Νομικοί προβληματισμοί και ερωτηματικά γύρω από τη «λίστα Λαγκάρντ» και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, έχουν τεθεί τόσο στον δικαστικό κόσμο, όσο και στον πολιτικό και νομικό. Οι συγκεκριμένοι προβληματισμοί, από όπου και αν προέρχονται, παρουσιάζουν ρευστότητα, καθώς ανάλογα με τη νομική έκφανση, που θα υπάρξει σε κάθε περίπτωση, θα δρομολογηθούν και οι εξελίξεις σε πολιτικό και σε δικαστικό στάδιο.
Σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, το πρώτο κυρίαρχο ζήτημα, που χρήζει λύσης είναι αν μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 (υπήρξε, ή όχι, τακτική σύνοδος της Βουλής;), έχει επέλθει παραγραφή των όποιων πιθανών αδικημάτων διαπραχθέντων από πολιτικά πρόσωπα (υπουργούς, υφυπουργούς, κ.λπ.). Οι νομικές απόψεις διίστανται ως προς το ζήτημα αυτό και είναι άγνωστο τελικά ποια άποψη θα επικρατήσει. Όμως, όποια άποψη και αν επικρατήσει, τον τελικό λόγο θα έχει και πάλι η Δικαιοσύνη.
Δεύτερο θέμα που πλανάται πάνω από τον νομικό κόσμο και αναζητά λύση είναι εάν η επίμαχη λίστα αποτελεί νόμιμο, ή όχι, αποδεικτικό υλικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον δικαστηρίου. Και αυτό, γιατί υποστηρίζεται ότι είναι παράνομο αποδεικτικό υλικό, καθώς δεν αποκτήθηκε με νόμιμο τρόπο, αλλά είναι προϊόν υποκλοπής. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την τελευταία άποψη, δεν μπορεί να στηριχθεί κατηγορία πάνω σε προϊόν υποκλοπής.
Επίσης, τίθεται θέμα αν είναι νόμιμος ο τρόπος με τον οποίο έφτασε στην Ελλάδα, την πρώτη φορά, η επίμαχη λίστα. Δηλαδή, αν ήρθε στη χώρα με τη νόμιμη διαδικασία (σσ. ως επίσημο κρατικό έγγραφο, μέσω διπλωματικού σάκου και με καταγραφή του εγγράφου στο πρωτόκολλο τόσο του υπουργείου Εξωτερικών όσο και του υπουργείου Οικονομικών) ή αν στάλθηκε (και από ποιον και γιατί) εκτός της επίμαχης επίσημης διαδικασίας με «κούριερ» σε συγκεκριμένο πρόσωπο στο ελληνικό υπουργείο Οικονομικών και αν ναι, ποιο είναι αυτό. Αν όντως στάλθηκε με «κούριερ», γιατί έγινε η επιλογή αυτού του τρόπου, για ποιον λόγο και ποιος ζήτησε αυτόν τον τρόπο αποστολής, αλλά και ποιος την έστειλε.
Η διαφοροποίηση (σσ. νόθευση) της «λίστας Λαγκάρντ» είναι δεδομένη, σύμφωνα με τους δύο οικονομικούς εισαγγελείς Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρο Μουζακίτη. Όμως, πλέον του μεγάλου ερωτηματικού από ποιον, ή από ποιους, έγινε η αλλοίωση, προκύπτει και άλλο ερώτημα: η νόθευση έγινε από υπουργό «κατά την άσκηση-εκτέλεση των καθηκόντων του» ή όχι; Στην περίπτωση, που κριθεί ότι πράγματι έγινε η νόθευση «κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπουργού», τότε η υπόθεση οδηγείται στο Ειδικό Δικαστήριο. Αντίθετα, αν κριθεί ότι η νόθευση έγινε «επ΄ευκαιρία των καθηκόντων του», η υπόθεση οδηγείται στα ποινικά δικαστήρια.
Σε ορισμένα δικηγορικά γραφεία, εξάλλου, πλανάται η άποψη ότι δεν ήταν νόμιμο το άνοιγμα της επίμαχης λίστας, όταν έφτασε στην Ελλάδα τη δεύτερη φορά. Αυτό επειδή δεν τηρήθηκαν «οι κωδικοί ασφαλείας», που προβλέπονται. Με άλλα λόγια, κατά το άνοιγμα της επίμαχης λίστας δεν ήταν παρών εκπρόσωπος της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας.
Ωστόσο, άλλοι νομικοί υποστηρίζουν ότι η «λίστα Λαγκάρντ» δεν «άνοιξε» στην Ελλάδα, αλλά στη Γαλλία, από τους αρμόδιους του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών και παρουσία Ελλήνων εκπροσώπων των δικαστικών Αρχών και του ΣΔΟΕ. Μάλιστα, προσθέτουν, ότι οι Γάλλοι έκαναν και σχετική παρουσίαση της λίστας στην ελληνική αντιπροσωπεία.
Χαρακτηριστικό είναι ότι σήμερα το πρωί υπήρξε έντονη φημολογία ότι ο προϊστάμενος της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, Μανώλης Σφακιανάκης, θα επισκεπτόταν για το θέμα τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Τέντε, κάτι που όμως δεν έγινε.
Σύμφωνα με τους δύο Οικονομικούς εισαγγελείς, από την επίμαχη λίστα διαγράφηκαν τέσσερα ονόματα συγγενών του πρώην υπουργού Οικονομικών, Γ. Παπακωνσταντίνου, συγγενείς οι οποίοι διατηρούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς σε ελβετική τράπεζα.
Από το αν θα αντιμετωπίσουν, ή όχι, κατηγορίες οι συγγενείς του κ. Παπακωνσταντίνου και αν τα χρήματα αυτά έχουν νόμιμα αποκτηθεί και φορολογηθεί στην Ελλάδα, καθώς και αν τα χρήματα εξήλθαν από την Ελλάδα με νόμιμες διαδικασίες, εξαρτάται και η δικαστική «τύχη» του πρώην υπουργού Οικονομικών.
Αυτό επειδή, αν αποδειχθεί ότι θα χρήματα που εξήγαγαν από τη χώρα οι συγγενείς του κ. Παπακωσταντίνου είναι προϊόν φοροδιαφυγής και άγνωστης προέλευσης και συγκροτούνται στο πρόσωπό τους τα αδικήματα του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, της φοροδιαφυγής, κ.λπ., τότε ο πρώην υπουργός θα είναι αντιμέτωπος με τα αδικήματα της συνέργειας σε φοροδιαφυγή και σε ξέπλυμα βρώμικού χρήματος.
Τη ίδια στιγμή, οι πρόσφατες συνεντεύξεις του κ. Παπακωνστατίνου σε Μέσα Ενημέρωσης, κατά τις οποίες υποστήριξε ότι γνωρίζει τα πρόσωπα, που νόθευσαν την επίμαχη λίστα, δρομολόγησαν νέα νομικά σενάρια, που είχαν σαν αποτέλεσμα σήμερα το μεσημέρι ο πρώην υπουργός σε blogs, να αναδιπλωθεί δηλώνοντας ότι υποψιάζεται ποιος νόθευσε τη λίστα.
Τα σενάρια αυτά ανέφεραν ότι ο κ. Παπακωνστατίνου οφείλει, εφόσον γνωρίζει, να ανακοινώσει ποιος διέπραξε την αξιόποινη πράξη της νόθευσης και να σπεύσει να ενημερώσει τον αρμόδιο Εισαγγελέα, ώστε να καταστεί δυνατή η δίωξη του δράστη. Σε αντίθετη περίπτωση, ο πρώην υπουργός Οικονομικών διαπράττει το αυτόφωρο αδίκημα της υπόθαλψης εγκληματία, σύμφωνα με το άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα (σσ. προβλέπεται φυλάκισης έως τριών ετών).
Νομικά ερωτηματικά, όμως, ανακύπτουν και ως προς τα λοιπά 2.062 πρόσωπα, που αναφέρονται στην επίμαχη λίστα και έχουν να κάνουν με το ποιες κατηγορίες μπορεί να τους αποδοθούν. Η απάντηση δεν μπορεί να αφορά συλλήβδην και τα 2.062 πρόσωπα, σημειώνουν νομικοί κύκλοι. Κι αυτό γιατί εξαρτάται κατά περίπτωση, αν τα χρήματα αυτά έχουν αποκτηθεί νόμιμα και φορολογηθεί στην Ελλάδα, αν δεν έχουν δηλωθεί καθόλου στις φορολογικές δηλώσεις, αν η προέλευση τους μπορεί να δικαιολογηθεί από τα δηλωθέντα εισοδήματα, κ.λπ.