«Στις βασικές δεσμεύσεις και κατευθυντήριες οδηγίες που είχαμε δώσει από την αρχή στο σύστημα υγείας, υπήρξε πολύ σημαντική πρόοδος και κατά την άποψη μου μία ποιοτική αλλαγή αυτά τα χρόνια» τόνισε ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, μιλώντας το βράδυ της Τετάρτης σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα, με κεντρικό θέμα «η υγεία μετά τα μνημόνια».
Όπως πρόσθεσε «τώρα βεβαίως το μεγάλο στοίχημα είναι το πως θα ενισχύσουμε στο νέο πλαίσιο το σύστημα υγείας με σίγουρα μεγαλύτερη δημοσιονομική ευχέρεια, τηρώντας προφανώς τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, αλλά με άλλο μείγμα πολιτικής». Μάλιστα, σε αυτό το σημείο υπογράμμισε ότι «θα έχουμε τη δυνατότητα να στηρίξουμε τα επόμενα χρόνια με μεγαλύτερη απλοχεριά το δημόσιο σύστημα υγείας, το κοινωνικό κράτος και την προνοιακή φροντίδα».
Παράλληλα ανέφερε ότι «θα έχουμε την δυνατότητα να καλύψουμε το έλλειμμα παρουσίας του κράτους σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως τη φροντίδα μετά το νοσοκομείο που έχει σχέση με την αποκατάσταση, την γηριατρική φροντίδα, την φροντίδα των ατόμων που έχουν ανάγκη ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, των ατόμων με νοητική υστέρηση, με αναπηρίες, καθώς και τις στεγαστικές ανάγκες ανθρώπων που δεν μπορούν να υποστηριχθούν στο οικογενειακό περιβάλλον».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο Ανδρέας Ξανθός αναφέρθηκε στο ζήτημα των χαμηλών φορολογικών συντελεστών και των χαμηλών ασφαλιστικών εισφορών, σε σχέση με τη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας, λέγοντας μεταξύ άλλων:
«Όλοι λέμε και συμφωνούμε, ότι χρειάζονται περισσότεροι πόροι, περισσότερες δημόσιες δαπάνες για τη δημόσια υγεία, καλύτερη στελέχωση των νοσοκομείων, αναβάθμιση των εξοπλισμών τους και των υποδομών τους, σύγχρονα κτίρια, σύγχρονο ΕΚΑΒ, καλύτερη πρωτοβάθμια φροντίδα, καλές παροχές από τον ΕΟΠΥΥ, κάλυψη όλων των αναγκών, μείωση των επιβαρύνσεων των πολιτών, μείωση της συμμετοχής στο κόστος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κ.α. Δεν γίνεται όμως να λέμε αυτά και ταυτόχρονα να λένε κάποιοι ότι θέλουμε χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές. Κατά την άποψη μου απλά κοροϊδεύουν τον κόσμο. Διότι για να υλοποιηθούν όλα αυτά τα πολύ σημαντικά πράγματα, θα πρέπει η χώρα να έχει δημόσιους πόρους, να έχει φορολογικά έσοδα, αλλά να τα εισπράττει βεβαίως από αυτούς που έχουν, διότι αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση της επόμενης περιόδου».
Όπως πρόσθεσε, σύμφωνα με τον ανταποκριτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, «θα πρέπει οι αναγκαίες φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις να μην αφορούν πλέον τα συνήθη υποζύγια, δηλαδή την κοινωνική πυραμίδα από τη μέση και κάτω, αλλά να υπάρχει και μία σοβαρή αναδιανομή των βαρών» διότι όπως σημείωσε «αυτό οφείλουμε να κάνουμε, αν θέλουμε αυτά που λέμε να έχουν μια στοιχειώδη πιθανότητα να υλοποιηθούν».
Όσον αφορά στις δημόσιες δαπάνες για την υγεία, είπε ότι «σταμάτησαν να περικόπτονται από το 2015 και από τότε καταφέραμε με πολλές δυσκολίες και με συλλογική ευθύνη της κυβέρνησης να ενισχύσουμε αυτές τις δαπάνες και να τις πάμε στο 5,2%, από το 4,6% που ήταν το 2014». «Η δέσμευσή μας» συνέχισε «είναι να πάμε σε μία σταδιακή ενίσχυση των δαπανών σε βάθος τετραετίας, έτσι ώστε να συγκλίνουμε όσο το δυνατόν περισσότερο με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους».
Μιλώντας για τους πολίτες, ο Ανδρέας Ξανθός είπε ότι «αυτό που θέλουμε είναι στα πεδία στα οποία επιβαρύνεται πάρα πολύ ο ασθενής με ιδιωτικές πληρωμές, όπως το φάρμακο, η οδοντιατρική φροντίδα, η αποθεραπεία, η αποκατάσταση, η φυσικοθεραπεία και οι εργαστηριακές εξετάσεις, να υπάρξει μια σταδιακά αυξανόμενη κάλυψη από το δημόσιο σύστημα». Όπως εξήγησε «στον προϋπολογισμό του 2019 προβλέψαμε μία δαπάνη 40 εκατομμυρίων ευρώ, με την οποία θα καλυφθεί για πρώτη φορά από τον ΕΟΠΥΥ η οδοντιατρική φροντίδα του παιδικού πληθυσμού».
«Το δεύτερο που έχουμε δρομολογήσει» όπως είπε «είναι μια μικρή ανακούφιση στη συμμετοχή στο κόστος φαρμάκου» και συμπλήρωσε: «Για όσους θεραπεύονται από χρόνια νοσήματα με γενόσημα φάρμακα, υπάρχει ήδη υπάρχει μια σημαντική μείωση που φθάνει τα 40 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ενοποιώντας τα φάρμακα που γράφονται ανά συνταγή, έχουμε και από εκεί μία μείωση του κόστους για τους πολίτες, που φθάνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ».
Πριν την ομιλία του, ο υπουργός Υγείας συναντήθηκε με συμβασιούχους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας, οι οποίοι πραγματοποιούσαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας.