Η ελληνική κυβέρνηση θα προσέλθει στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 17-18 Μαρτίου με τη θέση ότι είναι ανάγκη να καταδικαστούν οι μονομερείς ενέργειες, να λειτουργήσει αποτελεσματικά η τελική συμφωνία που θα επιτευχθεί με την Τουρκία και να μην υπάρξουν διαχωριστικές γραμμές εντός της ΕΕ, αλλά μία και συμφωνημένη πολιτική.
Το κλίμα αυτό, σύμφωνα με εκτιμήσεις, απασχολεί την κυβέρνηση, αλλά και πολλές ακόμη χώρες της ΕΕ, ενώ έντονος είναι ο προβληματισμός στην Αθήνα και σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για τον απώτερο στόχο του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, που ευχαρίστησε ουσιαστικά τις χώρες της ομάδας Βίζεγκραντ για το κλείσιμο των συνόρων. Σημειώνεται ότι οι δηλώσεις Τουσκ προκάλεσαν την αντίδραση της καγκελαρίου Μέρκελ
Τα σύνορα είναι κλειστά ντε φάκτο για τους παράτυπους μετανάστες, αναφέρουν ελληνικές εκτιμήσεις, παραπέμποντας σε σχετικές εκκλήσεις προς μετανάστες να μην επιχειρούν το επίπονο ταξίδι προς την Ευρώπη. Όμως παράλληλα, είναι θετικό στοιχείο η επικαιροποίηση της ελληνοτουρκικής συμφωνίας επανεισδοχής των παράτυπων μεταναστών, που υπογράφηκε στη Σμύρνη την περασμένη Τρίτη, ενώ στη Σύνοδο Κορυφής αναμένεται να τεθεί επί τάπητος η συνολική συνεργασία της ΕΕ με την Τουρκία.
Υπό αυτό το πρίσμα, διπλωματικές πηγές εκτιμούσαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αυτή τη στιγμή η ομάδα των χωρών Βίζεγκραντ επιχειρεί να κερδίσει ζωτικό διπλωματικό χώρο στην ΕΕ και να καταστήσει την πλήρη άρνηση για συνεργασία στο προσφυγικό κυρίαρχη πολιτική θέση, η οποία όμως είναι αντίθετη με τις διεθνείς συνθήκες.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, αντιλαμβάνεται ότι πλέον η αποστολή της έχει γίνει πιο σύνθετη, καθώς με τη διμερή ελληνοτουρκική συμφωνία για την επαναπροώθηση των παράτυπων μεταναστών διασώζει μια ευρωπαϊκή στρατηγική, και υπό το πρίσμα αυτό, η ΕΕ οφείλει να στηρίξει αυτή τη συμφωνία με κάθε τρόπο. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα λειτουργεί ως εκφραστής μιας ευρωπαϊκής προσφυγικής και μεταναστευτικής πολιτικής, που πρέπει να ενισχυθεί και όχι να αποδυναμωθεί, γιατί οι συνέπειες θα είναι μεγαλύτερες.