Διαβεβαιώσεις πως δεν θα υποκύψει σε πιέσεις και δεν πρόκειται να κάνει πίσω στην επιδίωξή του να ανοιχτεί η επαγγελματική δραστηριοποίηση στο χώρο των ταξί «με κανόνες», έδωσε ο υπουργός Μεταφορών, Γιάννης Ραγκούσης, ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής.
Ο κ. Ραγκούσης κατηγόρησε την Νέα Δημοκρατία πως από τη μία καταδικάζει τις ακραίες συμπεριφορές των ιδιοκτητών ταξί, αλλά παράλληλα «τους κλείνει το μάτι για συνέχιση των κινητοποιήσεών τους», ενώ καταλόγισε δισταγμό στην Αριστερά, να καταδικάσει τις επιθέσεις των ιδιοκτητών ταξί, εναντίον των συνδικαλιστών οδηγών τους.
Στις τοποθετήσεις τους ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών διαπίστωσε πως ο υπουργός Μεταφορών δεν άνοιξε τα χαρτιά του στην Επιτροπή για το ποιες είναι οι θέσεις του υπουργείου για το μοντέλο απελευθέρωσης της συγκεκριμένης αγοράς που επιθυμεί.
Πιο αναλυτικά, ο κ. Ραγκούσης, επανέλαβε πως ο κλάδος του ταξί δεν πρόκειται να αιφνιδιαστεί με κυβερνητικές αποφάσεις και κατηγόρησε τους ιδιοκτήτες, ότι αθέτησαν συμφωνία που είχε επιτευχθεί την 7η Ιουλίου, να υπάρξει ένας «απροσχημάτιστος και ουσιαστικός διάλογος».
Ο υπουργός Μεταφορών κατηγόρησε τη Νέα Δημοκρατία πως από τη μία καταδικάζει τις ακραίες συμπεριφορές των ιδιοκτητών ταξί, αλλά παράλληλα «τους κλείνει το μάτι για συνέχιση των κινητοποιήσεών τους», ενώ καταλόγισε δισταγμό στην Αριστερά, να καταδικάσει τις επιθέσεις των ιδιοκτητών ταξί, εναντίον των συνδικαλιστών οδηγών τους.
Ο κ. Ραγκούσης απέρριψε τους υπολογισμούς του Αντώνη Σαμαρά πως η Ελλάδα έχει αναλογία 4 ταξί ανά 1.000 κατοίκους, αντιλέγοντας πως το ποσοστό αυτό είναι 2,5/1000.
Ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας και τομεάρχης Μεταφορών του κόμματος, Μιχάλης Παπαδόπουλος, πρότεινε την εισαγωγή πληθυσμιακών κριτηρίων: «Από μετρήσεις που υπάρχουν, το επιβατικό κοινό του ταξί, είναι το 70% του ενεργού πληθυσμού, κάτι που αντιστοιχεί σε 1,5 ταξί ανά 1000 άτομα. Να βγάλετε ένα γενικό κανόνα και από κει και πέρα, το ποσοστό να προσδιορίζεται ανά κάθε νομό», εισηγήθηκε.
Στις τοποθετήσεις της, η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών, διαπίστωσε πως ο υπουργός Μεταφορών δεν άνοιξε τα χαρτιά του στην Επιτροπή, για το ποιες είναι οι θέσεις του υπουργείου για το μοντέλο απελευθέρωσης της συγκεκριμένης αγοράς που επιθυμεί, αλλά και για το τι πρόκειται να συμβεί με τις αιτήσεις που έχουν ήδη κατατεθεί για απόκτηση νέων αδειών.
Σχολιάζοντας την στάση της ΝΔ που ζητά ρυθμίσεις ευρωπαϊκού τύπου, ο κ. Ραγκούσης υπογράμμισε πως τα ευρωπαϊκά κράτη δεν έχουν ενιαία πολιτική στο ζήτημα της αγοράς αυτής – «η Βαρκελώνη, το Ελσίνκι και το Μπέλφαστ έχουν 5 ταξί ανά 1.000 κατοίκους» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σημείωσε επίσης πως ο νόμος 3919 για την άρση των περιορισμών στην πρόσβαση εργασίας, προέβλεπε μονάχα την δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων επαγγελμάτων από την διαδικασία απελευθέρωσης, για έκτακτους λόγους δημοσίου συμφέροντος. Δεδομένου ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη – τόνισε ο κος Ραγκούσης – η επιχειρηματική δραστηριοποίηση στο χώρο του ταξί, δέον να θεωρείται ήδη ανοικτή.
«Τουλάχιστον με τους εκπροσώπους που έχουμε συζητήσει (ΣΑΤΑ, ΣΕΠΕ, οδηγούς ταξί), αυτό είναι αποσαφηνισμένο. Στο πλαίσιο του ανοικτού επαγγέλματος των ταξί, η συζήτηση γίνεται για την αποσαφήνιση και προσδιορισμό των κανόνων του ανοικτού επαγγέλματος», ανέφερε ο υπουργός.
Αντιδράσεις και από κυβερνητικούς βουλευτές
Η τοποθέτηση του κ. Ραγκούση προκάλεσε αντιδράσεις – εκ μέρους ακόμη και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ.
Η πρόεδρος της Επιτροπής, Βάσω Παπανδρέου, διαμαρτυρήθηκε λέγοντας πως ο τότε υπουργός Οικονομικών, Γ. Παπακωνσταντίνου, είχε διαβεβαιώσει πως θα έρχονταν προεδρικά διατάγματα για τα επαγγέλματα που θα χρειάζονταν επαναρρύθμιση και πως «το νόμο ψηφίσαμε με ορισμένες διαβεβαιώσεις και προϋποθέσεις».
Αντίστοιχη θέση εξέφρασε και ο Μάκης Βορίδης για λογαριασμό του ΛΑΟΣ, υπενθυμίζοντας τις αντιρρήσεις που είχε εκφράσει κατά του ν. 3919 για την «απελευθέρωση» των επαγγελμάτων, προβλέποντας τότε πως θα οδηγούσε σε «κενό νόμου και χάος».
«Η κυβέρνηση ήρθε να φέρει προεδρικό διάταγμα με υπογραφές των Ρέππα και Παπακωνσταντίνου, στο χρόνο τον οποίο έπρεπε, όπου προέβλεπε 2,5 ταξί ανά 1000 κατοίκους στην Αθήνα και 2 στην περιφέρεια», σημείωσε η Τόνια Αντωνίου.
«Σήμερα, ο υπουργός δεν απαντά πού διαφωνεί με την απόφαση της κυβέρνησης. Υπάρχει θέμα συνέπειας της κυβέρνησης, δεν μπορεί να λειτουργεί α λα καρτ», συμπλήρωσε η βουλευτής.
«Μετά τη λήξη της προθεσμίας, η κυβέρνηση μπορεί να φέρει προεδρικό διάταγμα μονάχα με καινούργια νομοθετική πρωτοβουλία που να περιορίζει το εύρος της εφαρμογής του 3919. Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα», σημείωσε ο Κ. Τζαβάρας (ΝΔ).
Ο τομεάρχης Μεταφορών της ΝΔ, Μιχάλης Παπαδόπουλος, κατηγόρησε τον υπουργό για αυταρχισμό – και του υπέδειξε τον δρόμο της παραίτησης, εάν δεν είναι σε θέση να δώσει λύση στην κρίση την οποία ο ίδιος δημιούργησε.
Η εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, Λούκα Κατσέλη, πρότεινε μια ρύθμιση της αγοράς του ταξί, που θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα των περιβαλλοντικών και κυκλοφοριακών επιπτώσεων από τον μεγάλο αριθμό κυκλοφορούντων οχημάτων, την ανάγκη προστασίας του καταναλωτή (έλεγχος ποιότητας υπηρεσιών, κατάρτιση κλπ.), την δυνατότητα καινοτομίας και διεύρυνσης των υπηρεσιών και την «προάσπιση της καθολικότητας των υπηρεσιών» (με γεωγραφικούς περιορισμούς ή διασπορά υπηρεσιών).
Από πλευράς ΚΚΕ, ο Νίκος Καραθανασόπουλος, δήλωσε αντίθετος στην πολιτική της απελευθέρωσης των επαγγελμάτων, τονίζοντας πως «τα καρτέλ δεν τα δημιουργούν οι κλειστές αγορές, αλλά ο ανταγωνισμός». Στο επιχείρημα δε, του κ. Ραγκούση, ότι οι οδηγοί των ταξί κινούνται στην ίδια κατεύθυνση με το υπουργείο, ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ υποστήριξε πως η συνδικαλιστική ηγεσία των οδηγών, «δεν ανταποκρίνεται στα συμφέροντά τους».
Από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, ο Δ. Παπαδημούλης κάλεσε τον υπουργό να επαναφέρει στο τραπέζι του διαλόγου το προεδρικό διάταγμα Ρέππα και «να μην καθυστερείτε ένα μήνα με την τακτική των κλειστών χαρτιών. Γιατί αν δεν μπορέσετε εσείς, θα αναγκαστεί να το κάνει ο Πρωθυπουργός με άλλους τρόπους».
Αναφανδόν υπέρ του υπουργού, τάχθηκε ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Στάθης Κουτμερίδης, ο οποίος επαίνεσε τον κ. Ραγκούση για το ότι «αποκάλυψε όλα τα ψεύτικα διλήμματα που τέθηκαν από συναδέλφους που υποτίθεται πως βρίσκονται στη Βουλή για να εξυπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον».