«Από την αρχή της κρίσης της Ελλάδας το 2010, δύο πρωθυπουργοί έχασαν τη θέση τους αφού πρώτα αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν ένα ανέφικτο πακέτο μέτρων λιτότητας, ως αντάλλαγμα για ένα πρόγραμμα διάσωσης από την τρόικα – όπως είναι γνωστοί οι θεσμοί (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Με λυπεί να βλέπω ότι την ίδια μοίρα θα έχει και ένας τρίτος πρωθυπουργός, ο φίλος μου και σύντροφος Αλέξης Τσίπρας», αναφέρει σε άρθρο του στους New York Times ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Βαρουφάκης.
«Τον Ιούλιο, όταν ο κ. Τσίπρας αναγκάστηκε να υποκύψει στις επιταγές της τρόικας, έγραφε το τέλος της κυβέρνησής μας. Επίσης προκαλούσε την διάσπαση του κόμματός μας , του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίζοντας το σε εκείνους που συμφώνησαν να υπακούσουν και στους υπόλοιπους από εμάς – σχεδόν 40 βουλευτές από τους 149 συνολικά) οι οποίοι αρνήθηκαν να συμφωνήσουν με τα μέτρα. Για το λόγο αυτό, θα μπορούσε να πει κανείς πως οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου φαίνεται πως είναι αποτέλεσμα της κρίσης» συνεχίζει ο κ. Βαρουφάκης στο άρθρο του πριν επαναλάβει το την απόφασή του να μην λάβει μέρος σε αυτή την εκλογική μάχη.
«Από την πλευρά μου, αφού παραιτήθηκα από την θέση μου εν μέσω της αδίστακτης και ταπεινωτικής επιβολής της τρόικας, σκοπεύω να μείνω εκτός. Δεν θα διεκδικήσω μία θέση στο κοινοβούλιο στις θλιβερές εκλογές, οι οποίες δεν πρόκειται να αναδείξουν μία βουλή ικανή να υποστηρίξει ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα για την Ελλάδα», σημείωσε.
Στη συνέχεια ο πρώην υπουργός Οικονομικών αναφέρεται αναλυτικά και στο «εναλλακτικό σχέδιο» για την ανάκαμψη της Ελλάδας.
«Τον Μάρτιο ανέλαβα το έργο να συντάξω ένα εναλλακτικό πρόγραμμα για την ανάκαμψη της Ελλάδας με τη συμμετοχή του οικονομολόγου Τζέφρι Σακς και τη συμβολή μιας ομάδας ειδικών όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς και ο βρετανός πρώην υπουργός Νόρμαν Λάμοντ. Η στρατηγική μας βασιζόταν σε μια στρατηγική για ανταλλαγή χρέους (debt swaps) προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος. Το μέτρο αυτό θα μας επέτρεπε να έχουμε βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2018 και μετά. Θέσαμε ως στόχο τα πλεονάσματα αυτά να μην είναι μεγαλύτερα από το 2% του ΑΕΠ. Με μικρότερη πίεση στην κυβέρνηση να προχωρήσει σε περικοπές των δημοσίων δαπανών, η ελληνική οικονομία θα προσέλκυε επενδυτές», αναφέρει ο κ. Βαρουφάκης και προσθέτει:
«Το πλάνο ήταν έτοιμο στις 11 Μαΐου. Το παρουσίασα στον κ. Σόιμπλε και σε άλλους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης. Ωστόσο, δεν έλαβε ποτέ έγκριση από τον Έλληνα πρωθυπουργό διότι του το απαγόρευσε η τρόικα. Του κατέστησε σαφές ότι οποιαδήποτε τέτοιο έγγραφο θα θεωρούνταν εχθρική κίνηση και θα ήταν μια υπαναχώρηση από τις συνθήκες του υπάρχοντος προγράμματος των θεσμών. Φυσικά, αυτό το πρόγραμμα έκανε λόγο για μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα και δεν είχε πρόβλεψη για την αναδιάρθρωση του χρέους», ανέφερε.