Από τα μηνύματα που έστειλε ο πρωθυπουργός στο υπουργικό Συμβούλιο ξεκίνησε η συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας Άκη Σκέρτσου στον “Real FM”.

Συγκεκριμένα, «αυτό που επεσήμανε ο πρωθυπουργός είναι ότι πρέπει κάθε μέρα να προσπαθούμε να μπαίνουμε στα παπούτσια των πολιτών και να νιώθουμε, να συμπάσχουμε με την καθημερινότητά τους. Να βγαίνουμε, δηλαδή, από τα γυάλινα γραφεία μας, να ερχόμαστε πιο κοντά στην κοινωνία και να κατανοούμε τα προβλήματα της καθημερινότητας. Αυτό είναι και το ζητούμενο της πολιτικής. Δουλειά μας δεν είναι να αυτοθαυμαζόμαστε για τα επιτεύγματα της οικονομίας, που είναι πολλά και σημαντικά, αλλά να βλέπουμε πώς αυτά μεταφέρονται ως βίωμα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων».

Και συνέχισε: «Έχουμε να διαχειριστούμε μια οικονομία που υπέφερε από μια υπερδεκαετή κρίση χρέους», η οποία «προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί, να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της, να προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες για ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, για καλύτερα εισοδήματα, καλύτερους μισθούς και συντάξεις στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, και να αναπτύσσεται με ταχύτερο ρυθμό από την υπόλοιπη Ευρώπη». Ταυτόχρονα, πρέπει «να επιλύσουμε πολλά και μακροχρόνια προβλήματα που έχει η ελληνική οικονομία, και στο πεδίο του ανταγωνισμού», με τελικό στόχο, «καλύτερες τιμές για τους καταναλωτές».

Το συμπέρασμα του υπουργού Επικρατείας είναι ότι «η Ελλάδα έχει καταφέρει μέσα σε πάρα πολύ αντίξοες συνθήκες τα τελευταία πέντε χρόνια να σταθεί στα πόδια της». Ζήτησε δε, «να συνεχίσουμε στο ίδιο μονοπάτι της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και της δυναμικής ανάπτυξης, αλλά να στηρίζουμε πρωτίστως τα ευάλωτα εισοδήματα και να δίνουμε μια μεγάλη μάχη να κρατάμε τις πληθωριστικές πιέσεις σε επίπεδα που θα είναι χαμηλότερα από τις αυξήσεις που δίνουμε».

Επ’ αυτού ειδικότερα παρατήρησε ότι «στα 5,5 χρόνια οι αυξήσεις καταγράφονται στην περιοχή του 25% ως 28%, σωρευτικά ο πληθωρισμός είναι από 15% ως 16%, άρα κάτι μένει στην τσέπη. Ωστόσο δεν αρκεί, δίνουμε καθημερινή μάχη», διαβεβαίωσε.

Άλλωστε, συμπλήρωσε, «δεν υπάρχει στο παρελθόν άλλη κυβέρνηση που να τα έχει βάλει με τα διυλιστήρια, με τους μεγάλους παρόχους ενέργειας. Δεν είμαστε αντίπαλοι, αλλά όταν βλέπουμε ότι υπάρχουν τα λεγόμενα ουρανοκατέβατα κέρδη», τότε η κυβέρνηση παρεμβαίνει και «αναδιανέμει αυτή την ουρανοκατέβατη κερδοφορία την οποία και επιστρέφει στους καταναλωτές για να στηρίξει τα εισοδήματα».

Ένα άλλο μήνυμα που έστειλε ο κ. Σκέρτσος, ήταν ότι «εμείς είμαστε από την πλευρά των ευάλωτων συμπολιτών και προσπαθούμε η ευημερία που σημειώνεται στο μακροοικονομικό επίπεδο να δημιουργεί καλύτερα εισοδήματα, μικρότερες ανισότητες».

Στον προϋπολογισμό, μάλιστα, «περιλαμβάνονται 12 αυξήσεις αποδοχών για το 2025 και 12 μειώσεις φόρων που έρχονται να προστεθούν σε επιπλέον 60 μειώσεις φόρων, που έχουν ψηφισθεί και εφαρμοσθεί την προηγούμενη τετραετία». Κατά συνέπεια, συνέχισε, «έχουμε πετύχει υψηλότερα έσοδα με χαμηλότερους φόρους. Σημειώνουμε τη μεγαλύτερη μείωση φόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση τα στοιχεία της Eurostat».

Στο σημείο αυτό, δε, διαπίστωσε επίσης ότι «αλλάζει η αναλογία άμεσων προς έμμεσους φόρους, ήταν στο 67% οι έμμεσοι φόροι το 2019 και είναι στο 62% σήμερα, και οι άμεσοι ήταν στο 33% του ΑΕΠ το 2019 και είναι στο 38%». «Διευρύνεται η φορολογική βάση, υπάρχει πιο δίκαιη φορολόγηση», ανέφερε και «το πιο δίκαιο φορολογικό και οικονομικό περιβάλλον προσφέρει ασφάλεια και προσελκύει επενδύσεις».

Ειδικώς για την πρόταση για μείωση του ΦΠΑ επικαλέσθηκε τη διεθνή εμπειρία εν πρώτοις: «Η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ισπανίας εφάρμοσε μηδενικό ΦΠΑ και με βάση την έκθεση της ισπανικής κεντρικής τράπεζας, αυτή η μείωση δεν έφθασε στον καταναλωτή, αντιθέτως έμεινε στις τσέπες των μεσαζόντων». Και, στα καθ’ ημάς, «για κάθε μονάδα μείωσης του ΦΠΑ κοστίζει 1,5 δισ. ευρώ, δηλαδή με βάσεις τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ (κοστίζει) 3 δισ.». Ενώ διεμήνυσε εξάλλου ότι «μέτρα που δεν θα έχουν πρακτικό όφελος για τους καταναλωτές και ειδικά τους πιο ευάλωτους, δεν έχουμε εντολή να εφαρμόσουμε».

Στο κεφάλαιο των επενδύσεων σημείωσε: «Οι επενδύσεις ως μερίδιο του ΑΕΠ το 2019 ήταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, στο 10%-11%, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν στο 21%-22%. Το 2025, ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις χάρη στην καλύτερη φορολογική μεταχείριση και το ευνοϊκότερο επενδυτικό επιχειρηματικό περιβάλλον έχουν φθάσει στο 17,5%». Επικαλούμενος μάλιστα τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, τόνισε πως αυτά δείχνουν «σημαντική αύξηση των επενδύσεων στη μεταποίηση, στον πρωτογενή τομέα, αλλάζει δηλαδή το παραγωγικό υπόδειγμα. Έχουμε σημαντική αύξηση των εξαγωγών, των προϊόντων όχι μόνο των υπηρεσιών».

Τελικώς, «ο στόχος είναι το 2027 να φθάσουμε σε μια οικονομία που θα είναι πιο παραγωγική, πιο εξωστρεφής, πιο καινοτομική αλλά και πιο δίκαιη. Στον πυρήνα της πολιτικής μας είναι η δικαιοσύνη», υπογράμμισε. Σημειώνοντας ότι στο παρελθόν «οι πολίτες έχουν ταλαιπωρηθεί πολύ από το λαϊκισμό, την ανευθυνότητα, τις έωλες προτάσεις», ο Άκης Σκέρτσος αντέτεινε: «Εμείς θα προχωράμε με ευθύνη, αλήθεια και τεκμηρίωση».

Τελευταίο οικονομικό θέμα συζήτησης, οι τράπεζες, στις οποίες, όπως είπε, «ασκείται πολύ αυστηρή πίεση ως προς τις χρεώσεις», ενώ χαρακτήρισε «μεγάλη κατάκτηση» το IRIS. Εξήγησε, πάντως, ότι «οι τράπεζες είναι μια διαφορετική αγορά που διέπεται από τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για να μην κλονίσουμε το τραπεζικό σύστημα, την τραπεζική πίστη, που είναι πολύ σημαντική για να δίνουμε δάνεια για επενδύσεις».

Η συνέντευξη Σκέρτσου έκλεισε με την επικείμενη συνάντηση του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «Ο διάλογος μεταξύ του πρωθυπουργού και των αρχηγών των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι αναγκαίος και επιβεβλημένος. Πρέπει να υπάρχει συναντίληψη για τα μεγάλα θέματα και προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία». «Έχουμε μπροστά μας σημαντικά ορόσημα, όπως η συνταγματική αναθεώρηση, θα θέλαμε να βρεθούν συναινέσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των κομμάτων της αντιπολίτευσης», τόνισε ο υπουργός Επικρατείας και έκλεισε λέγοντας πως «από τη στιγμή που έχει κλείσει αυτός ο κύκλος της εσωτερικής αναστάτωσης στο ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ μπορούμε να έχουμε περισσότερη και καλύτερη πολυφωνία, ελπίζω όχι κακοφωνία, εντός και εκτός της Βουλής. Ο τρόπος με τον οποίο γινόταν ο διάλογος εντός της Βουλής έχει ενοχλήσει, νομίζω, κάπως τους πολίτες. Χρειαζόμαστε καλύτερη ποιότητα δημοκρατικού λόγου στη χώρα μας».