Σε φάση έντονων διεργασιών έχουν εισέλθει οι διπλωματικές αντιπροσωπείες Αθήνας και Άγκυρας ενόψει του 6ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ), το οποίο αναμένεται να διεξαχθεί στην Τουρκία, αρχές του 2025.

Η οριστικοποίηση της ημερομηνίας συνάντησης μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παραμένει σε εκκρεμότητα, αν και το πιθανότερο χρονικό διάστημα για την πραγματοποίησή της εκτιμάται πως θα είναι μετά την ορκωμοσία του νέου αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που έχει προγραμματιστεί για τις 20 Ιανουαρίου, και έως τις αρχές Φεβρουαρίου.

Οι δύο πλευρές, παρά τις διαφορές που έχουν όσον αφορά σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα, στοχεύουν να διατηρήσουν την τρέχουσα ευνοϊκή και φιλειρηνική ατμόσφαιρα, αποφεύγοντας εντάσεις που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις συζητήσεις για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων και των διμερών συνεργασιών. Επί της ουσίας, δηλαδή, αναμένεται να επικυρωθεί η ικανότητα των δύο πλευρών του Αιγαίου να συζητούν, ακόμη και όταν διαφωνούν.

Οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο επίκεντρο των συζητήσεων

Η διαφορά που εντοπίζεται στην οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας αποτελεί τη «θεμελιακή αφετηρία», όπως τη χαρακτήρισε ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, και αυτή τη στιγμή παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν ο διάλογος μπορεί να προχωρήσει σε μια «ουσιαστική συζήτηση». Παρά την αναγνώριση αυτής της διαφοράς εκ μέρους μας, η επόμενη φάση των συνομιλιών θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν. Η χρονική περίοδος που προηγείται του 6ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας είναι κρίσιμη όμως και για το διεθνές σκηνικό.

Η Ελλάδα θα έχει ήδη αναλάβει την τρίτη θητεία της ως μη μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και το βλέμμα της θα είναι στραμμένο στον Μάιο, όταν θα αναλάβει την προεδρία του Συμβουλίου. Παράλληλα, οι εξελίξεις στο Κυπριακό, η τριμερής συνάντηση με Αίγυπτο και Κύπρο και οι επαφές με τον Λίβανο και τον αραβικό κόσμο αναμένεται να εντείνουν την πολιτική δραστηριότητα της χώρας.

Η επιρροή της Ελλάδας στην περιοχή, ιδιαίτερα με το ισχυρό διπλωματικό της αποτύπωμα και τη θέση της στο διεθνές σύστημα, προσφέρει την ευκαιρία για πιο δυναμικές κινήσεις στην επίλυση των χρονιζόντων προβλημάτων στον τομέα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Η κατεύθυνση αυτή ενισχύεται και από τη δηλωμένη πολιτική της κυβέρνησης για ενεργητική και δυναμική εξωτερική πολιτική, στηριγμένη στο Διεθνές Δίκαιο και στην ισχυρή παρουσία της Ελλάδας σε διεθνείς οργανισμούς.

Εσωτερικές αντιδράσεις

Όπως είναι αναμενόμενο, η διαδικασία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης συνεχίζει να προκαλεί παράλληλα έντονες εσωτερικές αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο. Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης δέχεται κριτική για «έλλειψη πυξίδας», όπως φάνηκε και κατά τη διάρκεια της συζήτησης του προϋπολογισμού στη Βουλή, κυρίως, από εκείνους που αμφισβητούν τη νέα προσέγγιση της Αθήνας και την επιμονή της κυβέρνησης στον διάλογο με την Τουρκία, παρά τις διαφορές που υφίστανται. Οι επικριτές του διαλόγου τονίζουν ότι η Ελλάδα θα πρέπει να υιοθετήσει πιο αυστηρή στάση και να αποφύγει τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής με τον τρόπο που διεξάγεται σήμερα.

Ο Γιώργος Γεραπετρίτης, πάντως, επιμένει ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν χαρακτηρίζεται από «φοβικό σύνδρομο», ούτε ακολουθεί το «δόγμα της ακινησίας». Αντίθετα, υπογραμμίζει πως η Ελλάδα προχωρά με ισχυρή αυτοπεποίθηση και φρόνηση, στηρίζοντας την προσέγγισή της στην υπεράσπιση του Διεθνούς Δικαίου. Στηλιτεύει, μάλιστα, τις επικρίσεις που διατυπώνονται από πολιτικά πρόσωπα που θεωρούν ότι η κυβέρνηση δεν κινείται με τον κατάλληλο προσανατολισμό.

«Η μεγάλη ευκαιρία είναι να κάνουμε το άλμα μπροστά» σημειώνει ο κ. Γεραπετρίτης, τονίζοντας ότι ο διάλογος παραμένει το κύριο μέσο για την επίλυση των διαφορών. Με την ολοκλήρωση της προετοιμασίας για το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, η Ελλάδα επιδιώκει να διασφαλίσει ότι η πορεία της εξωτερικής πολιτικής της θα οδηγήσει σε αποτελέσματα, ακόμη και όταν οι συζητήσεις περνούν μέσα από τη φάση των διαφωνιών και των δύσκολων επιλογών.

Στο γενικότερο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το επόμενο διάστημα προμηνύεται κρίσιμο. Οι διπλωματικές προσπάθειες και η πρόθεση να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα στο Αιγαίο, καθώς και η αποφυγή οποιασδήποτε κλιμάκωσης της έντασης, παραμένουν κεντρικοί στόχοι της ελληνικής κυβέρνησης. Η διαδικασία προετοιμασίας για το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας αποτελεί -αν μη τι άλλο- μία από τις κρισιμότερες φάσεις αυτών των προσπαθειών, με τις δύο χώρες να επιδιώκουν να διατηρήσουν έναν θετικό διάλογο, παρά τις αντιφάσεις και τις προκλήσεις που ενδέχεται να προκύψουν. Το τι θα συμβεί τους επόμενους μήνες, μένει να αποδειχτεί στην πράξη.