Τη θέση της ότι η Ελλάδα είναι ένα σημαντικό μέλος της ΕΕ διατύπωσε, η Καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, κατά τη διάρκεια των συναντήσεών της στην Αθήνα.
Σε δήλωσή της, μετά το πέρας της διήμερης επίσκεψής της στην Αθήνα, η κα Μέρκελ είπε ότι «μετά τις επίσημες συναντήσεις μου, και σήμερα με εκπροσώπους της Οικονομίας και τους μαθητές της Γερμανικής Σχολής, συνήγαγα το συμπέρασμα, πρώτον ότι η Ελλάδα θέλει να είναι ένα σημαντικό μέλος της Ε.Ε. και εγώ επανελάμβανα διαρκώς ότι η Ελλάδα είναι ένα σημαντικό μέλος της Ε.Ε. Δεύτερον, ότι φυσικά υπάρχει κόπωση από τις πολλές μεταρρυθμίσεις, και προσπάθησα να καταστήσω σαφές ότι πρέπει εν τούτοις να αναγνωρίσει κανείς τις προόδους και ότι πρέπει να συνεχισθεί αυτός ο δρόμος των μεταρρυθμίσεων, διότι έτσι η ανεργία θα συνεχίσει να μειώνεται και διότι έτσι η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται».
Αναφερόμενη στο μεταναστευτικό-προσφυγικό, η Καγκελάριος της ΟΔΓ, είπε ότι «η συνεισφορά της Ελλάδας είναι τεράστια και διατυπώνεται, ομοίως όπως και από εμένα, η μη ικανοποίησή της από το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια ενιαία γνώμη για έναν αλληλέγγυο χειρισμό του θέματος αυτού. Όλοι στην Ε.Ε. έχουμε την γνώμη ότι πρέπει να προστατεύσουμε τα κοινά ευρωπαϊκά μας σύνορα, αλλά δεν δίνουμε κάποια ικανοποιητική απάντηση στις χώρες που βρίσκονται σε αυτά για το πως θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους ανθρώπους που συνεχίζουν να έρχονται. Στο ζήτημα αυτό πρέπει να εξακολουθήσουμε να συνεργαζόμαστε από κοινού».
Η κα Μέρκελ κατέγραψε επίσης «ότι υπάρχει η βούληση στην Ελλάδα να προχωρήσει προς τα μπρος η χώρα»: «Έκανα σε όλους σαφή τη βούληση της Γερμανίας να είναι ένας καλός εταίρος. Και αυτό το μήνυμα θα πάρω μαζί μου στη Γερμανία από αυτήν την επίσκεψη, ότι πρέπει να ενισχύσουμε τις διμερείς μας σχέσεις, είτε σε αυτοδιοικητικό ή περιφερειακό επίπεδο, είτε πρόκειται για συμφωνίες σε θέματα πολιτισμού ή νεολαίας».
Η Γερμανίδα καγκελάριος εξέφρασε τη χαρά της «για το γεγονός ότι η Γερμανία θα είναι η τιμώμενη χώρα στη Θεσσαλονίκη το 2020, όπου θα παρουσιαστεί η γερμανική οικονομία». Χρειαζόμαστε, πρόσθεσε «ιδιαιτέρως τη συνέχιση της συνεργασίας στον τομέα της επιστήμης, διότι η φυγή πολλών ευφυών ανθρώπων από την Ελλάδα, οι οποίοι δεν βρίσκουν καμιά δυνατότητα απασχόλησης εδώ, είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα. Θα ήταν πολύ καλό αν καταφέρναμε να το σταματήσουμε αυτό».
Για τη συνάντησή της με τον πρόεδρο της ΝΔ κ. Κ. Μητσοτάκη, είπε ότι «ανήκουμε στην ίδια ιδεολογική οικογένεια, κάτι που σημαίνει ότι έχουμε πολλά κοινά στοιχεία, ιδίως σε ότι αφορά τα θέματα της οικονομίας στην Ελλάδα». Σημείωσε ωστόσο ότι «σε ένα θέμα έχουμε μία διαφωνία, σχετικά με το σχεδιαζόμενο όνομα «Βόρεια Μακεδονία». Εξήγησα με κάθε σαφήνεια ότι είναι προς όφελος όλων να λυθεί το πρόβλημα αυτό για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια καθώς και της χώρα της Βόρειας Μακεδονίας στο μέλλον. Εδώ υπάρχουν διαφορετικές γνώμες τις οποίες δεν μπορέσαμε να γεφυρώσουμε, κάτι το οποίο δεν με εξέπληξε, ανταλλάξαμε όμως απόψεις γύρω από το θέμα αυτό».
Κατέληξε, δε, λέγοντας ότι «θα δούμε πως θα εξελιχτεί η κατάσταση της ψηφοφορίας στη Βουλής της “Μακεδονίας”, εάν θα βρεθεί η πλειοψηφία εκεί, κάτι το οποίο ελπίζω. Κι εδώ μπορώ μόνο να επαναλάβω αυτό το οποίο μου λέγεται, ότι δηλαδή και ο Έλληνας πρωθυπουργός θα αγωνιστεί για να υπάρξει μια πλειοψηφία στην ελληνική Βουλή. Δεν ήμασταν ποτέ τόσο κοντά στην επίλυση αυτού του θέματος από ότι τώρα».