«Οι ευρωεκλογές δεν είναι ούτε ένα δημοψήφισμα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, ούτε ανάμεσα στον κ. Μητσοτάκη και τον κ. Τσίπρα, αλλά είναι μία αυτόνομη σημαντική απόφαση που πρέπει να πάρουμε», δήλωσε ο πρώην υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής και υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Γιάννης Μουζάλας, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού- Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM», σχετικά με το διακύβευμα των ευρωεκλογών.
«Aυτό που έχει σημασία είναι να θυμόμαστε ότι έχουν μια απίστευτα μεγάλη αυτόνομη αξία οι ευρωεκλογές. Να θυμόμαστε επίσης ότι, μπορεί να μην θέλεις να ψηφίσεις Βέμπερ, αλλά μπορεί τελικά να ψηφίσεις Βέμπερ και αυτό πρέπει να το αποφύγεις, δεν πρέπει να παρασυρθείς στο ό,τι είναι ένα δημοψήφισμα ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα», ανέφερε ο κ. Μουζάλας, εξηγώντας ότι «ο κ. Βέμπερ στη μετανάστευση ήθελε όλοι οι μετανάστες να μένουν στις χώρες υποδοχής -στην Ελλάδα και στην Ιταλία- δεν ήθελε κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, ήταν αντίθετος με την αλληλεγγύη που είναι νομικός πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κ. Βέμπερ ήταν υπέρ του Brexit, ο κ. Βέμπερ τώρα δεν θέλει την ευρωπαϊκή ένταξη, κόβει την προοπτική της ευρωπαϊκής ένταξης στην Τουρκία, που είναι αντίθετο με τις εθνικές μας θέσεις».
Αναφερόμενος στην άνοδο των ακραίων φωνών στην Ευρώπη ο κ. Μουζάλας παρατήρησε ότι: «Τα τελευταία χρόνια, υπήρξε μια ανασυγκρότηση της άκρας δεξιάς και μία μεγάλη αύξησή της, είτε αυτή εκφράζεται αμιγώς ως άκρα δεξιά, αλλά επίσης υπήρξε ένα φαινόμενο ενσωμάτωσης της ακροδεξιάς μέσα στην παραδοσιακή δεξιά και ακόμα πιο θλιβερό είναι το γεγονός του ότι η παραδοσιακή δεξιά σε πολλές χώρες της Ευρώπης -φοβάμαι και στη δική μας- ενσωμάτωσε ένα μέρος του λόγου της ακροδεξιάς μέσα στον δικό της λόγο κι αυτό είναι ακόμα πιο επικίνδυνο, γιατί νομιμοποιεί τον ακροδεξιό λόγο, δημιουργεί κοινωνική ένταση και κοινωνικά προβλήματα, τα οποία θα είναι δύσκολο να ξεπεραστούν».
Για τις αιτίες της ανόδου της ακροδεξιάς εκτίμησε ότι «ο τρόπος λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι άμοιρος ευθυνών γι’ αυτό το φαινόμενο, το αντίθετο, έχει τεράστια συμβολή στη γέννηση και στην ανάπτυξη αυτού του φαινομένου, ακριβώς γιατί μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια επεδίωξε και πέτυχε να εφαρμόσει -εγώ το αποκαλώ νεοφιλελευθερισμό- μία πολιτική σκληρής λιτότητας, μία πολιτική πτώσης των εισοδημάτων, διάλυσης του κοινωνικού κράτους, έλλειψης δημοκρατίας σε θεσμούς και φαινόμενα -το Eurogroup είναι ένα από αυτά- δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτούργησε χωρίς να λογοδοτεί πρακτικά στους λαούς που εκπροσωπεί, αυθαιρετώντας σε μέτρα που πήρε και στέρησε από αυτούς τους λαούς αυτό για το οποίο ήταν περήφανοι για την Ευρωπαϊκή Ένωση».
«Πρέπει να ανασχεθεί αυτό το φαινόμενο», υπογράμμισε, εξηγώντας ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει και το έχει δουλέψει δύο χρόνια τώρα στην Ευρώπη αυτό το πράγμα, ένα προοδευτικό μέτωπο, μία προοδευτική συμμαχία, με τους σοσιαλδημοκράτες -που έστω και τώρα είδανε ότι η ταύτισή τους με τη λιτότητα, με τις μονοπωλιακές πολιτικές οδηγεί και αυτούς και την Ευρώπη στον κρημνό-τους πράσινους οι οποίοι βλέπουν κι αυτοί μια αναγκαιότητα συμμαχίας».
«Επομένως», συνέχισε ο υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, «χτίζεται -με δυσκολίες είναι αλήθεια- ένα μέτωπο ανάσχεσης του φαινομένου το οποίο θέλει μια άλλη Ευρώπη, δεν θέλει την Ευρώπη όπως ήτανε» και «η προσωπική μου άποψη είναι ότι αυτή η άλλη Ευρώπη δεν χτίζεται μόνο με οραματικούς λόγους, χρειάζεται να έχει το όραμά της, αλλά χτίζεται με μικρές πρακτικές, εφαρμόσιμες προτάσεις, που αυτό το μπλοκ συμμάχων πρέπει να κάνει».
Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του μεταναστευτικού από την Ευρωπαϊκή Ένωση ο κ. Μουζάλας επεσήμανε: «Μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια το αφήγημα της μετανάστευσης και το πώς αυτό ξετυλίχθηκε, μας περιγράφει πάρα πολύ καλά τι θα έπρεπε να είναι η Ευρώπη και τι δεν θα έπρεπε να είναι. Όταν ξεκίνησε το μεγάλο κύμα μετανάστευσης, τον Αύγουστο του 2015, για τρεις-τέσσερις μήνες περίπου το κάθε κράτος προσπαθούσε να πάρει τα δικά του μέτρα, έβαζε εμπόδια στο άλλο κράτος, κατηγορούσε ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί κατηγορούσαν την Ελλάδα και την Ιταλία, δεν υπήρχε ευρωπαϊκή πολιτική, υπήρχε γερμανική πολιτική, γαλλική πολιτική, φινλανδική πολιτική, ελληνική πολιτική, ιταλική πολιτική. Σε εκείνη τη φάση, ο κ. Γιούνκερ, ένας δημοκράτης δεξιός -επιστρέψτε μου να πω εδώ ότι από τον κ. Γιούνκερ στον κ. Βέμπερ είναι ένα σκάνδαλο αυτό- μπόρεσε και συγκρότησε μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική η οποία έλεγε αλληλεγγύη, έλεγχο των ροών, καταγραφή και επιστροφές και μετεγκατάσταση. Εμείς σε εκείνη τη φάση μπορέσαμε και μετεγκαταστήσαμε από την Ελλάδα στην Ευρώπη περίπου 40-45 χιλιάδες ανθρώπους. Κάναμε 7-8 χιλιάδες επανενώσεις οικογενειών και κάναμε και 7-8 χιλιάδες οικειοθελείς επιστροφές. Αυτοί όλοι είναι πάνω από 80 χιλιάδες άνθρωποι, 80 χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι αν δεν υπήρχε κοινή ευρωπαϊκή πολιτική θα μένανε στην Ελλάδα, είναι άλλα 100 camp 80 χιλιάδες άνθρωποι. Και υπεγράφη βέβαια η δήλωση Ευρώπης-Τουρκίας η οποία ανέσχεσε τις ροές αμέσως».
«Υπήρξε και η φάση λοιπόν που βρέθηκε μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, που είχε τις συνθήκες της αλληλεγγύης μέσα, που είχε και ανθρωπιστικά χαρακτηριστικά και το πρόβλημα έδειχνε ότι άρχισε να αντιμετωπίζεται», σημείωσε ο κ. Μουζάλας, παρατηρώντας, όμως, ότι «μετά μέσα από την άνοδο, μέσα από την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού και την άνοδο της ακροδεξιάς, ξαναπέσαμε σε εθνικιστικές πολιτικές, καταργήθηκε η ευρωπαϊκή πολιτική και πάλι το μεταναστευτικό είναι πρόβλημα».