Άμεση ήταν η απάντηση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Χ. Παπουτσή σχετικά με την αναφορά του Βουλευτή κ. Ν. Νικολόπουλου με θέμα «Αντιμετώπιση εγκληματικότητας, στελέχωση, λειτουργία, υλικοτεχνική υποδομή, ατομικά εφόδια, εκπαίδευση προσωπικού, φρούρηση στόχων και ασφάλεια προσώπων».
Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο ζήτημα της στελέχωσης των αστυνομικών Υπηρεσιών, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη είπε ότι αντιμετωπίζεται μέσα από τις δυνατότητες που παρέχει η συνολική δύναμη του Σώματος, η οποία είναι ελλειμματική και για το λόγο αυτό καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την ορθολογική κατανομή της.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών και στην πλήρωση των υφισταμένων κενών θέσεων στην οργανική δύναμη, που όπως είπε εκκρεμεί για το 2011 η πρόσληψη 1.300 Δόκιμων Αστυφυλάκων, 67 Δόκιμων Υπαστυνόμων και 1.200 Ειδικών Φρουρών.
Σχετικά με το ζήτημα των ατομικών εφοδίων και μέσων που χορηγούνται στο αστυνομικό προσωπικό, ο κ. Χρήστος Παπουτσής ανέφερε, ότι από το 2010 και μετά κατανεμήθηκαν σε επιχειρησιακές Υπηρεσίες, 3.165 αλεξίσφαιρα γιλέκα και βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαδικασίες για την προμήθεια ικανού αριθμού αλεξίσφαιρων γιλέκων και αντιβαλλιστικών πλακών.
Μέχρι το τέλος του 2011 το σύνολο του «μάχιμου» προσωπικού θα φέρει τον πλέον σύγχρονο ατομικό οπλισμό.
Επιπλέον, τόνισε ότι η εκπαίδευση αποτελεί ζήτημα υψηλής προτεραιότητας για το Υπουργείο και το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας καθώς και η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας.
Ως προς το ζήτημα της διάθεσης αστυνομικού προσωπικού για την ασφάλεια ορισμένων προσώπων, ο Υπουργός, διευκρίνισε ότι γίνεται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Τέλος, σε ότι αφορά στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας στην Αττική και στην επικράτεια, καθώς και τη συντήρηση των μηχανοκίνητων μέσων της Ελληνικής Αστυνομίας, ο κ. Παπουτσής, για την πλήρη ενημέρωση του Βουλευτή κ. Νικολόπουλου, επισύναψε τα πρακτικά της συζήτησης σε επερώτηση που κατέθεσαν οι βουλευτές κα. Θ. Μπακογιάννη και κ.κ. Χρ. Μαρκογιαννάκης, Γ. Κοντογιάννης και Ε. Αυγενάκης.