Οι επόμενες διπλωματικές ενέργειες είναι αυτές που θα κρίνουν την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, τόνισε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Καλογήρου, ο οποίος χαρακτήρισε «αποφασιστική ενέργεια άσκησης κοινοβουλευτικής διπλωματίας και εργαλείο για τους εκπροσώπους του ελληνικού Κοινοβουλίου στις διεθνείς συναντήσεις και στα διεθνή φόρα» την Έκθεση της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα, που συζητεί σήμερα η Ολομέλεια.
Όπως υπογράμμισε ο κ. Καλογήρου, το πόρισμα αυτό αποτελεί όμως και ένα ενιαίο εργαλείο διεκδίκησης σε κοινή γραμμή για την ίδια την ελληνική κυβέρνηση, ασχολείται με τα τέσσερα μεγάλα ζητήματα: τις πολεμικές επανορθώσεις για τη διάλυση των υποδομών, το κατοχικό δάνειο, τις αποζημιώσεις των θυμάτων και τους αρχαιολογικούς θησαυρούς.
Παρότι ο υπουργός Δικαιοσύνης δέχθηκε ότι «μείναμε πίσω ως προς την επικαιροποίηση των απαραίτητων στοιχείων που αφορούν στα θύματα και τις ζημιές», παρατήρησε ότι «αυτός ο κομματικός διαγκωνισμός και ο αντιπολιτευτικός οίστρος δεν χωράει στη σημερινή συζήτηση και αξιολογείται».
Εξάλλου, ο υπουργός Δικαιοσύνης τόνισε ότι το θέμα είναι και οι «ιδιωτικές» απαιτήσεις των μαρτυρικών χωριών να ενταχθούν στη συνολική κυβερνητική στρατηγική και – όπως προσέθεσε – στόχος δεν μπορεί να είναι απρόσφορες απόπειρες ή αλυσιτελείς δικονομικές παρεμβάσεις με δεδομένες τις αποφάσεις του ΑΕΔ και της Χάγης για την ετεροδικία. «Ο στόχος πρέπει να είναι να προσέλθει η Γερμανία στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και για το σύνολο των εκκρεμών νομικών ζητημάτων και υποθέσεων» και αφού επισήμανε ότι κρατάμε ένα ισχυρό νομικό οπλοστάσιο και την ιστορική δικαίωση, έθεσε το ερώτημα: «Κρατάμε την πολιτική συναίνεση ώστε να ενεργήσουμε;»
Ο κ. Καλογήρου ανέφερε εξάλλου ότι στη δίνη μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που οδήγησε τη χώρα στην επιβολή προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής το ζήτημα των αποζημιώσεων, των επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου επιχειρήθηκε να αναγνωσθεί ως δήθεν εργαλείο διαπραγματευτικής πίεσης, κάτι τέτοιο όμως – είπε – θα ήταν ηθικά αφόρητο και ιστορικά μικροπρεπές και σωστά σήμερα γίνεται η συζήτηση αυτή, χωρίς επιπόλαιους συμψηφισμούς.