«…Σε μία μέρα θα έχω ξεχαστεί», έλεγε σε συνέντευξη του στους «Schooligans» το 2004, λίγο πριν φύγει από την προεδρία ο Κωστής Στεφανόπουλος. Ο Στεφανόπουλος έχει δώσει ελάχιστες συνεντεύξεις, όμως δύο συνεντεύξεις που έδωσε όσο βρισκόταν στο Ανώτατο Αξίωμα επέλεξε να τις παραχωρήσει σε μία ομάδα μαθητών στην αρχή της δεύτερης θητείας του και στην ίδια ομάδα (φοιτητών πλέον) όταν αποχαιρετούσε οριστικά το Προεδρικό Μέγαρο «Πώς μπορείς να συναντήσεις τον πρώτο πολίτη της χώρας; Στέλνοντάς του ένα φαξ! Εμείς τουλάχιστον αυτό κάναμε. Λίγες μέρες μετά μας έπαιρνε τηλέφωνο ο υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου: “Στις 28 Νοεμβρίου, στις εφτά το απόγευμα ακριβώς, ο Πρόεδρος θα σας περιμένει”. Στις 28 Νοεμβρίου, εφτά ακριβώς, οι φρουροί στην είσοδο του Μεγάρου ρωτούσαν τα ονόματά μας. Το περίεργο είναι ότι ούτε ταυτότητες ζήτησαν, ούτε μας ψάξανε. Στο σακίδιό μας είχαμε χαρτιά, κασετοφωνάκι, φωτογραφική μηχανή. Αν είχαμε όπλο; Αν ήμασταν η 17 Νοέμβρη (η… εφηβική ομάδα); Ένας ευγενέστατος κύριος ανέλαβε να μας οδηγήσει στο ανακαινισμένο γραφείο του Προέδρου. Εκεί όπου κάθε μέρα μπαινοβγαίνουν πρέσβεις, αρχηγοί κρατών, μέχρι και πλανητάρχες. Μπήκαμε αμήχανοι και νευρικοί. Μετά από μία ώρα βγαίναμε ήρεμοι και χαμογελαστοί» έγραφε τότε η συντακτική ομάδα της μαθητικής εφημερίδας «ΤΟ SCHOOLΗΚΙ» που εκδίδει το Γυμνάσιο-Λύκειο Αυγουλέα-Λιναρδάτου στο Περιστέρι. Λίγα χρόνια αργότερα ο Κωστής Στεφανόπουλος έδινε συνέντευξη στους ίδιους φοιτητές.  «Ο φρουρός του Προεδρικού Μεγάρου κοιτάζει καχύποπτα πέντε άτομα με τζιν και αθλητικά. “Τι θέλετε;” “Έχουμε ραντεβού με τον Πρόεδρο”. Ένας άντρας της ασφαλείας μας οδηγεί στην αίθουσα αναμονής.  Πριν τέσσερα χρόνια είχαμε ξαναβρεθεί εδώ – με πολύ τρακ τότε – για μια συνέντευξη που, καθώς ο Πρόεδρος δεν δίνει συνεντεύξεις, είχε χαρακτηριστεί “αποκαλυπτική”, “εξομολογητική” κλπ. Η αλήθεια είναι ότι ήταν απλώς χαριτωμένη: “Κάνατε κοπάνες στο σχολείο;” (“Ποτέ!”), “Έχετε σπάσει κανένα βάζο στο Προεδρικό Μέγαρο;” (“Όχι και ενοχλούμαι πολύ όταν κάνουν οι άλλοι ζημιές. Διότι δεν είναι δικό μας, είναι του κράτους”), “Δεν βαριέστε ποτέ στις κοινωνικές εκδηλώσεις;” (“Καμιά φορά, ναι, βαριέμαι. Αλλά -τι να κάνω; – κάθομαι!”) Η πιο ουσιαστική κουβέντα που είχαμε κάνει τότε ήταν αυτή για τον Οδυσσέα Τσενάι, τον Αλβανό σημαιοφόρο: “Eτούτο το παιδί μάς πείραξε μόνο και μόνο επειδή είναι Αλβανός. Εάν στη θέση του ήταν ο γιος του Αμερικανού πρέσβη, θα ενοχλείτο άραγε ο κόσμος; Δεν νομίζω!” Το ρολόι του τοίχου χτυπάει 7» έγραφαν τότε στο περιοδικό οι «Schooligans».

3_25
Πηγή φωτογραφίας: theschooligans.gr
Διαβάστε ορισμένα αποσπάσματα Για τον Μπους τι άποψη έχετε; Δεν καλούμαι, παιδιά, να εκφραστώ για τον Μπους και δεν πρέπει να εκφραστώ για τον Μπους. Όταν είσαι σε μια θέση επίσημη δεν είναι σωστό να τα βάζεις με τον αρχηγό ενός άλλου κράτους, διότι δεσμεύεις το κράτος σου ή το βάζεις υπό κατηγορίαν. Δεν μου επιτρέπεται να εκφράζω τα εσωτερικά μου αισθήματα, όταν η χώρα μας έχει τόσες ανάγκες και τόσες δεσμεύσεις με την Αμερική. Πώς θα βγω εγώ λοιπόν να κάνω τον έξυπνο; Μήπως γιατί έτσι θα γίνω πιο δημοφιλής; Στον Κλίντον όμως τα είχατε πει χύμα. Σ’ εκείνη την ομιλία απλώς προέβαλα τα δίκαια του τόπου μας. Δεν τον έβρισα τον άνθρωπο. Βγάλατε ένα παράπονο. Ένα παράπονο, ναι, το οποίο έβγαινε από μέσα μας. Νιώθατε άγχος εκείνη τη στιγμή; Καθόλου. Θεώρησα ότι είχαμε τόσο δίκιο, που δεν είχα καμία αμφιβολία για την ορθότητα όσων έλεγα. Δε σας παραπονέθηκε ποτέ κανείς Αμερικανός γι’ αυτό; Το μόνο που μας είπανε μετά είναι ότι δεν τους είχαμε ενημερώσει ότι πρόκειται να κάνουμε μια τέτοιου είδους ομιλία και βρέθηκε ο Κλίντον απροετοίμαστος. Θα θέλατε να έχει ο Πρόεδρος περισσότερες αρμοδιότητες; Ασφαλώς! Ή τουλάχιστον να μπορεί να μιλήσει περισσότερο και κατ’ ιδίαν και δημοσία. Βέβαια δεν ξέρουμε ότι ο οιοσδήποτε Πρόεδρος θα κάμει σωστή χρήση αυτού του δικαιώματος, αν του αναγνωριστεί. Δεν είναι σωστό να συγκρούεται ο Πρόεδρος με την κυβέρνηση. Ο Πρόεδρος πρέπει να διευκολύνει την κυβέρνηση και όχι να κάνει αντιπολίτευση. Έτσι όμως καταλήγει ο ρόλος να είναι διακοσμητικός. Ναι, είναι διακοσμητικός ο ρόλος σε πάρα πολλά. Αλλά έστω και διακοσμητικός, δεν παύει να είναι ρόλος. Εξαρτάται πώς θα τον παίξει κανείς. Είναι σαν τον οργανοπαίχτη του ακορντεόν που τεντώνει ή κλείνει το ακορντεόν κατά βούληση, αρκεί να αποδώσει σωστά τους ήχους. Είστε σχεδόν 80 χρονών… Φοβάστε τον θάνατο; Έχω συμβιβαστεί μαζί του. Ήταν εύκολο; Καθόλου. Άλλοτε τον σκεφτόμουνα πολύ περισσότερο. Τώρα τον σκέφτομαι τόσο όσο να τον συνηθίζω. Όσο προχωρούν οι μέρες μου, τόσο πλησιέστερα είμαι στον θάνατο. Εσείς δεν τον βλέπετε τον θάνατο, γιατί είναι πολύ μακριά από σας. Όταν ήμουνα μικρός, δεν πίστευα ότι θα πεθάνω. Έλεγα «Ο θάνατος δεν είναι δυνατόν να με αγγίξει εμένα, είμαι αθάνατος!». Σιγά-σιγά όσο περνάνε τα χρόνια -σε μένα συνέβη γύρω στα 50- αρχίζει να σε απασχολεί η ιδέα του θανάτου και αν είσαι σωστός με τον εαυτό σου, το παραδέχεσαι, συμβιβάζεσαι μαζί του και δε σ’ ενοχλεί πια. Ειλικρινώς δεν μ’ ενοχλεί πια. Το νόημα της ζωής το ψάχνετε ακόμα; Αχ, παιδιά, να μην μπούμε σ’ αυτή τη συζήτηση, γιατί θα με κατηγορήσουν για αυτά που θα πω. Γιατί; Την προσωπική σας άποψη ζητάμε. Δεν ξέρω αν υπάρχει νόημα της ζωής. Τι είναι η ζωή; Η ζωή είναι η εξέλιξη των ειδών. Άλλο αν πρέπει να της δώσουμε εμείς ένα νόημα. Όχι όμως ότι υπάρχει ένα νόημα το οποίο πρέπει να ανακαλύψουμε. Δε σας απελπίζει αυτή η σκέψη; Καθόλου. Αυτή είναι η πραγματικότητα κατά την αντίληψή μου. Ούτε προς στιγμήν δε νιώσατε μια απελπισία, μια ματαιότητα; Γιατί να νιώσω απελπισία; Το ότι είναι ματαιότης τα ανθρώπινα, είναι βέβαιον. Τώρα όμως, επειδή αυτά ομοιάζουν και προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, καλύτερα να μην επεκταθούμε. Τη φθορά, τα γηρατειά τα φοβάστε; Ασφαλώς τα φοβάμαι, γιατί δεν ξέρει κανείς πώς θα καταλήξει. Το να πεθάνει είναι το λιγότερο. Προτού πεθάνει όμως, να μη χάσει το μυαλό του, τα μάτια του και τα πόδια του. Μ’ αυτή τη σειρά που σας τα είπα.