Θετικά αντέδρασε το Βερολίνο στην επιστολή Σαμαρά, σημειώνοντας ωστόσο ότι η σχετική αποτίμηση θα γίνει έπειτα από μια καλύτερη μελέτη της επιστολής και θα είναι πάντως σε σύμπνοια με την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Κυβερνητικοί παράγοντες της Γερμανίας σε συνάντησή τους με έλληνες δημοσιογράφους –στο πλαίσιο μιας επίσκεψης στο Βερολίνο που οργάνωσε η ελληνική αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής– αναφέρθηκαν διεξοδικά στην ελληνική κρίση, εξέφρασαν τον προβληματισμό τους για το αν θα επαρκέσει τελικά το «κούρεμα» του 50%, ενώ αναγνώρισαν ότι από την αρχή της κρίσης έγιναν πολλά λάθη στη διαχείρισή της. «Το πρώτο πακέτο δεν ήταν αρκετό» είπαν, «έπρεπε το 2010 να είχαμε συμφωνήσει σε ένα μεγαλύτερο. Θα έπρεπε επίσης να εμπλέξουμε τον ιδιωτικό τομέα –που έτσι κι αλλιώς είχε δηλώσει τη διαθεσιμότητά του–, ήταν ακόμη υπερβολικά αισιόδοξη η πρόβλεψη για τον χρόνο επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές, ενώ θα μπορούσαμε να είχαμε σταματήσει την κρίση πολύ νωρίς, αν είχαμε κάνει τέσσερα βήματα μπροστά κι όχι αυτό που κάναμε: ένα τη φορά και βολιδοσκόπηση των αντιδράσεων. Κάναμε λάθη, όμως δεν είχαμε τη σχετική εμπειρία και επίσης δεν είχαμε αντιληφθεί την πολυπλοκότητα της κρίσης και την ικανότητά της να μολύνει και να διαχέεται».
Οι ίδιοι κυβερνητικοί παράγοντες υπογράμμισαν επίσης, ότι για τη Γερμανία «η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι υπέρτατη αξία», σημειώνοντας ότι ως εκ τούτου το Βερολίνο θα αποδεχθεί ακόμη και την πρωτοβουλία της ΕΚΤ να αγοράζει ομόλογα χωρών που αντιμετωπίζουν κρίσεις χρέους τονίζοντας, ωστόσο, ότι το μέτρο αυτό –που αποσκοπεί στο να διατηρήσει τα επιτόκια σε κάποιο ανεκτό επίπεδο– θα πρέπει να διατηρήσει τον προσωρινό του χαρακτήρα και να μην αποκτήσει μονιμότητα.
Υπογράμμισαν τέλος, ότι κύριος στόχος της ευρωζώνης σε αυτή τη φάση είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών και άρα, σημείωσαν, «οι επόμενες βδομάδες θα είναι κρίσιμες για το μέλλον της ευρωζώνης». Η Ελλάδα εξάλλου, είπαν, θα πρέπει να ολοκληρώσει άμεσα τη συμφωνία με τον ιδιωτικό τομέα και αμέσως μετά να ξεκινήσει την υλοποίηση της συμφωνίας της 27ης Οκτωβρίου.