Η Ελλάδα πρέπει να ανακάμψει και η Γερμανία δεν θα αρνηθεί να τη βοηθήσει αν της ζητηθεί» είναι το ισχυρό μήνυμα σύμφωνα με τoν γερμανικό Τύπο, που μεταφέρει στην Αθήνα ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας και ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) φθάνει στην Αθήνα συνοδευόμενος από περισσότερους από 40 Γερμανούς επιχειρηματίες, που ενδιαφέρονται να επενδύσουν στην Ελλάδα, όπως τονίζει το γερμανικό περιοδικό Focus. Προσθέτει, μάλιστα, ότι είναι η πρώτη επίσκεψη Γερμανού υπουργού Οικονομίας στην ελληνική πρωτεύουσα, έπειτα από πέντε χρόνια. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των Γερμανών επενδυτών είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Όπως γράφει το γερμανικό περιοδικό, μεταξύ των επιχειρηματιών που συνοδεύουν τον κ. Γκάμπριελ είναι οι επικεφαλής: της εταιρείας Mitsubishi Hitachi με έδρα το Ντούισμπουργκ, η οποία κατασκευάζει ένα εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής στην Πτολεμαΐδα, της Hochtief, της κρατικής τράπεζας KfW, της Fraport, του τουριστικού γίγαντα TUI, της Ομοσπονδιακής Ένωσης της Γερμανικής Βιομηχανίας Τουρισμού (BTW), των φαρμακευτικών εταιριών Bayer, BASF και Boehringer Ingelheim και των εταιριών eνέργειας Emerson, Nordex, Solarworld.
Όπως γράφει η Deutsche Welle στην ηλεκτρονική της έκδοση «τον Οκτώβριο του 2011 ο τότε Γερμανός υπουργός Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ έφτασε στην Ελλάδα συνοδευόμενος από πενήντα Γερμανούς επιχειρηματίες. Ο πρώην αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων (FDP) ήθελε να ανοίξει τον δρόμο, ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις από τις δύο χώρες να βολιδοσκοπήσουν τις προοπτικές συνεργασίας. Ωστόσο, εκείνη η αναγνωριστική αποστολή έμεινε δίχως συνέχεια. Σχεδόν πέντε χρόνια αργότερα ένας Γερμανός υπουργός Οικονομίας ταξιδεύει και πάλι προς την Ελλάδα μαζί με μία μεγάλη αντιπροσωπεία. Αυτή τη φορά, ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ στοχεύει να τα καταφέρει καλύτερα από τον προκάτοχό του.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ελληνογερμανικού βιομηχανικού και εμπορικού επιμελητηρίου οι 120 μεγαλύτερες γερμανικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα απασχολούν 39.000 εργαζομένους με ετήσιο τζίρο επτά δισεκατομμυρίων ευρώ.