Όλοι έχουμε ευθύνη για τη σημερινή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, παραδέχεται η πρώην υπουργός Παιδείας και νυν επικεφαλής των ευρωβουλευτών της Ν.Δ. Μαριέττα Γιαννάκου.

H M. Γιαννάκου σε συνέντευξή της στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» ασκεί εντονότατη κριτική στο νομοσχέδιο της νυν υπουργού Παιδείας, Αννας Διαμαντοπούλου, για τα ΑΕΙ, παρά ταύτα όμως καλεί και τους πρυτάνεις να τον εφαρμόσουν, εφόσον ψηφιστεί.

Ακολουθούν αποσπάσματα από τη συνέντευξη της πρώην υπουργού Παιδείας:

– Η χώρα περνά πρωτοφανή οικονομική κρίση. Υπάρχει διέξοδος και σε τι βάθος χρόνου;

Νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει ασφαλείς προβλέψεις, καθώς οι διεθνείς εξελίξεις παραμένουν ρευστές και απρόβλεπτες και ασκούν επιπρόσθετη επίδραση στο ελληνικό δημοσιονομικό πρόβλημα. Επιπλέον, η κυβέρνηση εξακολουθεί να καθυστερεί την προώθηση σημαντικών αλλαγών στο σωστό τάιμινγκ, καθώς βρίσκεται σε περιδίνηση και εσωστρέφεια πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα. Διέξοδος, όταν έχεις τόσο υψηλό χρέος, μπορεί να υπάρξει μόνον αν μηδενιστεί μόνιμα το έλλειμμα. Το πρόβλημα, βεβαίως, καθίσταται από δημοσιονομικό ανθρωπιστικό, καθώς μία παρατεταμένη περίοδος ύφεσης και υψηλής ανεργίας θα επιδεινώσει το βιοτικό επίπεδο των ασθενεστέρων κοινωνικών στρωμάτων.

– Και μια και χρηματίσατε υπουργός Παιδείας και έρχεται αύριο στη Βουλή το νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση: Το περιεχόμενό του σας βρίσκει σύμφωνη ή αντίθετη;

Έχω επανειλημμένως επισημάνει ότι αποτελεί επικοινωνιακό τέχνασμα της κυβέρνησης η παρουσίαση των ήδη νομοθετημένων ρυθμίσεων κατά την περίοδο 2004-2007 σχετικά με την αξιολόγηση, τη διεθνοποίηση, την κοινωνική λογοδοσία, τους τετραετείς προγραμματισμούς και την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ. Αυτό που υποκρύπτει η πρωτοβουλία της κυβέρνησης είναι η μετάθεση της ευθύνης από το κράτος στα ΑΕΙ για τη χρηματοδότηση της πανεπιστημιακής έρευνας και διδασκαλίας. Ασφαλώς, πρέπει να γίνει εξορθολογισμός στη διαχείριση των δημόσιων πόρων, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εκπαίδευση αποτελεί ισχυρό μηχανισμό κοινωνικής κινητικότητας και παροχής δυνατοτήτων, ιδιαιτέρως για τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.

– Η πανεπιστημιακή κοινότητα έχει τη δυνατότητα να μην το εφαρμόσει στην πράξη, ακόμη κι αν ψηφιστεί, όπως «απειλούν» οι πρυτάνεις;

Πρωταρχικής σημασίας είναι να εφαρμόζει το υπουργείο την υφιστάμενη νομοθεσία, αντί να παρανομεί εκ συστήματος. Το κράτος έχει συνέχεια και πρέπει να έχει αξιοπιστία στην εφαρμογή των κανόνων. Για παράδειγμα, το υπουργείο αρνείται να εφαρμόσει τους τετραετείς προγραμματισμούς που συνάφθηκαν μεταξύ ΑΕΙ και Πολιτείας το 2009 σχετικά με τη χρηματοδότηση υποδομών, τις λειτουργικές δαπάνες και το προσωπικό. Ακόμη, η κυβέρνηση σήμερα δεν έχει ανακοινώσει το ύψος της χρηματοδότησης των ΑΕΙ για το επόμενο διάστημα, γεγονός που προκαλεί εύλογες ανησυχίες. Από την άλλη πλευρά, την περίοδο 2004-2007 οι νομοθετικές μας πρωτοβουλίες υποστηρίχθηκαν από μια ισχυρή συμμαχία υπέρ των αλλαγών στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενώ η κυβέρνηση στερείται μιας ανάλογης υποστήριξης. Οταν οι πολιτικοί απαιτούν από τους άλλους την εφαρμογή των νόμων, οφείλουν οι ίδιοι πρώτα απ’ όλα να σέβονται τη συνταγματική και νομοθετική τάξη της χώρας, και πάντως κανείς δεν νομιμοποιείται να μην εφαρμόζει ψηφισμένη από τη Βουλή των Ελλήνων νομοθεσία. Οι συμπεριφορές αυτές, απ’ όπου και αν προέρχονται, υπονομεύουν τη Δημοκρατία με βαρύτατες συνέπειες για το μέλλον της χώρας.