«Οι κυβερνητικές προτεραιότητες και ο δρόμος για τις μελλοντικές μεταρρυθμίσεις», ήταν ο τίτλος της παρέμβασης του υπουργού Επικρατείας ‘Ακη Σκέρτσου, στο συνέδριο του ECONOMIST. Ερωτηθείς, ειδικότερα, για το ποιες είναι οι τρεις προτεραιότητες της νέας θητείας της κυβέρνησης, απάντησε χαρακτηριστικά: «H Ελλάδα χρειάζεται: μεταρρυθμίσεις – μεταρρυθμίσεις – μεταρρυθμίσεις. Πρέπει να μεταρρυθμίσουμε το κράτος, την οικονομία, τις κοινωνικές πολιτικές μας».
Ξεκινώντας από μια ιστορική αναδρομή (κρίση χρέους, ύφεση κοκ), ο ‘Ακης Σκέρτσος συμπέρανε ότι η προηγούμενη δεκαετία ήταν «από τις πιο δύσκολες εποχές για τη χώρα μας». Όμως, συνέχισε, «όταν ανέλαβε η κυβέρνησή μας το 2019, δεσμευτήκαμε να αφιερώσουμε όλες τις προσπάθειές μας για μία δυναμική και βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας». Με στόχο, συμπλήρωσε, «να προσελκύσουμε καλύτερες και περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις, να αυξήσουμε την εγχώρια παραγωγή και τις εξαγωγές, να μειώσουμε το ντροπιαστικά υψηλό ποσοστό ανεργίας -το οποίο ακόμη παραμένει υψηλό, αλλά είναι χαμηλότερο από ό,τι ήταν το 2019, τώρα πλέον είναι στο 10,8% από 18%. Χρειάζεται να αυξήσουμε τα εισοδήματα και τους μισθούς, που είναι αλήθεια ότι παραμένουν χαμηλοί. Καταβάλλουμε συνεχή προσπάθεια να βελτιώσουμε τα εισοδήματα και στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα».
Ταυτοχρόνως, ο υπουργός Επικρατείας έκανε ειδική μνεία στους νέους και τις γυναίκες, σε σχέση με την αγορά εργασίας: «Χρειάζονται περισσότερα κίνητρα και ευκαιρίες -πολιτικές και εργαλεία- προκειμένου να ανοίξουμε τις πόρτες εργασίας στους νέους και τις γυναίκες. Αυτό το καταφέρνουμε με το να δημιουργήσουμε ένα πιο δυναμικό δίκτυο, το οποίο θα βοηθά τις ελληνικές οικογένειες με μικρά παιδιά και κατ’ επέκταση τις γυναίκες, να βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στην εργασία τους και την οικογενειακή ζωή τους. Στο σημείο αυτό αναφέρθηκε και στις κυβερνητικές δράσεις προς τους νέους και τις νέες, προκειμένου να βρουν καλές και καλά αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης, γεφυρώνοντας, έτσι, το κενό ανάμεσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και την εργασία, όπως είπε. «Είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτό θα έχει αποτελέσματα», σημείωσε εν κατακλείδι για το εν λόγω θέμα.
Παραλλήλως, «από την αρχή της πρώτης θητείας αυτής της κυβέρνησης έχουμε ρίξει βάρος και συνεχίζουμε τις προσπάθειες για να ψηφιοποιήσουμε το ελληνικό κράτος. Σημειώσαμε πολύ σημαντική πρόοδο αλλά και πάλι υστερούμε. Προσπαθούμε επίσης να βελτιώσουμε τη Δικαιοσύνη και την Υγεία». Και, «θέλουμε να έχουμε μια δυναμική οικονομία για να βελτιώσουμε και να αυξήσουμε τις δαπάνες για τα δημόσια αγαθά με δημοσιονομικά υπεύθυνο τρόπο, με δημοσιονομική σταθερότητα, έτσι ώστε να έχουμε πλεόνασμα αντί για έλλειμμα. Είμαστε αισιόδοξοι από τα στοιχεία που έχουμε, είχαμε μια καλή τουριστική χρονιά».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του αναφέρθηκε στις περιβαλλοντικές πολιτικές, εξ αφορμής και των πλημμυρών στη Θεσσαλία. Αφού υπογράμμισε τις δύσκολες καταστάσεις εκεί, ανέφερε πως η κυβέρνηση έχει «φιλόδοξους στόχους και ταυτόχρονα προσαρμοζόμαστε στα νέα δεδομένα της κλιματικής αλλαγής. Η χώρα μας και ολόκληρη η Μεσόγειος είναι από τις πιο ευάλωτες περιοχές στην κλιματική κρίση αυτήν τη στιγμή. Είχαμε από τα πιο ζεστά καλοκαίρια στην ιστορία της Ελλάδας […] βιώσαμε τεράστιες πυρκαγιές που κατέκαψαν χιλιάδες στρέμματα, είχαμε επίσης την πολύ μεγάλη πλημμύρα στη Θεσσαλία και την εβδομάδα αυτή είχαμε μια επανάληψη αυτής, σε μικρότερη κλίμακα βέβαια». Συνεπώς, «πρέπει να σκεφτούμε τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να σκεφτούμε πώς θα χορηγήσουμε περισσότερα κονδύλια για να μειώσουμε τον πόνο που έχει προκληθεί στους πολίτες, την οικονομία και την κοινωνία», επεσήμανε και έκλεισε λέγοντας πως η κυβέρνηση διαθέτει «μεγάλα κονδύλια για την προστασία των δασών».
Για την ενεργειακή πολιτική, τέλος, «έχουμε πολύ φιλόδοξους στόχους όσον αφορά την ενεργειακή μας μετάβαση. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι μεταξύ των επτά πρώτων χωρών στον κόσμο όσον αφορά τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Σημειώσαμε πολύ μεγάλη πρόοδο τα τελευταία χρόνια και στοχεύουμε να πετύχουμε ακόμη καλύτερες θέσεις. Έως το τέλος της τετραετίας θέλουμε να έχουμε το 80% της ηλεκτρικής μας ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας […]. Δαπανούμε περισσότερο από 40% των δημόσιων επενδύσεων μας στην πράσινη ενεργειακή μετάβασή μας», δήλωσε εν κατακλείδι.