Επιστολή-απάντηση στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο για το ζήτημα των θρησκευτικών, απέστειλε ο υπουργός Παιδείας, Νίκος Φίλης, δηλώνοντας, μεταξύ άλλων, ανοιχτός σε διάλογο και σε συνάντηση μαζί του. Είχε προηγηθεί η επιστολή του Αρχιεπισκόπου προς τον υπουργό Παιδείας, στην οποία τόνισε πως «η υπόθεση της Εκκλησίας είναι υπόθεση ενός λαού και όχι βεβαίως ενός υπουργού», ενώ απαντούσε και για τον ρόλο της Εκκλησίας στην περίοδο της Δικτατορίας.

Όπως ανακοινώθηκε από το υπουργείο Παιδείας, ο Νίκος Φίλης «πληροφορήθηκε από δημοσιεύματα του ηλεκτρονικού τύπου την επιστολή που του απηύθυνε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ.κ. Ιερώνυμος και απέστειλε επιστολή-απάντηση, η οποία αναφέρει:

Μακαριώτατε,

Πληροφορήθηκα δια του ηλεκτρονικού τύπου το περιεχόμενο της επιστολής που μού απευθύνετε σχετικά με τις σχέσεις της Διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος με το δικτατορικό καθεστώς της επταετίας.

Τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο επιστημονικού διαλόγου καθώς και ευρύτερου δημόσιου διαλόγου που πρέπει να γίνεται νηφάλια και ψύχραιμα και με στόχο να διδασκόμαστε όλοι από τα λάθη μας.

Ως προς τα θεσμικά ζητήματα όπως με το μάθημα των Θρησκευτικών, είναι ωφέλιμο να συζητούνται όχι με ανταλλαγή επιστολών αλλά στο πλαίσιο της θεσμικής συνεργασίας μεταξύ της Πολιτείας και της Εκκλησίας, όπως αυτή υλοποιήθηκε και υλοποιείται και με τη σειρά τακτικών συναντήσεων μεταξύ του Αρχιεπισκόπου και του υπουργού Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων.

Γνωρίζετε ότι είμαι πάντοτε ανοιχτός στο διάλογο και βεβαίως για συνάντηση μαζί σας».

Η επιστολή Ιερώνυμου

Νωρίτερα, ο Αρχιεπίσκοπος είχε στείλει επιστολή στον Νίκο Φίλη για την τοποθέτησή του αναφορικά με τον ρόλο της Εκκλησίας στην περίοδο της Δικτατορίας. Υπενθυμίζεται ότι σε τηλεοπτική του συνέντευξη δήλωσε ότι η Εκκλησία έχει συμβάλλει στην ηθική έκπτωση της κοινωνίας και διερωτήθηκε με «ποιο μέρος ήταν η Εκκλησία και που ήταν στη χούντα και στην κατοχή».

Στην επιστολή ο κ. Ιερώνυμος τονίζει ότι «ο επίσημος ρόλος της Εκκλησίας στην περίοδο της Δικτατορίας ήταν συνεπής και αδιάβλητος για την αποστολή της, γι’ αυτό αποκλείει πλήρως τις οποιεσδήποτε ιδεοληπτικές ερμηνείες των οποιωνδήποτε επικριτών ή πολεμίων της».

Ολόκληρη η επιστολή

Η υπόθεση της Εκκλησίας είναι υπόθεση ενός λαού και όχι βεβαίως ενός υπουργού, όταν μάλιστα παραθεωρούνται θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις (άρθρο 13) και διατάξεις του εκτελεστικού νόμου του ισχύοντος Συντάγματος.

Ο επίσημος ρόλος της Εκκλησίας στην περίοδο της Δικτατορίας ήταν συνεπής και αδιάβλητος για την αποστολή της, γι’ αυτό αποκλείει πλήρως τις οποιεσδήποτε ιδεοληπτικές ερμηνείες των οποιωνδήποτε επικριτών ή πολεμίων της.

Άλλωστε αν ίσχυαν οι παντελώς αβάσιμες και πλασματικές επικρίσεις ότι δήθεν η Εκκλησία συνεργάσθηκε με τη Δικτατορία, τότε θα πρέπει να απαντηθούν από τους επικριτές της τα επόμενα σοβαρά ερωτήματα ήτοι αν είχε συνεργασθεί η Εκκλησία με τη Δικτατορία τότε:

  • Γιατί ενθρονίστηκε αυθαιρέτως, παρανόμως και αντικανονικώς ο σθεναρώς αρνηθείς να παραιτηθεί γηραίος Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος;
  • Γιατί απαγορεύθηκε η συνέλευση της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και γιατί συγκροτήθηκε μια ολιγομελής «αριστίνδην» Σύνοδος εκλεκτών της Αρχιερέων τόσο για την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου όσο και για τη διοίκηση της Εκκλησίας αντί της Ιεραρχίας;
  • Γιατί εκδιδόταν ανά εξάμηνο μία νέα νομοθετική παράταση για την απαγόρευση της συνελεύσεως της Συνόδου της Ιεραρχίας μέχρι το 1970;
  • Γιατί σε ολόκληρη την επταετία απαγορεύθηκε οποιοσδήποτε διορισμός έστω και ενός θεολόγου στη Μέση Εκπαίδευση;
  • Γιατί δεν συνδέθηκε το πλασματικό σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» με τις θεσμικές εκφράσεις μιας πρόθυμης σε συνεργασία, όπως υποστηρίζουν σκοπίμως οι επικριτές της, εκκλησιαστικής ηγεσίας;