Η κυβέρνηση τάσσεται υπέρ της πρότασης του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ περί σύστασης Προανακριτικής Επιτροπής που θα εξετάσει την υπόθεση του λεγόμενου «μπαζώματος» των Τεμπών και τις τυχόν ποινικές ευθύνες του τότε υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Χρήστου Τριαντόπουλου, που σήμερα δήλωσε ότι παραιτείται από υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας (θέση που ανέλαβε τον Ιούνιο του 2023), για να διευκολύνει την κοινοβουλευτική διαδικασία που θα ακολουθήσει. Θυμίζουμε επίσης ότι τον Νοέμβριο του 2023 η κυβέρνηση είχε προκρίνει τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για το σιδηροδρομικό δυστύχημα, και όχι Προανακριτικής, που κατέληξε σε ξεχωριστά πορίσματα ανά κόμμα (κάτι σύνηθες στη χώρα μας) τον περασμένο Μάρτιο.

Η Νέα Δημοκρατία κατέληγε στο ότι «το δυστύχημα δεν θα είχε συμβεί εάν είχαν τηρηθεί απαρέγκλιτα οι κανόνες του Γενικού Κανονισμού Κινήσεως», ο οποίος, όπως λένε, «παραβιάστηκε επτά φορές». Από την πλευρά τους οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία επέρριπταν ευθύνες στην τότε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, κάνοντας λόγο περί «διαρκούς προσπάθειας της κυβέρνησης για συγκάλυψη» και τονίζοντας ότι «το δυστύχημα δεν θα είχε συμβεί πιθανά αν είχε υλοποιηθεί η Σύμβαση 717». Την ίδια στιγμή, από το ΠΑΣΟΚ μιλούσαν για αδυναμία έκδοσης «ολοκληρωμένου πορίσματος» καθώς, όπως υποστήριζαν, «ούτε το σύνολο της δικογραφίας παραλάβαμε, ούτε ουσιώδεις μάρτυρες εξετάσθηκαν. Αυτή υπήρξε από την αρχή η επιδίωξη της κυβερνητικής πλειοψηφίας».

Οπότε τώρα οδηγούμαστε στη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής. Είναι λογικό αρκετοί να μην γνωρίζουν ποια είναι η διαφορά μεταξύ της Εξεταστικής Επιτροπής που ολοκληρώθηκε προ μηνών και της Προανακριτικής που ζητείται σήμερα. Ας τα δούμε λοιπόν αναλυτικά, ώστε να ξεδιαλύνουμε την κατάσταση.

Στην ελληνική Βουλή υπάρχουν δύο σημαντικά θεσμικά εργαλεία για τη διερεύνηση υποθέσεων που απασχολούν την κοινή γνώμη και αφορούν ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων: η Εξεταστική Επιτροπή και η Προανακριτική Επιτροπή. Καθεμία από τις δύο έχει διαφορετική αποστολή, αρμοδιότητες και νομικές συνέπειες.

Τι είναι η Εξεταστική Επιτροπή και πώς λειτουργεί

Η Εξεταστική Επιτροπή είναι ένα όργανο που συγκροτείται από τη Βουλή για τη διερεύνηση ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος που αφορούν τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, την οικονομία, την πολιτική ζωή ή άλλα σοβαρά θέματα, όπως συνέβη με το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

Πότε συστήνεται

Η συγκρότηση μιας Εξεταστικής γίνεται ύστερα από απόφαση της Βουλής, η οποία λαμβάνεται «με απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών που δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων του συνόλου των βουλευτών (120 βουλευτές), ύστερα από πρόταση του ενός πέμπτου (30) του όλου αριθμού των βουλευτών», σύμφωνα με το άρθρο 68 του Συντάγματος.

Τη σχετική πρόταση μπορεί να καταθέσει είτε η κυβέρνηση είτε η αντιπολίτευση. Εννέα μήνες μετά την τραγωδία με τους 57 νεκρούς η Βουλή αποφάσισε τη συγκρότηση Εξεταστικής για τη «διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών και όλων των πτυχών που σχετίζονται με αυτό», όπως αναφερόταν τότε χαρακτηριστικά.

Η σχετική πρόταση συγκρότησής της είχε κατατεθεί από το ΚΚΕ και υπερψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία. Στην ονομαστική ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε, από τους 298 βουλευτές που συμμετείχαν οι 266 τάχθηκαν υπέρ, ενώ την πρόταση καταψήφισαν τότε οι 32 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ.

Ποιες είναι οι αρμοδιότητές της

Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να:

  • Συλλέγει στοιχεία και έγγραφα από δημόσιες υπηρεσίες.
  • Καλεί μάρτυρες για κατάθεση.
  • Εξετάζει δημόσιους λειτουργούς και εμπλεκόμενα πρόσωπα.
  • Συντάσσει πόρισμα, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει πολιτικές ή θεσμικές προτάσεις.

Το πόρισμά της (ένα ενιαίο ή ένα ανά κόμμα, όπως συνέβη με την υπόθεση των Τεμπών) δεν συνεπάγεται και νομικές συνέπειες για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Στην ελληνική πολιτική ιστορία, έχουν συγκροτηθεί 24 φορές, διερευνώντας από τον Φάκελο της Κύπρου και το σκάνδαλο Κοσκωτά μέχρι τις προμήθειες των Ενόπλων Δυνάμεων, την υπόθεση του Βατοπεδίου, τα δομημένα ομόλογα, το έλλειμμα του 2009, τη δανειοδότηση κομμάτων και ΜΜΕ και τις υποκλοπές.

Θυμίζουμε ότι η Εξεταστική Επιτροπή κάνει την ερευνητική δουλειά του εισαγγελέα, έχει δηλαδή αρμοδιότητες αντίστοιχες με αυτές των ανακριτικών αρχών και του εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ερευνώντας συνολικά την υπόθεση και όχι ειδικά ποινικές ευθύνες. Γι’ αυτό και συνήθως τα σχετικά πορίσματα αποδίδουν πολιτικές ευθύνες και αν βρεθούν αποχρώσες ενδείξεις για ποινικές ευθύνες τότε ζητείται από τη Βουλή να συσταθεί Προανακριτική Επιτροπή.

Τι είναι η Προανακριτική Επιτροπή και πώς διαφέρει

Η Προανακριτική Επιτροπή (ή Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη Διενέργεια Προκαταρκτικής Εξέτασης) την οποία ζητά το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, έχει σαφώς πιο βαρύνοντα ρόλο, καθώς μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ποινική δίωξη πολιτικών προσώπων. Διερευνά συγκεκριμένες ποινικές ευθύνες οι οποίες αναγράφονται στο κείμενο των βουλευτών που καταθέτουν την πρόταση για τη συγκρότησή της.

Η Προκαταρκτική έχει ρόλο και αρμοδιότητες Εισαγγελέα και μπορεί να διατάξει ακόμα και τη βίαιη προσαγωγή μάρτυρα. Παράλληλα μπορεί να ασκήσει διώξεις, κάτι που δεν μπορεί να κάνει η Εξεταστική.

Υπενθυμίζεται ότι βάσει του άρθρου 86 του Συντάγματος, μόνο η Βουλή είναι αυτή που έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως ο νόμος ορίζει.

Πότε συγκροτείται

Η σύσταση μιας Προανακριτικής Επιτροπής γίνεται με απόλυτη πλειοψηφία (τουλάχιστον 151 βουλευτές), ύστερα από πρόταση που υπογράφεται από τουλάχιστον 30 βουλευτών (σ.σ. το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ αυτή τη στιγμή έχει 31). Ουσιαστικά, η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται όταν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι υπουργοί, υφυπουργοί ή ακόμα και ο πρωθυπουργός έχουν διαπράξει ποινικά αδικήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Αρμοδιότητες και εξουσίες

Η Προανακριτική Επιτροπή λειτουργεί σχεδόν όπως ένα εισαγγελικό όργανο και έχει τη δυνατότητα να:

  • Καλεί μάρτυρες και υπόπτους για κατάθεση.
  • Συλλέγει αποδεικτικά στοιχεία.
  • Προτείνει άσκηση ποινικών διώξεων.
  • Αποφασίζει αν η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο Δικαστικό Συμβούλιο και ενδεχομένως στο Ειδικό Δικαστήριο.

Αντίθετα, με την Εξεταστική Επιτροπή λοιπόν, η Προανακριτική Επιτροπή έχει έννομες συνέπειες, καθώς μπορεί να οδηγήσει στην παραπομπή πολιτικών προσώπων στη Δικαιοσύνη. Αλλά κι αυτό υπό προϋποθέσεις. Τουτέστιν, το πόρισμα της Επιτροπής εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής και αυτή είναι που αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Άρα το πλειοψηφούν κόμμα που διαθέτει πάνω από τους μισούς βουλευτές (εν προκειμένω η Νέα Δημοκρατία που διαθέτει 156 βουλευτές) μπορεί να μπλοκάρει μια άσκηση δίωξης ή να δώσει το «πράσινο» φως, προκειμένου να ασκηθούν διώξεις κατά συγκεκριμένων προσώπων.

Εν κατακλείδι, η Εξεταστική Επιτροπή αποτελεί εργαλείο κοινοβουλευτικού ελέγχου και πολιτικής διερεύνησης, χωρίς όμως τη δυνατότητα επιβολής νομικών κυρώσεων. Από την άλλη, η Προανακριτική Επιτροπή έχει δικονομικό ρόλο, καθώς μπορεί να οδηγήσει πολιτικά πρόσωπα ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Τα τρία βήματα που περιμένουμε αποδώ και πέρα

Ενημερωτικά τέλος, για την υπόθεση των Τεμπών έχουν προαναγγελθεί τρεις κοινοβουλευτικές διαδικασίες:

  • Σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για τον Χρήστο Τριαντόπουλο, ύστερα από το αίτημα του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, με το οποίο συμφωνεί και η κυβέρνηση, προκειμένου να μην μείνει οποιαδήποτε σκιά συγκάλυψης. Κυβερνητικές πηγές σημειώνουν ωστόσο ότι «σε καμία περίπτωση αυτό δεν σημαίνει ότι συντασσόμαστε με το περιεχόμενο της πρότασης. Είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη κίνηση του ΠΑΣΟΚ εντάσσεται στην απέλπιδα προσπάθειά του να εργαλειοποιήσει την τραγωδία των Τεμπών για φτηνά πολιτικά παιχνίδια». Ο δε ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία θα στηρίξει την πρόταση της Χαριλάου Τρικούπη, αλλά διαφωνεί με το σκεπτικό και τον χρόνο κατάθεσής της.
  • Συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων για το δυστύχημα, την οποία έχει προαναγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.
  • Πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης που αναμένεται να καταθέσει το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, «όταν δημοσιοποιηθούν νέα στοιχεία και πορίσματα» σύμφωνα με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Νίκο Ανδρουλάκη. Στο σημείο αυτό υπάρχει προστριβή με τον ΣΥΡΙΖΑ που προτείνει η κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας να πραγματοποιηθεί άμεσα. «Ο δισταγμός του ΠΑΣΟΚ να συνεργαστεί μαζί μας για την κατάθεση πρότασης μομφής δίνει πολιτικό χρόνο στην κυβέρνηση, για να δημιουργήσει ένα νέο αφήγημα, αντί να δώσει πολιτική απάντηση στο αίτημα της κοινωνίας», όπως είπε ο πρόεδρος του κόμματος, Σωκράτης Φάμελλος.