Η Νέα Δημοκρατία θα «υποστεί μία μνημειώδη κοινοβουλευτική ήττα και από κει και πέρα, η συνταγματική τάξη είναι εκείνη που ορίζει το τι θα ακολουθήσει» είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στο «Ράδιο Θεσσαλονίκη».
Μιλώντας για τη συμφωνία σχετικά με την ονομασία της πΓΔΜ, είπε ότι η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» θα αφορά «όχι μόνον τις διεθνείς σχέσεις των γειτόνων μας, αλλά θα χρησιμοποιείται και στο εσωτερικό, σε όλα τα επίσημα έγγραφα, σε όλες τις επίσημες ανακοινώσεις, σε κάθε επίσημη πτυχή της ζωής της πολιτείας».
Αναφορικά με τη γλώσσα, ερωτηθείς σχετικά, σημείωσε ότι έχει αναγνωρισθεί από το ελληνικό κράτος, ήδη από το 1977 στη διάσκεψη του ΟΗΕ «και στο ψήφισμα της διάσκεψης αυτής αναφερόταν δεκάδες φορές η “μακεδονική” γλώσσα, ενώ η ελληνική πλευρά στη διάσκεψη δεν είχε προβάλει καμία αντίρρηση σε σχέση με το ψήφισμα αυτό, ούτε είχε εκφράσει καμία επιφύλαξη, όπως θα είχε τη δυνατότητα. Επομένως συζητάμε για ένα θέμα το οποίο έχει λήξει εδώ και 41 χρόνια, τουλάχιστον».
Ο κ. Τζανακόπουλος εξέφρασε την άποψη ότι ο αλυτρωτισμός δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να παίξει οποιοδήποτε ρόλο μέσω της γλώσσας ή της ιθαγένειας, η οποία πλέον αναγνωρίζεται μετά την υπογραφή και τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας ως «μακεδονική/ Πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας».
Σημείωσε δε, ότι στα διαβατήρια που χρησιμοποιούν οι γείτονες μας αναγράφεται υπηκοότητα «Μακεδονική», ενώ μετά τη συμφωνία θα αναγράφεται ως «Μακεδονική / Πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας».
«Είναι μία θετική αλλαγή» είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και τόνισε ότι «δεν δώσαμε σε αυτή την διαπραγμάτευση» αλλά «το αντίθετο έγινε. Πήραμε».
Πρόσθεσε ότι η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να επιτύχει μία συμφωνία στην οποία «αυτό το οποίο συμβαίνει τελικώς, είναι ότι αποκαθίσταται μία ολόκληρη ιστορική, πολιτιστική κληρονομιά» και επιπλέον «αναγνωρίζεται πλέον ότι ο όρος “Μακεδόνας” όπως χρησιμοποιείται από τους γείτονές μας, δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία ελληνική, μακεδονική, πολιτιστική και γλωσσική κληρονομιά, πράγμα το οποίο επί 10 έτη αποτελούσε και ένα από τα κύρια οχήματα, πράγματι, αλυτρωτισμού των βόρειων γειτόνων μας».
Υπενθύμισε ότι ο κ. Γκρούεφσκι «επί 10 χρόνια στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας διαφήμιζε το γεγονός, ότι πρόκειται για το κράτος που διαδέχεται τη μεγάλη αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου» και πρόσθεσε ότι μετά τη συμφωνία οι βόρειοι γείτονές μας, δεν έχουν ούτε καν δυνατότητα να τα ισχυριστούν και πολύ περισσότερο είναι νομικά δεσμευμένοι να μην τα ισχυρίζονται.
Τόνισε ότι η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε μία συμφωνία «η οποία ανοίγει παράθυρο στο μέλλον, για ένα ζήτημα το οποίο κακώς ταλαιπώρησε επί 30 χρόνια τη χώρα μας και στέρησε διπλωματικές δυνάμεις από άλλα ζητήματα, τα οποία πραγματικά είναι εξαιρετικά κρίσιμα, ειδικά σε αυτή τη φάση».
Όσον αφορά τον Πάνο Καμμένο, σχολίασε σε σχετική ερώτηση, ότι «κανένας ποτέ από αυτή την κυβέρνηση δεν έκρυψε, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ είναι δύο διαφορετικά πολιτικά κόμματα, με διαφορετικές καταγωγές και επίσης ποτέ δεν διεκδικήσαμε να θεωρηθεί από τον οποιοδήποτε, ότι έχουμε ιδεολογική ταύτιση». Και πρόσθεσε: «Ο κ. Καμμένος έχει μία συγκεκριμένη θέση την οποία την έχει εκφράσει εδώ και περίπου ένα εξάμηνο. Την ίδια στιγμή όμως, έχει δηλώσει με όλους τους δυνατούς τρόπους, ότι δεν αίρει την εμπιστοσύνη του απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση και τον Έλληνα πρωθυπουργό».