«Το συνολικό ποσό της λίστας Λαγκάρντ ήταν 2 δισ. δολάρια και περίπου τα μισά από αυτά τα χρήματα ανήκαν σε 20 καταθέτες. Πολλοί ήταν κενοί λογαριασμοί. Οι πρώτοι 20 λογαριασμοί είναι τα μισά από τα χρήματα. Κοντά στο 1 δισ. δολάρια», υποστήριξε ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου.
Μιλώντας στην εκπομπή της Έλλης Στάη «Net Week», ο πρώην υπουργός Οικονομικών αναφορικά με το γιατί παρέκαμψε την διαδικασία πρωτοκόλλησης σχολίασε: «Έπρεπε αρχικά να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Ήταν απόρρητα τα στοιχεία, δεν μπορούσε να πρωτοκολληθεί, να επισημοποιηθεί».
«Έχω ένα φόβο γενικών διαρροών και έχω ένα ζήτημα ότι ξεκινάμε μία διαπραγμάτευση με τους Ελβετούς. Πως θα διαπραγματευόμουν μία συμφωνία και να γνωρίζει η ελβετίδα υπουργός Οικονομικών ότι τα στοιχεία αυτά έχουν κλαπεί από τις γαλλικές αρχές», υπογράμμισε.
«Γνωρίζω και μου επιβεβαιώνεται αργότερα ότι ένα τέτοιο αρχείο είναι προφανές ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση φορολόγησης. Επίσης, δεν μπορεί να υπάρξει δικαστική συνδρομή. Αυτό που μπορούσε να γίνει βάση για έρευνα για συγκεκριμένους ανθρώπους. Και αυτό ζήτησα να κάνει ο κ. Καπελέρης. Να ερευνήσει 20 ονόματα».
Ερωτηθείς για το εάν υπήρχαν πολιτικά πρόσωπα που ενδεχομένως θα «έβαζαν φωτιά» στο πολιτικό σκηνικό της χώρας ο κ. Παπακωνσταντίνου απάντησε: «Δεν είδα τα ονόματα της λίστας. Ήταν ένας τρόπος αυτοπροστασίας. Δεν μπορούσα να κοιτάω 2.000 ονόματα. Έχω αποδώσει σε έναν από τους συνεργάτη μου να κάνει μία τεχνική δουλειά. Βρίσκει τους 20 καταθέτες και μου δίνει πίσω το CD.
«Εάν δώσεις 2.000 ονόματα θα διαρρεύσουν. Πριν από μερικές εβδομάδες είδαμε φωτοτυπίες αυτών οι οποίοι τα τελευταία 3 χρόνια έχουν βγάλει χρήματα έξω. Η διαρροή είναι ένας από τους φόβους που ζούμε», είπε.
«Η επιλεκτικότητα των 20 ονομάτων έγινε βάσει του ύψους των καταθέσεων. Οι συνεργάτες μου είπαν ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι υπάρχει φοροδιαφυγή», διευκρίνισε.