, την εδαφική ακεραιότητα και ενότητα των κρατών, ακόμα και αν υπάρχουν στο εσωτερικό του για ένα διάστημα διαφορετικά κοινωνικά συστήματα (όπως υποδηλώνει η θέση για “Μία Κίνα, δύο Συστήματα”).
Η Ρωσία, που είναι ο μεγάλος υποστηρικτής της Κυπριακής ∆ημοκρατίας και των δικαιωμάτων της στον ΟΗΕ, είναι ταυτόχρονα ένα κράτος που κατά βάθος (αυτή είναι η εκτίμησή μου) δεν είναι σίγουρο αν θα πρέπει να επιθυμεί μια λύση στο Κυπριακό. Κάτι λογικό από τη σκοπιά της γεωπολιτικής, αλλά όχι συμβατό με τα μακρόχρονα συμφέροντα του ελληνισμού. Η Ρωσία θεωρεί ότι μια λύση πιθανότατα να ωφελούσε το ΝΑΤΟ και όχι τη δική της γεωστρατηγική θέση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, καθώς και ότι θα μείωνε τη δυνατότητά της να αξιοποιεί προς το συμφέρον της τις αντιθέσεις ανάμεσα σε δύο κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Στις δυσκολίες της Κύπρου, λοιπόν, η Ρωσία είναι σύμμαχος και συμπαραστάτης της. Σε μια προσπάθεια ουσιαστικής λύσης του Κυπριακού κάτι τέτοιο δεν είναι σίγουρο.
Στο παρελθόν κάθε διαπραγμάτευση για το Κυπριακό, κάθε γύρος μιας νέας διαπραγμάτευσης, γινόταν με χειρότερους όρους από την προηγούμενη. Αυτή τη φορά αντιστράφηκε ο ρους της ιστορίας των διαπραγματεύσεων. Στο Κραν Μοντανά (καλοκαίρι 2017) πήραμε και δε χάσαμε. Κερδίσαμε συμπάθειες και δε μας χρέωσαν τα προβλήματα, όπως είχε γίνει, επί παραδείγματι, το 2002- 2004 με το Σχέδιο Ανάν. Και, το κυριότερο, το Κυπριακό τέθηκε στις σωστές του βάσεις από τη σκοπιά της διεθνούς πτυχής του, στο μόνο θέμα στο οποίο μπορούσε να έχει η Ελλάδα επίσημη άποψη, της πτυχής του Κυπριακού, δηλαδή, για το οποίο είχε δικαιώματα ως εγγυήτρια δύναμη. Λύση δεν υπήρξε. ∆ιασφαλίστηκαν, όμως, καλύτερες θέσεις για την επόμενη διαπραγμάτευση. Αντίθετα, στο ονοματολογικό υπήρξε συμφωνία.
Πολλοί, δικαιολογημένα σε έναν βαθμό, αναρωτιούνται πώς προέκυψε αυτή η “ασυμμετρία” αποτελέσματος ανάμεσα στο ονοματολογικό και το Κυπριακό. Στη βάση αυτής τους της απορίας προκύπτουν δύο γραμμές ερμηνείας. Με την πρώτη κάποιοι αναρωτιούνται πώς, αφού άντεξα στις πιέσεις για το Κυπριακό, ταυτόχρονα, τάχα, “ενέδωσα” στο ονοματολογικό. Πολλοί φορείς μιας τέτοιας άποψης, στην πραγματικότητα, “απλώς” δε θέλουν λύσεις. Προτιμούν να διαιωνίζονται τα προβλήματα και να υπάρχει, ουσιαστικά, ακινησία στην εξωτερική πολιτική. Είναι μια άποψη που εκφράζει τον φόβο απέναντι σε κάθε λύση, ενώ ταυτόχρονα διαιωνίζονται οι εκκρεμότητες. Και αυτό διότι, ως είναι φανερό, οι λύσεις που δεν προκύπτουν από βίαιη και μάλιστα πολεμική επιβολή είναι λύσεις συμβιβασμού. Η άποψη για “μη λύση” αντιλαμβάνεται κάθε συμβιβασμό ως υποχώρηση, αν όχι και ως μια πράξη σε σαθρή βάση, ακόμα και προδοτική. Συχνά οι φορείς τέτοιων απόψεων ζουν από την εκκρεμότητα και τα προβλήματα. Από αυτά τροφοδοτείται η ίδια η πολιτική ύπαρξή τους και διασφαλίζονται εκλογικά κέρδη. Πρόκειται για μια επιλογή της απόρριψης κάθε λύσης, της ίδιας της λογικής λύσης προβλημάτων, του ίδιου του απαραίτητου σε κάθε κοινωνία πολιτισμού λύσης.
Τα πιο πάνω συναποτελούν μια θεώρηση των εθνικών μας προβλημάτων από τη σκοπιά της ακινησίας, της αδράνειας, κατά την ίδια, της ισορροπίας. Μιας ισορροπίας που στηρίζεται στην παλιά μηχανική φυσική, σύμφωνα με την οποία όλα τα πράγματα είναι καλό να ισορροπούν σε ένα σημείο ακινησίας/αδράνειας. Ας σκεφτεί κανείς το παράδειγμα του εκκρεμούς που μαθαίναμε στο σχολείο. Σήμερα ξέρουμε, χάρη στη θεωρία των συστημάτων της βιολογίας και στα μη γραμμικά μαθηματικά και την τοπολογία, από την εφαρμογή τους στη φυσική (όπως στη θεωρία του χάους, της συμπλεγματικότητας και του “δένδρου της γνώσης”), ότι η ισορροπία είναι νοητή μέσα στην κίνηση, τις αλλαγές, τις μεταμορφώσεις και τους μετασχηματισμούς. Αν αυτό δε γίνει, αν δεν υπάρξει κίνηση και αλλαγή, τότε το σύστημα, το πρόβλημα, κακοφορμίζει και παθαίνει γάγγραινα, αποσυντίθεται. Σε ένα σύστημα, δηλαδή, τα προβλήματα δεν μπορούν να παραμένουν αιώνια άλυτα και να μην υπάρξουν πάνω του επιπτώσεις και αρνητικές αλλαγές. Όπως δείχνουν τόσο το ονοματολογικό όσο και το Κυπριακό, η ακινησία μέσα στον χρόνο δεν εξυπηρετεί τα δικά μας συμφέροντα και απόψεις.
Η δεύτερη γραμμή αναρωτιέται πώς δύο διαπραγματεύσεις μπορούν να έχουν διαφορετικά αποτελέσματα. Πρόκειται για μια γραμμή που στηρίζει την υποχωρητικότητα. Προτείνει, δηλαδή, ως ενιαία πολιτική γραμμή τη σε κάθε περίπτωση υποχώρηση. ∆εν απαιτεί, όπως η πρώτη, την απόρριψη κάθε συμφωνίας, ακόμα και αν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και ενισχύει τη θέση της χώρας μακρόχρονα. Ίσα ίσα, αντίθετα. Πιστεύει ότι λύση πρέπει να βρίσκεται πάση θυσία και με οποιαδήποτε υποχώρηση. Η υποχώρηση ακόμα και πάνω σε αρχές και αξίες θεωρείται ένα ασήμαντο γεγονός, αρκεί να υπάρξει λύση και ας είναι η όποια λύση. Και ας είναι ουσιαστικά και μία μη λύση, αρκεί να μπορεί να πωληθεί και η μη λύση ως λύση. Οι φορείς αυτής της δεύτερης γραμμής δεν ενδιαφέρονται για τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της λύσης, για το ερώτημα τίνος τα συμφέροντα εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη λύση και ποιος βγαίνει και σε ποιον βαθμό κερδισμένος. Τους ενδιαφέρει να υπάρξει λύση και ό,τι να ’ναι. Η οποιαδήποτε συμφωνία θεωρείται πολύ καλύτερη λύση από τη μη λύση. Αυτή η άποψη δε με κακίζει για τη λύση του ονοματολογικού, αλλά για τη μη παράδοση της Ελλάδας σε ακραία αρνητικά σχέδια τρίτων ως προς το Κυπριακό.
Μια τέτοια άποψη αποδέχεται στην απολυτότητά της οποιαδήποτε πρόταση τρίτων, είτε αυτή έχει έστω και λίγα καλά στοιχεία είτε δεν έχει. Πιστεύει εξ ορισμού τις υποσχέσεις, τις πληροφορίες και τις αναλύσεις τρίτων. Προσπαθεί να αποδείξει σε τρίτα συμφέροντα ότι μπορούν να κερδίσουν θέσεις σε μια διαπραγμάτευση, διότι εκείνο που την ενδιαφέρει είναι η λύση για τη λύση. Αν η πρώτη στρατηγική κυριαρχείται από τη λογική της μη λύσης, η δεύτερη επιθυμεί λύσεις χωρίς λογική ως προς τα πραγματικά συμφέροντα της πατρίδας.
Η περιγραφή των δύο γραμμών είναι μια περιγραφή των ιδεατών άκρων, όπως θα λέγαμε στην τυπολογία των πολιτικών συστημάτων. Οι καταστάσεις στη ζωή σπάνια εμφανίζονται με μια τέτοια απολυτότητα. Υπάρχουν, βέβαια, ταυτόχρονα, πολλαπλές ενδιάμεσες θέσεις, πλησιέστερα προς τη μία ή την άλλη ιδεατή ακραία γραμμή. Η δική μου θέση και επιλογή ήταν διαφορετική. ∆εν είχε κριτήριο την άνευ αρχών (και όρων) υποχώρηση ή τη σε κάθε περίπτωση απόρριψη, όποια και αν είναι η δυνατότητα συμφωνίας.
Κριτήριο της τρίτης γραμμής που ακολουθώ είναι η Λογική της Λύσης και η Κουλτούρα Λύσης. Υποστηρίζει τη θέση, δηλαδή, ότι είναι δυνατή μια ουσιαστική λύση που να εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα, τα δίκαια του λαού μας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, ιδιαίτερα ως προς την ασφάλεια και σταθερότητα, συνδυασμένη με ανάπτυξη. Προκειμένου να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο, πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια. Ασφαλώς, από την άλλη, αν μια προτεινόμενη ή και διαφαινόμενη λύση δεν αντιστοιχεί σε αυτά τα κριτήρια που μόλις ανέφερα, τότε δεν μπορεί να στηριχθεί μια συμφωνία που να στηρίζεται σε μια τέτοια “λύση”.
Συμπερασματικά, ως προς το πρώτο σημείο που ήθελα να υπογραμμίσω, κριτήριο μιας διαπραγμάτευσης σε ένα εθνικό θέμα (οι Κινέζοι, που έχουν ανάλογα θέματα να τους απασχολούν, τα ονομάζουν “κεντρικά”) εξωτερικής πολιτικής δεν είναι ούτε “η περήφανη” αλλά ανόητη απόρριψη ούτε η “λύση σε κάθε περίπτωση”, δηλαδή η υποχώρηση σε κάθε κατάσταση. Κριτήριο είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση των κεντρικών ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής μας, η προώθηση των εθνικών συμφερόντων, όπως περιέγραψα παραπάνω. Ο απορριπτισμός και η υποχωρητικότητα δεν μπορούν να είναι κριτήρια μιας εξωτερικής πολιτικής. Ίσως για ακτιβιστές, αλλά προσωπικά δεν το πιστεύω ότι ακόμα και για μια τέτοια προσέγγιση αυτά τα κριτήρια μπορεί να είναι ορθά. Στα κριτήρια “απόρριψη ή δούλοι των ψευδαισθήσεων λύσης” εγώ αντιτάσσω το κριτήριο της λύσης με βάση το πατριωτικό και εθνικό/λαϊκό συμφέρον».
2. Παρόν-μέλλον και η Ιστορία
«Ένα δεύτερο ζήτημα που θα εξετάσω παραδειγματικά στο παρόν σχετικά μικρό κείμενο αφορά τη σχέση παρελθόν- μέλλον. Συνηθίζω να λέω και να πιστεύω ότι το παρελθόν είναι η Ιστορία μας, το μέλλον είναι αβέβαιο, αλλά το μέλλον θέλουμε να το επηρεάσουμε, ενώ το παρόν είναι η ζωή μας. Για την περιοχή μας ο Τσόρτσιλ είχε πει με μια δόση ειρωνείας, αλλά και αλήθειας, ότι παράγει περισσότερη Ιστορία απ’ ό,τι μπορεί να καταναλώσει. Αυτό που ξεχνά να συνυπολογίσει ήταν ότι η ιστορία των παρεμβάσεων τρίτων (και δικών του) ήταν μεγαλύτερη από τις αντοχές της περιοχής. Πέρα από αυτό, πιστεύω βαθιά σε μια προσέγγιση που στηρίζεται σε μια φράση μου με απήχηση, που έχει κάνει “διεθνή καριέρα”, σύμφωνα με την οποία “η Ιστορία πρέπει να είναι σχολείο και όχι φυλακή”.
Στο ζήτημα της Ιστορίας οι πολιτικοί έχουν δύο προδιαθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη ουδείς μπορεί να διατείνεται ότι μπορεί να αγνοεί την Ιστορία και το βάρος της. Δε δικαιούται να αφίσταται από αυτήν ή να την απορρίπτει. Να μην παρέχει ιστορική αιτιολόγηση και εξήγηση. Να φεύγει από τις νοητές, συχνά υποτιθέμενες, δεσμευτικές γραμμές της Ιστορίας. Ούτε δικαιούται να υποτιμά και να αναιρεί τη παράδοση, καθότι η “γραμμική” συνέχεια των ιστορικών γεγονότων, ακόμα και αν ήταν τραγικά, είναι παρούσα. Η αντίληψη αυτή, ένα είδος δογματικού ιστορικισμού, πιστεύει ότι επειδή κάτι δε λύθηκε στο παρελθόν, άρα είναι πρόβλημα, δε θα πρέπει και να λυθεί στο μέλλον, προκειμένου να μη χαθεί ως πρόβλημα.
Η παράδοση και η συνέχεια του προβλήματος μετασχηματίζονται σε σιδηρού κανόνα της δήθεν αναγκαιότητας της επιβίωσης του προβλήματος, πριν από όλα της λογικής της μη λύσης του. Παραλογισμός. Παγιδευμένος κανείς σε αυτό τον παραλογισμό δεν είναι σε θέση και να αντιληφθεί την εσωτερική λογική της Ιστορίας.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η άποψη που θεωρεί ότι η Ιστορία δεν έχει να παίξει σημαντικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική. Ότι πρέπει να απεγκλωβιστούμε από αυτή και να μην ασχολούμαστε μαζί της. Ότι η Ιστορία είναι μόνο παγίδα και κατά συνέπεια καλό είναι να την αποφεύγει κανείς. Να μη λαμβάνει κανείς υπόψη του τα ιστορικά γεγονότα και διδάγματα. Μια τέτοια άποψη είναι έκφραση ενός ακραίου υποκειμενισμού. Σύμφωνα με αυτήν, δε χρειάζεται να μάθει κανείς οτιδήποτε από το παρελθόν. Εξάλλου, όλα μπορούν να γίνουν όπως “εμείς θέλουμε ανά πάσα στιγμή”. Μια τέτοια θέση συνδέεται με δύο λάθη:
Πρώτο λάθος: δε λαμβάνεται υπόψη ότι ο άνθρωπος, οι πολίτες, η κοινωνία και τα κράτη βρίσκουν σε κάθε αφετηρία δράσης τους και ενώπιόν τους τα αποτελέσματα των προηγούμενων γενεών, βιολογικών ή/και πολιτικών. Επί παραδείγματι, η διαπραγμάτευση για τις Πρέσπες δεν έγινε σε εργαστήρι κενού αέρα, όπως θέλουν να υποστηρίξουν ορισμένοι. Αντίθετα, θεμελιακά ζητήματα είχαν αποκρυσταλλωθεί ή και συμφωνηθεί κατά το παρελθόν. Ένα παρελθόν που υπεισέρχεται στο παρόν αποτελεί τμήμα του. Έτσι, η άρνηση πολλαπλών θετικών προτάσεων των συμμάχων μας στην ΕΕ στα πρώτα χρόνια δημιουργίας του προβλήματος, η ίδια η Ενδιάμεση Συμφωνία (το 1995) και η ήττα το 2011 στο ∆ιεθνές Δικαστήριο της Χάγης περιόριζαν το πεδίο δικής μου δράσης στη διαπραγμάτευση. Ανάλογα και οι ανοησίες που είχαν επιτελεσθεί με το Εμπάργκο το 1994, που επέτρεψε και άνοιξε τον δρόμο στο να επιβληθεί στην Ελλάδα η Ενδιάμεση Συμφωνία. Μην ξεχνάμε –διότι κάποιοι το ξεχνούν– ότι αυτή η Συμφωνία ανακοινώθηκε από τον επιτετραμμένο της αμερικανικής πρεσβείας της Αθήνας, ούτε καν τον πρεσβευτή, και ότι ουδέποτε κυρώθηκε από το Κοινοβούλιο. Όλα αυτά και πολύ περισσότερα αποτελούσαν δεδομένα που βρήκαμε μπροστά μας και αποτελούσαν στοιχεία από το πεδίο διαπραγμάτευσης. Μπροστά μας, δηλαδή, δε βρήκαμε μόνο το Βουκουρέστι 2008. Βέβαια, ο υπερτονισμός του τελευταίου σκόπευε και στο να εξαφανίσει σε μεγάλο βαθμό τις παλαιότερες προβληματικές καταστάσεις, διαπραγματεύσεις, γεγονότα και αποτελέσματα όλων αυτών.
Θεωρώ ότι ως προς το Βουκουρέστι υπήρξαν δύο επιμέρους λάθη. Το ένα είναι ότι, ενώ δεν τέθηκε κάποιο βέτο, διότι δε χρειάστηκε, η κυβέρνηση Καραμανλή για λόγους προεκλογικού εντυπωσιασμού και ιδιαίτερα η υπουργός της των Εξωτερικών κυρία Μπακογιάννη δήλωναν δεξιά και αριστερά ότι έθεσαν βέτο. Ναι μεν το θετικό αποτέλεσμα για την ίδια την κυβέρνηση της ΝΔ ήταν να μείνει στην ψευδοϊστορία ως έχουσα θέσει βέτο, αλλά στην πραγματική Ιστορία έγινε η αιτία καταδίκης της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – καταδίκης που θα έκανε πιο βαριά τη χρήση βέτο στην επόμενη αίτηση της τότε fYROM να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Πιο ορθά, θα έφερνε την Ελλάδα την ενδεχόμενη επόμενη φορά αντιμέτωπη με την πιο αυστηρή βούληση του ∆ικαστηρίου της Χάγης. Αυτή τη φορά όχι μόνο για την παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, αλλά και για παραβίαση της ίδιας της απόφασης του ∆ικαστηρίου.
Το δεύτερο λάθος ως προς το Βουκουρέστι το έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ασφαλώς ήταν ήσσονος σημασίας σε σχέση με αυτό που ανέφερα προηγουμένως. Αλλά είχε τη σημασία του, διότι τον εγκλώβισε σε λάθος πλαίσιο. Εξηγούμαι, στο Βουκουρέστι δεν υπήρχε καμία διαπραγματευτική γραμμή ως προς τις θεματικές που αντιμετώπισε η διαπραγμάτευση για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Υπήρχε μόνο ο προσανατολισμός να μη γίνει αποδεκτή η τότε fYROM στο ΝΑΤΟ ούτε καν με την προσωρινή ονομασία της. Ανέτρεπε δηλαδή την υποχρέωση που απέρρεε από την Ενδιάμεση Συμφωνία. Σωστή και τολμηρή απόφαση του Κ. Καραμανλή. Αλλά αυτή η επιλογή που άμεσα αφορούσε το ΝΑΤΟ και μόνο δεν μπορούσε να αποτελεί από μόνη της “εθνική γραμμή” και “γραμμή Βουκουρεστίου”. Ούτε και ήταν. Επρόκειτο για μια γραμμή που δεν πήγαινε πέρα από το όνομα και την ανάγκη να λυθεί το ονοματολογικό πρόβλημα (πριν ενταχθεί η τότε fYROM στο ΝΑΤΟ). ∆εν ήταν επ’ ουδενί πρόταση λύσης του ονοματολογικού ή των παραγώγων αυτού του προβλήματος, του αλυτρω- τισμού, των προβλημάτων του χθες και του αύριο.
Στην πραγματικότητα, οι διαπραγματεύσεις του παρελθόντος είχαν αφήσει, κατά κανόνα, την επιλογή της εσωτερικής χρήσης του ονόματος στην άλλη πλευρά. Μάλιστα, τις περισσότερες φορές, αποδεχόταν η ελληνική πλευρά ότι το όνομα αυτής της χώρας θα ήταν στο εσωτερικό της είτε νέτο σκέτο “Μακεδονία” είτε “Μακεδονία (Σκόπια)”. Όλα δε τα παράγωγα θα ήταν παράγωγα του σκέτου “Μακεδονία” και κατά προέκταση δε θα διασφαλιζόταν, όπως έγινε με τις Πρέσπες, ότι οι εσωτερικοί θεσμοί, ιδρύματα, οργανισμοί θα πρότασσαν τον όρο “Βόρεια”.
Ο αναγνώστης του παρόντος βιβλίου θα έχει αντιληφθεί ότι στη χώρα ζήσαμε το αποκορύφωμα της υποκρισίας όταν μερίδα της αντιπολίτευσης ήταν κάθετα απορριπτική με τις διατυπώσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών ως προς τη γλώσσα και την ιθαγένεια στη βόρεια γείτονά μας. Και αυτό διότι οι ίδιοι είχαν αποδεχτεί τον όρο “μακεδονικό” όχι μόνο να χρησιμοποιείται περιοριστικά και με όρους (όπως πετυχημένα έγινε με τη Συμφωνία των Πρεσπών σύμφωνα με την οποία επρόκειτο για Σλάβους και σλαβική γλώσσα), αλλά σε κάθε άλλο παράγωγο και χωρίς διευκρινίσεις ότι θα επρόκειτο για “σλαβοπαράγωγο”.
∆εν είναι ο χώρος εδώ για να αναπτύξω περαιτέρω τα ιστορικά γεγονότα. Εκείνο που ήθελα να καταδείξω είναι ότι η αντίληψη ότι δεν ασχολούμαι με την Ιστορία και τα γεγονότα, παρά φτιάχνω από επιμέρους γεγονότα μια τάχα δεσμευτική γραμμή, υποτιμά και θέλει να αγνοεί ότι στη διαπραγμάτευση για τη Συμφωνία των Πρεσπών το παρελθόν ήταν παρόν και περιόριζε τις κινήσεις μας. Είναι προφανές ότι το παρελθόν δεν μπορεί να επιβάλλεται στο μέλλον. Αλλά εξίσου προφανές είναι ότι το επηρεάζει, αφού αποτελεί μέρος των αντικειμενικών συνθηκών που τα υποκείμενα, οι διαπραγματευτές, βρίσκουν μπροστά τους. ∆εύτερον, στις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα στην Πολιτική και στις ∆ιεθνείς Σχέσεις, δεν υπάρχει κάτι ανάλογο με τα εργαστήρια των φυσικών επιστημών. Ούτε μπορεί κανείς να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν τα ποντίκια και να πειραματίζεται πάνω τους. Ανάλογα, δεν μπορεί να κάνει “δοκιμαστικούς πολέμους” ακόμα και με βαρέα όπλα προκειμένου να εξετάσει τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν από έναν “σύγχρονο πόλεμο”. Με άλλα λόγια, για τις διεθνείς σχέσεις υπάρχουν δύο εργαστήρια και μόνο. Το ένα είναι η συγκριτική ανάμεσα στις διαφορετικές περιπτώσεις δρώντων υποκειμένων (όπως κράτη), σχέσεων (όπως διακρατικές) και δομών (όπως διεθνείς θεσμοί). Το άλλο είναι τα παραδείγματα μέσα από την Ιστορία και η σύγκρισή τους. Ασφαλώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν συνθετικά και οι δύο αυτές μέθοδοι (όπως συγκριτική ιστορικών γεγονότων). Θεωρητικά πρέπει να θυμόμαστε ότι η Ιστορία έχει τη δομή της και κάθε δομή έχει τη δική της ιστορία και ότι αυτά τα δύο μπορούν να συντεθούν σε ένα μοντέλο ή στρατηγική εξωτερικής πολιτικής. Παραδειγματικά, κάθε αντικείμενο διαπραγμάτευσης έχει την ιστορία του, αλλά και κάθε ιστορία διαπραγμάτευσης διαθέτει μια δική της δομή.
Από την Ιστορία πρέπει να μαθαίνουμε όχι για να εγκλωβιστούμε “στο παρελθόν το πολύ ωραίο, το ένδοξο” ή “το πολύ τραγικό”, αλλά για να έχουμε μέσα και κριτήρια να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Να μη βρεθούμε εκ νέου σε παρόμοια αδιέξοδα και να μην καταρρεύσουν οι διαπραγματεύσεις ανάλογα με τον τρόπο που κατέρρευσαν στο παρελθόν. Η Ιστορία μάς κάνει πιο σοφούς. Πιο ικανούς να αντιμετωπίσουμε παρόμοιες καταστάσεις. Να αποφύγουμε ανάλογα λάθη».
«∆ική μου πεποίθηση και πείρα είναι ότι η ζωή έχει περισσότερη φαντασία, και όσο και αν προετοιμάζεσαι για να αντιμετωπίσεις μια διαπραγμάτευση, μελετώντας άλλες διαπραγματεύσεις και Ιστορία, πάντα πάνω στο τραπέζι θα προκύψουν απρόβλεπτες καταστάσεις και νέα προβλήματα. Γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να είναι σκλάβος της Ιστορίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, όσο πιο πολύ έχει μελετήσει κανείς, σκεφτεί και αναστοχαστεί, προβληματιστεί και διδαχθεί, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητές του να αποκτήσει γρήγορα και ορθά αντανακλαστικά. Να αναζητήσει αυθόρμητα απαντήσεις από τη συνειδητή του προετοιμασία. ∆ιότι η προετοιμασία δίνει τη δυνατότητα να σκέφτεται ο νους με μεγαλύτερη ευχέρεια, εκτός προ- διαγραφών από το χθες, χάρη στη γνώση του χθες. Αρκεί να αντιμετωπίζει την Ιστορία ως σχολείο, όχι για να ανακαλύψει ένα παρόμοιο με το σήμερα χθες, αλλά για να μπορεί να αντλεί από τα βάθη του νου και του υποσυνείδητού του νέες αυθόρμητες σκέψεις με σοβαρότητα και τεκμηρίωση. Γι’ αυτό, επαναλαμβάνω, η Ιστορία είναι σχολείο και όχι φυλακή. Η γνώση της βοηθά στη λύση των προβλημάτων, δεν τα λύνει από μόνη της. Η Ιστορία είναι στατικό δεδομένο».
3. Ο γεωπολιτικός περίγυρος
«∆εν μπορεί να εφαρμόσει κανείς τη Λογική της Λύσης αν δε γνωρίζει τον περίγυρο εντός του οποίου γίνεται μια διαπραγμάτευση. Όπως είναι σωστό να παίρνει κανείς υπόψη του την Ιστορία και να καθοδηγείται από τα συμφέροντα της χώρας του, της περιοχής και των ανθρώπων της, αντίστοιχα πρέπει να γνωρίζει το περιβάλλον το γεωστρατηγικό εντός του οποίου γίνεται μια διαπραγμάτευση.
Ως προς το γεωπολιτικό περιβάλλον, αυτό μπορεί να χωριστεί στην περίπτωσή μας σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη είναι το άμεσο περιβάλλον στη ΝΑ Ευρώπη. Σε αυτό συμπεριλαμβάνω κύρια τις χώρες που έχουν άμεσα εν- διαφέροντα και σχέσεις με τη Βόρεια Μακεδονία. Αυτές είναι, κύρια, η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Σερβία, αλλά και η πολιτική οντότητα του Κοσόβου. Η δεύτερη κατηγορία κρατών αφορά το ευρύτερο περιβάλλον της Βόρειας Μακεδονίας, στο οποίο συγκαταλέγω κύρια την Τουρκία, ορισμένες χώρες της ΕΕ που είτε βρίσκονται πλησιέστερα είτε έχουν ιστορικούς δεσμούς με τη Βόρεια Μακεδονία (όπως οι άλλες πρώην δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας). Αρκετά λιγότερο αξιολογώ εδώ τον περίγυρο της Ανατολικής Μεσογείου και της ανατολικής Βορείου Μεσογείου. Τέλος, η τρίτη κατηγορία κρατών είναι εκείνη των παγκόσμιων παικτών με ισχυρό διεθνή ρόλο, όπου εδώ, πέραν της ΕΕ, εκδηλώθηκε ενδιαφέρον κύρια από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ.
Η εκτίμησή μου, εν συντομία, είναι ότι σε αυτό το περιβάλλον η Αλβανία επιθυμούσε λύση. ∆ιότι έτσι θα άνοιγε ο ευρωατλαντικός δρόμος της Βόρειας Μακεδονίας και η συνύπαρξη των Αλβανών των δύο κρατών σε αυτό. Η Βουλγαρία ήθελε, επίσης, λύση, αλλά με δικούς της όρους και ενοχλήθηκε σφόδρα που η συμφωνία που έγινε ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βόρεια Μακεδονία ήταν κατά πολύ πιο σταθερή, σε βάθος, και καταλύτης για τις σχέσεις των δύο κρατών απ’ ό,τι το Σύμφωνο Φιλίας που υιοθετήθηκε λίγο χρόνο πριν ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Βόρεια Μακεδονία. Η Σερβία δεν την πολυήθελε, αλλά αναγκάστηκε να υιοθετήσει –κάποιες στιγμές και να χαιρετίσει– τα τετελεσμένα.
Στο δεύτερο επίπεδο, όλες οι χώρες ήθελαν λύση, χωρίς να έχουν το ίδιο ενδιαφέρον όσο τα κράτη της πρώτης ομάδας. Εξαίρεση ήταν η Τουρκία, που δεν έκανε κάτι για να εμποδίσει τη λύση, αλλά δε θα έλεγα ότι ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα από αυτή την εξέλιξη. ∆ιότι δεν είναι σίγουρη αν θα μπορέσει να επηρεάζει στο μέλλον αυτή τη χώρα με τον τρόπο που θα το επιθυμούσε.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον ασφαλώς παρουσιάζει η στάση των ισχυρών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ΗΠΑ ήθελαν τη λύση, όπως και η ΕΕ, αλλά δεν ανακατεύτηκαν σε αυτήν, ως προς την ελληνική πλευρά τουλάχιστον. Αυτό που καταγράφεται ήταν η παρότρυνση προς την κοινωνία της Βόρειας Μακεδονίας να δει για το μέλλον και την προοπτική της ένταξης της χώρας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Ακόμα, ρόλο έπαιξε η εκ μέρους τους συνεχής επιβεβαίωση αυτής της προοπτικής. Από πλευράς μου πρέπει να υπογραμμίσω ότι η ελληνική θέση είχε εντελώς διαφορετικό πρόσημο και σκεπτικό από εκείνο των ισχυρών της ∆ύσης, ανεξάρτητα του αν κατέληγε στο ίδιο πρακτικό συμπέρασμα.
Η Βόρεια Μακεδονία ήθελε να γίνει μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αυτή η προδιάθεση καταγραφόταν στη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της, ανεξαρτήτως αν ανήκουν στο σλαβομακεδονικό στοιχείο ή στο αλβανικό ή σε κάποιο τρίτο. Κατά συνέπεια, δεν είναι η Ελλάδα που έσπρωχνε αυτή τη χώρα στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, αλλά η θέληση του λαού της. Η Ελλάδα έκανε κάτι διαφορετικό. Προσπάθησε να αξιοποιήσει αυτή τη θέληση προκειμένου να πάρει όσο το δυνατόν καλύτερη συμφωνία.
∆ε δημιούργησε ούτε επέβαλε αυτή τη θέληση, αλλά την αξιοποίησε προκειμένου να λύσει ένα πολυχρόνιο εθνικό της αίτημα. Οι δυτικοί σύμμαχοι δεν ασχολήθηκαν με τον τρόπο αξιοποίησης αυτής της θέλησης από την Ελλάδα. Ασφαλώς, ήταν ευχαριστημένοι που λύθηκε το ονοματολογικό, διότι η Ελλάδα δε θα έθετε πλέον εμπόδια στην ένταξη της fYROM/Βόρειας Μακεδονίας, αφού πήρε αυτό που ήθελε: αλλαγή του ονόματος, για πάσα διεθνή, διακρατική και εσωτερική χρήση (erga omnes) με συνταγματική κατοχύρωση. Η Βόρεια Μακεδονία και η Ελλάδα είναι οι κερδισμένοι αυτής της διαπραγμάτευσης, διότι συνήφθη μια συμφωνία με την οποία μπορούν να προχωρήσουν, τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και έναντι τρίτων, καθώς και να στηρίξουν την ειρήνη στην περιοχή ενάντια σε ακραίους εθνικισμούς. ∆ιότι το πέτυχαν αυτό ενάντια στις δυνάμεις της αδράνειας και του εθνικισμού. Οι ΗΠΑ είναι ικανοποιημένες, διότι με τη Συμφωνία ξεπεράστηκαν εμπόδια ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Ακριβώς, όμως, αυτή η άρση των εμποδίων ενόχλησε σφόδρα τους Ρώσους, και όχι ασφαλώς, έτσι ελπίζω, το γεγονός η Ελλάδα έλυσε ένα εθνικό της πρόβλημα.
Ας διατυπώσω τις παραπάνω εκτιμήσεις διαφορετικά, από μια άλλη οπτική. Η λύση του ονοματολογικού έχει πολλά παράδοξα αποτελέσματα. Αντικειμενικά, είναι ένα εθνικό ζήτημα ανάμεσα σε δύο χώρες. Η λύση του, όμως, απομπλέκει τη δυνατότητα η δεύτερη χώρα να προωθήσει ανάμεσα στα άλλα την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα δεν επιδιώκει σε πρώτο βαθμό κάτι τέτοιο. Την ενδιαφέρει η λύση του ονοματολογικού τόσο γιατί έτσι τελειώνει με μια υπόθεση σπατάλης πόρων και φαιάς ουσίας, αλλά και διπλωματικής αντιπαράθεσης, όσο και γιατί από πλευράς της απελευθερώνεται για να παίξει σημαντικότερο ρόλο στην περιοχή και γενικότερα. Να παίξει τον ρόλο της σχετικά μεγάλης δύναμης στα Βαλκάνια.
Η Ρωσία, όμως, που δε θέλει την ένταξη κρατών, ιδιαίτερα αυτής της περιοχής, στο ΝΑΤΟ, δυσανασχετεί από τη λύση, καθότι απελευθερώνει τη Βόρεια Μακεδονία από τα εμπόδια για μια τέτοια ένταξη. Γι’ αυτό προσπάθησε να παρεμποδίσει τη λύση του ονοματολογικού που εξυπηρετεί τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. ∆ηλαδή, ως προς το ονοματολογικό, υπάρχει μια αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα σε Βόρεια Μακεδονία και Ρωσία ως προς το ΝΑΤΟ, καθώς και ανάμεσα σε Ελλάδα και Ρωσία ως προς τη λύση του ονοματολογικού.
Αυτόν τον διαχωρισμό ως προς το είδος των συμπτώσεων και διαφορών σκόπιμα ορισμένοι δεν τον έκαναν. Αντίθετα, κατέβαλαν πολλαπλές προσπάθειες με τους θεσμούς που έχουν επιρροή στην Ελλάδα, αλλά και με πολιτικά πρόσωπα που άμεσα τους εξυπηρετούν με τον τρόπο τους στο να εμποδίσουν και να παρερμηνεύσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών και να κάνουν προσωπικά σε εμένα σταθερό πόλεμο εκτέλεσης της προσωπικότητάς μου (character assassination είναι στη διεθνή επιστημονική ορολογία). Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι κάποιοι είχαν συμβόλαιο σε βάρος μου, αλλά και να μου το έλεγαν δε θα ήθελα να το πιστέψω.
Σε αυτό το πλαίσιο, ως προς τη γεωπολιτική πτυχή υπήρξαν τρεις στάσεις. Πρώτον, εκείνοι που έλεγαν ότι πρέπει να μην προχωρήσει η λύση στο ονοματολογικό διότι θα χάσουμε τη στήριξη τρίτων που δε συμπίπτουν σε αυτό το ζήτημα με τα δικά μας συμφέροντα. Ότι, δηλαδή, η δυσθυμία τρίτων είναι σημαντικότερο ζήτημα από τη λύση ενός χρονίζοντος εθνικού ζητήματος. Με άλλα λόγια, η άποψη αυτή δεν έχει ως κριτήριο τα εθνικά μας συμφέροντα, αλλά ποιον ενοχλεί και ποιον όχι η διεκδίκηση και η επιβολή τους. Η πρώτη γραμμή, λοιπόν, υποστηρίζει ουσιαστικά ότι πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας με τέτοιον τρόπο το γεωπολιτικό περιβάλλον ώστε να παραιτούμαστε όταν “χρειάζεται” από το εθνικό μας συμφέρον.
Η δεύτερη γραμμή ως προς τη γεωπολιτική είναι να αδιαφορούμε για οτιδήποτε λέγεται από τρίτους. Αυτό είναι, επίσης, λάθος, όπως και η προηγούμενη θέση. ∆ιότι μας οδηγεί σε αδιαφορία έναντι σε ό,τι δε μας αρέσει. Όμως, στη γεωπολιτική δεν επιλέγουμε φίλους με τους οποίους θα πάμε σε ταβέρνα και, αν δε θέλουν εκείνοι να βγουν, εμείς θα ήταν κουτό να μην κάνουμε βραδινή έξοδο. Αντίθετα, το περιβάλλον πρέπει να το λαμβάνουμε υπόψη μας, χωρίς, όμως, να υποτασσόμαστε σε αυτό, ιδιαίτερα όταν αυτό είναι η μειοψηφική άποψη. Από αυτή τη σκοπιά, ας μην ξεχνάμε ότι η Ρωσία είναι μία από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την τότε fYROM ως “∆ημοκρατία της Μακεδονίας”. Ευθέως, χωρίς υποκρισία. Η δεύτερη γραμμή, λοιπόν, υποστηρίζει ότι πρέπει να αδιαφορούμε για το γεωπολιτικό περιβάλλον, ανεξάρτητα αν αυτό επηρεάζει και πόσο επηρεάζει την υλοποίηση των εθνικών συμφερόντων, και αυτό στο όνομα των συμφερόντων! Ο τέλειος παραλογισμός: αδιαφορία για ό,τι μας αφορά και ενδιαφέρει…
Η τρίτη γραμμή, αυτή που ακολούθησα, λέει ότι πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας το γεωπολιτικό περιβάλλον. Όχι, όμως, προκειμένου να παραιτηθούμε από τα εθνικά μας συμφέροντα, αλλά για να προσδιορίσουμε τη στρατηγική και τακτική μας ως προς τον καλύτερο τρόπο για την υλοποίησή αυτών ακριβώς των συμφερόντων. Η υλοποίηση των εθνικών συμφερόντων δε γίνεται εν κενώ και κατά προέκταση δεν μπορεί να προωθηθεί χωρίς να γνωρίζουμε και να λαμβάνουμε υπόψη τον περίγυρο και τα συμφέροντά του. Όχι, όμως, για να υποταχθούμε σε αυτόν και σε αυτά».