Ο στόχος για μείωση του δημοσίου χρέους απαιτεί τον συνδυασμό δημοσιονομικής σύνεσης με την εφαρμογή μιας φιλοεπενδυτικής πολιτικής, δήλωσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης σε συνέντευξή του στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον, όπου βρίσκεται ο κ. Χατζηδάκης προκειμένου να συμμετάσχει στις εργασίες της Ετήσιας Συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Όπως ανακοινώθηκε από το υπουργείο, στο τηλεγράφημα του πρακτορείου αναφέρεται ότι ο στόχος προβλέπει τη μείωση του χρέους από 162% του ΑΕΠ το 2024 στο 149% το 2025 και 133,4% το 2028, χρονιά κατά την οποία- όπως σημειώνεται – εάν διατηρηθεί η πτωτική πορεία, το ελληνικό χρέος θα είναι χαμηλότερο από το ιταλικό, το οποίο προβλέπεται το 2027 να διαμορφωθεί στο 137,5% του ΑΕΠ από 135,8% εφέτος. Σημειώνεται ακόμη ο προγραμματισμός πρόωρης αποπληρωμής δανείων την προσεχή τριετία, που θα συμπιέσει επίσης τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ.

Το πρακτορείο αναφέρει ότι η κυβέρνηση προβλέπει ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2024 κατά 2,2% και το ΔΝΤ κατά 2,3%, «πολύ πάνω από την πρόβλεψη του ΔΝΤ για ανάπτυξη κατά 0,8% στην ευρωζώνη που περιλαμβάνει βιομηχανικές χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία».

Υπογραμμίζει ακόμη δηλώσεις του κ. Χατζηδάκη, σύμφωνα με τις οποίες: «Πήραμε τα διδάγματα της προηγούμενης δεκαετίας. Η Ελλάδα ζούσε πέρα από τις δυνατότητές της. Είναι σημαντικό να διατηρηθούν πρωτογενή πλεονάσματα και ένα συνολικό έλλειμμα, μετά την εξυπηρέτηση του χρέους, κοντά στο μηδέν. Έχουμε την εποπτεία από τις αγορές και τους επενδυτές, γνωρίζουμε ότι η δημοσιονομική σύνεση είναι προϋπόθεση για να πείσουμε τους πάντες ότι είμαστε μια αξιόπιστη κυβέρνηση και μια αξιόπιστη χώρα».

Εξάλλου, σε ερώτηση σχετικά με αιτήματα για μισθολογικές αυξήσεις, ο υπουργός ανέφερε: «Προσπαθούμε πάντα να ικανοποιούμε τα αιτήματα που προέρχονται από διάφορες ομάδες, στον βαθμό που τα αιτήματα αυτά δεν θέτουν σε κίνδυνο την εκτέλεση του προϋπολογισμού και τον στόχο που έχει τεθεί για τη χώρα και για την ελληνική οικονομία στο σύνολό της».