Ως κείμενο που μπορεί να αναπτύξει μια δυναμική υπέρ της κοινωνικής Ευρώπης χαρακτήρισε τη νέα Διακήρυξη της Ρώμης που επισφράγισε την επετειακή Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ για τα 60ά «γενέθλιά» της, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος.
Σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο από την ιταλική πρωτεύουσα, λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου Κορυφής στη Ρώμη, όπου συνόδευε τον πρωθυπουργό, ο κ. Κατρούγκαλος τόνισε πως πρέπει να δούμε την επέτειο και την κρίση της ΕΕ σαν μια ευκαιρία για να υπερβούμε τους λόγους που την απονομιμοποιούν και να επενδύσουμε σε μια νέα Ευρώπη η οποία θα ξαναβρεί τις κοινωνικές της ρίζες, τις αρχές της αλληλεγγύης και των κοινωνικών δικαιωμάτων και θα πάψει να απογοητεύει τους λαούς της. «Η Ευρώπη ή θα γίνει κοινωνική ή δεν θα υπάρχει» διαμήνυσε.
Επίσης, εξέφρασε την αισιοδοξία του για την αίσια έκβαση της β’ αξιολόγησης, διακρίνοντας ταυτόχρονα την ανάπτυξη μιας θετικής δυναμικής για έναν έντιμο συμβιβασμό, ο οποίος δεν θα αποκλείει την Ελλάδα από το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Σε αυτό το πλαίσιο, επισήμανε πως στη Ρώμη οι πρόεδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ και ο Ιταλός πρωθυπουργός ΠάουλοΤζεντιλόνι επιβεβαίωσαν την ένταξη της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο και εξέφρασε την πεποίθηση πως αυτό δημιουργεί και την αναγκαία δυναμική ούτως ώστε να επικρατήσουν οι ελληνικές θέσεις ως προς το μείζον θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη β’ αξιολόγηση.
Αποκρυσταλλώνοντας περαιτέρω την εκτίμησή του, τόνισε πως με τις σημερινές δηλώσεις οι Ευρωπαίοι δίνουν ένα σήμα στο ΔΝΤ, ότι δεν μπορεί ούτε η Ελλάδα ούτε η Ευρώπη να είναι όμηροι του, και ότι οποιαδήποτε λύση θα προκύψει για το ελληνικό θέμα, θα πρέπει να είναι λύση ευρωπαϊκή, εντός των ευρωπαϊκών θεσμών και του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου.
Καταλόγισε, μάλιστα, την ευθύνη για τη μέχρι σήμερα καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, στην «αντιφατική και αντιπαραγωγική στάση του ΔΝΤ», χαρακτηρίζοντας το σημαιοφόρο ακραία νεοφιλελεύθερων και αντιευρωπαϊκών θέσεων.
Με κατηγορηματικό τρόπο τάχθηκε κατά της «πυρηνικής» ΕΕ των «πολλών ταχυτήτων» και υπέρ της ΕΕ των «πολλών επιλογών», με έμφαση στην κοινωνική φυσιογνωμία. Αποσαφηνίζοντας τη θέση του για μια περαιτέρω εμβάθυνση της κοινωνικής διάστασης της ΕΕ χωρίς αποκλεισμούς, υπογράμμισε την ανάγκη αναζήτησης τρόπων ώστε να ξεπεραστεί το βέτο μιας σειράς κρατών-μελών που θεωρούν ότι η ελεύθερη, αρρύθμιστη αγορά είναι η μοναδική λύση στα προβλήματα της Ευρώπης.
Ερωτηθείς για τα πέντε σενάρια που παρουσίασε ο πρόεδρος Γιούνκερ για το μέλλον της Ευρώπης, έκλινε υπέρ της περαιτέρω εμβάθυνσης της ΕΕ. Αναγνώρισε ωστόσο πως στην παρούσα φάση να ελπίζει κανείς ότι όλες οι χώρες θα συμφωνήσουν για κάτι τέτοιο, είναι ένα σενάριο μη ρεαλιστικό, λόγω της συστηματικής και όχι ευκαιριακής αντίθεσης μιας ομάδας χωρών, αν και μειοψηφικής, στην προσπάθεια να γίνει η Ευρώπη πιο κοινωνική.
Εξάλλου, αναφέρθηκε και στις πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του Γιουρογκρούπ Γερούν Ντάισελμπλουμ για τον ευρωπαϊκό νότο, σημειώνοντας πως το χειρότερο είναι η μη ανασκευή τους και το γεγονός ότι δεν ζήτησε συγγνώμη.
Τέλος, διατύπωσε την ελπίδα ότι οι ακροδεξιές, αντιδραστικές δυνάμεις θα παραμείνουν μειοψηφικές, θεωρώντας μεγαλύτερο κίνδυνο από την άνοδο των δυνάμεων αυτών, την ενσωμάτωση τμήματος της ατζέντας τους στον λόγο των παραδοσιακών συντηρητικών, δεξιών δυνάμεων. Υπό το πρίσμα αυτό, υπογράμμισε την ανάγκη ενίσχυσης της Αριστεράς σ’ όλες τις εκφάνσεις στην Ευρώπη και προσδιόρισε ως μεγάλο δίλημμα την υπέρβαση από τα Δεξιά ή από τα Αριστερά.