«Ο Αύγουστος του 2018 σηματοδοτεί το τέλος του μηχανισμού επιβολής συγκεκριμένων πολιτικών σε όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, ανοίγει ένα πεδίο ελευθερίας και δίνεται η δυνατότητα για ανάκτηση τμήματος της οικονομικής και πολιτικής μας κυριαρχίας — κι αυτό δεν είναι καθόλου συμβολικό, η επικοινωνιακό», τόνισε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος σε συνέντευξή του το βράδυ της Τρίτης στην ΕΡΤ3.
Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε ότι «η κυβέρνηση συνεργασίας θα φτάσει στο τέλος, όπως αυτό ορίζεται από τις συνταγματικές διατάξεις». Είπε πως υπάρχει από την αντιπολίτευση και μερίδα των ΜΜΕ προσπάθεια να δημιουργηθεί μια εικόνα τεχνητής κρίσης στη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – Αν. Ελλ. «Σε κυβερνήσεις συνεργασίας, και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, θα υπάρχουν ζητήματα όπου οι εταίροι δεν θα έχουν απολύτως ίδιες απόψεις. Αντιθέτως, μπορεί να έχουν διαφωνίες, επιφυλάξεις, ζητήματα στα οποία δεν θέλουν και δεν επιδιώκουν τα ίδια, χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά αλλαγή σχήματος ή πτώση της κυβέρνησης. Εφόσον το κοινοβούλιο είναι κυρίαρχο και έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει κι εφόσον το κόμμα που εκφράζει επιφυλάξεις σε σχέση με μια συγκεκριμένη θέση δεν αποσύρει την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση, αυτό δεν έχει κανέναν λόγο να οδηγεί σε οποιαδήποτε πολιτική εξέλιξη», εξήγησε.
«Η πρόταση της κυρίας Γεννηματά, αν και καθυστερημένη, είναι καλοδεχούμενη»
Ως προς το θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος, με αφορμή την επιστολή του πρωθυπουργού στην επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής, ο κ. Τζανακόπουλος ανέφερε ότι δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ η δέσμευση της κυβέρνησης για να εκκινήσει η διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης, επισήμανε την παρέμβαση και το περιεχόμενό της τότε από τον Αλέξη Τσίπρα, θυμίζοντας ότι η Δημοκρατική Συμπαράταξη και η κυρία Γεννηματά δεν είχαν τιμήσει με προτάσεις και απόψεις την επιτροπή Σπουρδαλάκη που συγκροτήθηκε στη συνέχεια. «Σε κάθε περίπτωση όμως, η πρόταση της κυρίας Γεννηματά, αν και καθυστερημένη, είναι απολύτως καλοδεχούμενη», τόνισε. «Και ο πρωθυπουργός απάντησε ότι είναι καλοδεχούμενη, θα συζητηθεί και μεταξύ τους εφόσον το επιλέξουν, αλλά και στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας», πρόσθεσε. Συνέχισε όμως ότι πρέπει να εκκινήσει μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, εξηγώντας ότι «δεν είναι αυτή τη στιγμή η κατάλληλη συγκυρία, έχοντας μπροστά μας την 4η αξιολόγηση και τις διαπραγματεύσεις για το μεταμνημονιακό καθεστώς». «Ωστόσο» -τόνισε- «μέχρι τότε, μας δίνεται μια πολύ καλή δυνατότητα να προχωρήσουμε τη συζήτηση με τις πολιτικές δυνάμεις».
Σημείωσε πάντως ότι «δεν μιλάμε για μια τεχνοκρατική θεώρηση, για μια πολιτικά ουδέτερη πρόταση».
Χαρακτήρισε την τοποθέτηση Βενιζέλου -ότι σε αυτή τη φάση υπάρχει η δυνατότητα για Συνταγματική Αναθεώρηση- καθαρά πολιτική και όχι συνταγματικής ουσίας, καθώς αυτό που ουσιαστικά λέει είναι ότι δεν μπορεί η διαδικασία να ανοίξει εφόσον βρίσκεται στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝ.ΕΛΛ. «Το λέει διότι θεωρεί ότι η υπόθεση Novartis αποτελεί σκευωρία που αποδεικνύει έναν υποτιθέμενο μη σεβασμό στους θεσμούς εκ μέρους της κυβέρνησης», είπε, για να τονίσει ότι «οι πολίτες μπορούν να συγκρίνουν αν η σημερινή κυβέρνηση σέβεται τους θεσμούς, ή αν οι προηγούμενες που έφεραν τη χώρα εκεί που την έφεραν ήταν θεσμικά άμεμπτες».
«Η μπάλα είναι στο γήπεδο της πΓΔΜ»
Για τις διαπραγματεύσεις για την ονομασία της πΓΔΜ, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι έχουν υπάρξει αρκετά βήματα προόδου με δεδομένη την αναθεώρηση ακραίων εθνικιστικών απόψεων των προηγούμενων κυβερνήσεων, ότι η πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές είναι δεδομένη, «ωστόσο υπάρχουν ζητήματα που δεν είναι τεχνικού χαρακτήρα, με κυριότερο το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης ώστε να καλυφθεί η προϋπόθεση του erga omnes». Είπε ότι αυτό, αυτή τη στιγμή σε τεχνικό στάδιο είναι αρκετά δύσκολο. «Εμείς έχουμε πει με σαφήνεια ότι εντός αυτού του πλαισίου πρέπει να υπάρξει συμφωνία και αυτή τη στιγμή η μπάλα είναι στο γήπεδο των γειτόνων μας, που πρέπει να κάνουν μερικά βήματα ακόμα προκειμένου να καταλήξουμε σε συμφωνία», πρόσθεσε.
«Κάνουμε ό,τι περνά απ’ το χέρι μας για να επιστρέψουν οι δυο στρατιωτικοί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα»
«Συνεχίζουμε να κάνουμε ό,τι περνά απ’ το χέρι μας για να διευθετηθεί το ζήτημα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα», σημείωσε εξάλλου ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σχετικά με τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς.
Στο ερώτημα αν συμμερίζεται την αισιόδοξη εκτίμηση του υπουργού Άμυνας ότι μπορεί να επιστρέψουν πριν από το Πάσχα, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, τόνισε ότι σε αυτή την κατεύθυνση δουλεύει το σύνολο της κυβέρνησης και πως αυτό είναι το χρονοδιάγραμμα που έθεσε και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ μετά τις συζητήσεις με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Εκτίμησε ότι εφόσον η Τουρκία εμμείνει στις τοποθετήσεις που έκανε στη Βάρνα σε σχέση με τη θέλησή της να επανέλθει στον δρόμο που ορίζεται το διεθνές δίκαιο, μπορεί να έχουμε λύση μέχρι τότε.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απέρριψε τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για τους χειρισμούς αναφορικά με τους δύο στρατιωτικούς, σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση αρχικά προσπάθησε άμεσα να επιλύσει το ζήτημα σε χαμηλό επίπεδο και όταν είδε από εκεί και πέρα ότι η Τουρκία ολιγωρεί ή κωλυσιεργεί σε σχέση με μια υπόθεση που θα μπορούσε να έχει λήξει σε 5 ή 10 μέρες αν όχι σε μία, όπως λύνονταν στο παρελθόν, τότε αναγκάστηκε να φέρει το θέμα στα διεθνή φόρα. Σημείωσε ότι αυτό έγινε ενόψει Βάρνας, ότι ήταν κίνηση υπολογισμένη από την κυβέρνηση και πως «αποδείχθηκε ορθή στρατηγική, διότι η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ πήρε απόφαση που καινοτομεί στη στάση της ΕΕ έναντι της Τουρκίας», γιατί για πρώτη φορά τίθεται ως προϋπόθεση για την πρόοδο στις σχέσεις με την Τουρκία ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και γίνεται συγκεκριμένη αναφορά και στους δύο Έλληνες στρατιωτικούς και στη συμπεριφορά της σε ό,τι αφορά την κυπριακή ΑΟΖ. «Από άποψη διεθνούς διπλωματικής παρέμβασης η κυβέρνηση έκανε το περισσότερο δυνατό», τόνισε. Κατηγόρησε τη ΝΔ ότι δεν έχει καμία αντιπρόταση και «αντιθέτως ψαρεύει στα θολά νερά μιας μερίδας της κοινωνίας που φλερτάρει ή φαίνεται να έλκεται από εθνικιστικές ιδεολογίες».
Είπε ότι η πολιτική και της Ελλάδας και της ΕΕ πρέπει να είναι μην είναι πολιτική όξυνσης, έντασης, λεονταρισμών, αλλά πολιτική που θα στοχεύει στην εξομάλυνση των σχέσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει υποχωρητικότητα ή ανοχή σε συμπεριφορές που θα εκφεύγουν των ορίων.
«Στόχος μας η διαλεύκανση της υπόθεσης Novartis, όχι η ρεβάνς από κάποιον πολιτικό αντίπαλο»
«Ο στόχος ο δικός μας δεν είναι να πάρουμε ρεβάνς από κανέναν πολιτικό μας αντίπαλο, αλλά η διαλεύκανση της υπόθεσης», είπε ο κ. Τζανακόπουλος για το σκάνδαλο Novartis. Είπε πως μακάρι να είναι όλοι αθώοι, ωστόσο αν υπάρχουν ένοχοι, σε αυτούς πρέπει να αποδοθούν ευθύνες χωρίς να γίνεται μια ευρύτατη νομική ερμηνεία των προστατευτικών διατάξεων του άρθρου 86 παρ. 3 «και νομίζω ότι αυτό ανταποκρίνεται στο περί δικαίου αίσθημα».