Την ανάγκη να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό πρόβλημα ως ένα εθνικό ζήτημα υψηλής προτεραιότητας, υπογράμμισε η βουλευτής Α΄ Αθηνών και πρώην υπουργός, Όλγα Κεφαλογιάννη, σε ειδική εκδήλωση που διοργάνωσε με θέμα «Δημογραφικό ζήτημα-brain drain-πολιτικές στήριξης της ελληνικής οικογένειας. Οι μεγάλες προκλήσεις για την επόμενη δεκαετία».
Περιγράφοντας το πρόβλημα ανέφερε ότι δεν είναι μόνο ελληνικό καθώς η Ευρώπη γερνάει, και δεν είναι καινούργιο. Για τη χώρα μας όμως δυστυχώς, τα πράγματα επιδεινώνονται λόγω της οικονομικής κρίσης που συνοδεύτηκε από τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Εξήγησε ότι «σήμερα, η Ελλάδα έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας σε όλη την ΕΕ. Κάθε ζευγάρι Ελλήνων αποκτά, κατά μέσο όρο, μόλις 1,3 παιδιά, έναντι 1,6 που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, τη στιγμή που για να μη μειώνεται ο πληθυσμός, ο μέσος όρος παιδιών που πρέπει να αποκτά ένα ζευγάρι, ανέρχεται στο 2,1. Σε αυτή την δυσοίωνη πραγματικότητα, η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει τη φυγή 400.000 νέων Ελλήνων, υψηλού μορφωτικού επιπέδου που αναζήτησαν την κοινωνική, οικονομική και επιστημονική τους πρόοδο έξω από την Πατρίδα.
Η κ. Κεφαλογιάννη άσκησε σκληρή κριτική στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι «τα τελευταία τέσσερα χρόνια διαμορφώθηκε μία πραγματικότητα στην οποία συρρικνώνονται διαρκώς αξίες, κανόνες και θεσμοί, όπως είναι η οικογένεια, το κράτος, η εκπαίδευση, η οικονομία. Ιδιαίτερα η ελληνική οικογένεια έχει υποστεί σοβαρούς κλυδωνισμούς σε συνθήκες παρατεταμένης, εξαντλητικής οικονομικής αντιξοότητας. Γιατί σε αυτή την τετραετία, σαρώθηκαν τα πάντα…ο πολιτικός αμοραλισμός μετέτρεψε την οικονομική κρίση σε κρίση αξιών. Σε εθνικό μαρασμό».
Η αναγκαία απάντηση είπε η κ. Όλγα Κεφαλογιάννη είναι η στάση πολιτικής ευθύνης «με θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών, με επαναπροσδιορισμό του κοινωνικού κράτους δικαίου, με βάση τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αρχές, ως αρωγού και αξιόπιστου προστάτη του πολίτη, σε όλους τους τομείς της ζωής του. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε το brain drain με ολιγόμηνες συμβάσεις στο Δημόσιο, με διορισμούς ημετέρων και επιδοματικές πολιτικές. Με Πανεπιστήμια – ομήρους της ασυδοσίας των ολίγων.
Σε όλο το φάσμα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, μόνο οι βαθιές, φιλελεύθερες, δίκαιες μεταρρυθμιστικές τομές, μπορούν να άρουν το δημοσιονομικό και θεσμικό αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα.
Ακολούθως αναφέρθηκε στις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας λέγοντας ότι κατ αρχήν η χώρα χρειάζεται μια συγκροτημένη στρατηγική προσέλκυσης επενδύσεων, σε συνθήκες σταθερού, ευνοϊκού φορολογικού περιβάλλοντος και πρόσθεσε: «Με στόχο λοιπόν, τη διεύρυνση της αγοράς εργασίας, την προστασία της οικογένειας, τη μείωση του βάρους απόκτησης παιδιού, τη στήριξη των εργαζόμενων γονέων, και κυρίως των γυναικών, την ανάσχεση του brain drain, και βέβαια την ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, μέσω ενός σύγχρονου ασφαλιστικού συστήματος …Η Νέα Δημοκρατία πρόκειται να λάβει άμεσα και δραστικά μέτρα όπως :
– Ενίσχυση με 2.000 ευρώ για κάθε νέο παιδί που θα γεννιέται στην Ελλάδα.
– Αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί.
– Υπαγωγή όλων των ειδών πρώτης ανάγκης, μετά τη γέννηση κάθε παιδιού, στον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ.
– Μέριμνα ώστε όλα τα παιδιά να έχουν πρόσβαση σε εκπαιδευτήρια προσχολικής αγωγής, με σταδιακή εφαρμογή διετούς υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης.
Ειδικά για την ενίσχυση της μητρότητας, ανέφερε:
– Ελεύθερη επιλογή της γυναίκας να καθορίσει τον χρόνο της άδειας εγκυμοσύνης και λοχείας.
– Αύξηση της άδειας για τις μονογονεϊκές οικογένειες που αντιμετωπίζουν πρόσθετα προβλήματα και χρήζουν περαιτέρω κοινωνικής προστασίας.
– Επέκταση της προστασίας από την απόλυση στους 24 μήνες αντί των 18 μετά τον τοκετό.
– Προστασία των τριτέκνων και πολυτέκνων οικογενειών με επαναφορά των ποσών και των προνομίων που αυτή η κυβέρνηση περιέκοψε.
Κλείνοντας υπογράμμισε ότι «όλα τα μέτρα θα τεθούν σε εφαρμογή στο πλαίσιο ενός γενικότερου αναπτυξιακού σχεδιασμού. Αλλά και σε συνδυασμό με ένα σύγχρονο, αποτελεσματικό και δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα, στο οποίο θα εντάσσονται όλοι οι εργαζόμενοι. Διότι δεν μπορούμε να συζητούμε για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, χωρίς ένα ρεαλιστικό σχέδιο για το ασφαλιστικό σύστημα. Ο εκσυγχρονισμός του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα είναι μία ακόμα κρίσιμη εθνική πρόκληση, που σχετίζεται με τη βιωσιμότητα των παροχών υγείας και ασφάλισης στους Έλληνες πολίτες».