«Η έκδοση δεκαετούς ομολόγου αποτελεί ορόσημο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της αξιοπιστίας της χώρας, της ικανότητάς της να εξυπηρετεί τις χρηματοδοτικές της ανάγκες με έξοδο στις διεθνείς αγορές.
Είναι η πρώτη φορά, μετά από μια περίπου δεκαετία, που το ελληνικό δημόσιο καταφέρνει να αντλήσει χρήματα από την έκδοση δεκαετούς ομολόγου και μάλιστα με ένα επιτόκιο το οποίο αγγίζει ιστορικά χαμηλά της περιόδου 2004 – 2005. Αυτό δείχνει ότι η χώρα πλέον βρίσκεται σε συνθήκη κανονικότητας, σε ότι αφορά την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους», ανέφερε, μιλώντας νωρίτερα σήμερα στο ραδιοφωνικό σταθμό «105,5 στο Κόκκινο», ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έκδοσης του δεκαετούς ομολόγου, ενώ απευθυνόμενος στη ΝΔ τόνισε ότι καταρρέουν όλα τα καταστροφολογικά αφηγήματά της περί συγκεκαλυμμένου μνημονίου και αδυναμίας εξόδου στις αγορές. «Οι πολίτες μπορούν να καταλάβουν ποιος είναι εκείνος που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στη μεταμνημονιακή πραγματικότητα και ποιος είναι εκείνος ο οποίος το μόνο που κάνει είναι να καταστροφολογεί» σημείωσε ο κ. Τζανακόπουλος.
Σε ερώτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τις εξαγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι θα διεκδικήσει χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, εάν εκλεγεί, ο κ. Τζανακόπουλος απάντησε: «Πρέπει να θυμίσουμε ότι η ΝΔ κυβερνούσε τη χώρα και όταν είχε την ευκαιρία να διαπραγματευτεί, είχε αποδεχθεί ένα ύψος πρωτογενών πλεονασμάτων με μέσο όρο 4% έως το 2031, ενώ για τα έτη 2016, 2017, 2018, το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, που είχε αποδεχθεί, ήταν 4,5%.
Η ΝΔ δεν κατάφερε να πιάσει έστω και μία φορά τον στόχο του δεύτερου προγράμματος. Το 2015, είχε στόχο πλεόνασμα 3%, και είχε επιτύχει ένα 0,1%. Είχε δημιουργήσει μία τρύπα, ύψους περίπου 6 δισ. ευρώ, με βάση τις προβλέψεις του προγράμματος.
Η ελληνική κυβέρνηση με μια πολύ σκληρή διαπραγμάτευση πέτυχε να μειώσει αυτούς τους στόχους και να δημιουργήσει έναν χώρο 15 έως 20 δισ. ευρώ από το 2015, έως το 2018, ενώ σε ότι αφορά το μεσοπρόθεσμο διάστημα έχει συμφωνηθεί ένας στόχος 3,5% για τα πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2022, στόχος ο οποίος είναι συνδεδεμένος και με τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Μετά το 2022, το πρωτογενές πλεόνασμα, θα πρέπει να είναι κατά μέσο όρο, 2 έως 2,1%».
Συνεχίζοντας ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, κατηγόρησε τον κ. Μητσοτάκη ότι δεν θέλει να κάνει καμία διαπραγμάτευση και αυτό το οποίο φαντασιώνεται είναι ότι -αφού ο ίδιος εφαρμόσει ένα πρόγραμμα κοινωνικής ισοπέδωσης μπροστά στο οποίο οι προτάσεις του ΔΝΤ θα θυμίζουν νηπιαγωγείο, και θα έχουν οδηγήσει, όπως λέει, σε αναπτυξιακό άλμα την ελληνική οικονομία, πράγμα το οποίο είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν πρόκειται να συμβεί- οι Ευρωπαίοι θα του δώσουν ως δώρο, ένα χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα για το 2021, ή για το 2022. Πρόκειται για κοινωνικά επικίνδυνη στρατηγική η οποία απειλεί να γυρίσει την Ελλάδα πίσω, στις πιο σκοτεινές μέρες της μνημονιακής περιόδου 2012 -2013, ίσως και χειρότερα. Εφόσον ο συσχετισμός δύναμης το επιτρέψει και υπάρξει μια συνολική συζήτηση στην Ευρώπη για τα θέματα της λιτότητας, μόνο μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, θα είχε τη δυνατότητα να διεκδικήσει κάτι καλύτερο ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα».
Ερωτηθείς για τις διαφορετικές γραμμές που συγκρούονται στις ερχόμενες ευρωεκλογές, ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε πως στην Ευρώπη έχουν επικρατήσει οι συντηρητικές δυνάμεις, οι οποίες επέλεξαν για την διαχείριση της κρίσης μια πολιτική σκληρότατης λιτότητας. Η κυριαρχία αυτών των δυνάμεων έχει δημιουργήσει το έδαφος επάνω στο οποίο μπορούν να καλλιεργηθούν οι πολιτικές δυνάμεις της άκρας δεξιάς, οι οποίες αμφισβητούν τις ίδιες τις ευρωπαϊκές αξίες και την διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Συγκροτείται ένα “μαύρο μέτωπο”, η επικράτηση του οποίου θα είναι καταστροφική για το μέλλον της Ευρώπης.
«Αν παρατηρήσουμε τη στάση της ΝΔ σε ότι αφορά την Συμφωνία των Πρεσπών και τη διαχείριση του προσφυγικού και τις καταστροφικές», όπως τις χαρακτήρισε, «θέσεις της για την οικονομία, διαπιστώνουμε ότι από ένα κεντροδεξιό φιλελεύθερο κόμμα, έχει μετατραπεί σε ένα υβρίδιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιού πολιτικού λόγο, το οποίο αποτελεί και το σημείο επαφής της με πολιτικές δυνάμεις τύπου Όρμπαν και Κούρτς», υποστήριξε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ», πρόσθεσε, «εκφράζει και εκπροσωπεί την αριστερά, τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες και τμήματα ελευθέρων επαγγελματιών με χαμηλότερα εισοδήματα και επιδιώκει να εκφράσει και ένα τμήμα της κοινωνίας, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται στον πολιτικό χώρο της κεντροαριστεράς. Δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για ένα ευρύτερο μέτωπο απέναντι στην δεξιά και στην ακροδεξιά, στις ευρωεκλογές με τον ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ να είναι αναβαθμισμένος».