Τι θα θυμόμαστε άραγε από την πανδημία του κορονοϊού, όταν όλα θα έχουν τελειώσει; «Σε μεγάλο βαθμό θα θυμούνται την πανδημία, τουλάχιστον όσοι έχουν την τύχη να μην έχουν άμεσες απώλειες απ’ αυτήν, μέσα από τις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αντώνης Λιάκος, Ιστορικός, Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ, εκ των ομιλητών στη διαδικτυακή συζήτηση με θέμα «Πανδημία και Μνήμη» που διοργανώνει το MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Συλλογές Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης την Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021, στις 19:30, με ανοιχτή συμμετοχή για το κοινό.
Η συζήτηση θα επιχειρήσει να φωτίσει την περίπλοκη σχέση της πανδημίας με τη μνήμη. Σκοπός της είναι η ανίχνευση των διαφορετικών εγγραφών, αποσιωπήσεων και πραγματεύσεων αυτής της σχέσης -πανδημία και μνήμη- στην ιστορία, τη συλλογική μνήμη, τις εικαστικές τέχνες, τη λογοτεχνία και την ψυχιατρική.
Τι ίχνη άφησε η πανδημία του 1918
«Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πρωτοφανές, ανατρέχουμε στο παρελθόν για να δούμε πώς παλαιότερες κοινωνίες αντιμετώπισαν αντίστοιχες καταστάσεις και τότε τι διαπιστώνουμε; Πόσα λίγα έχουμε αφομοιώσει σε συλλογικό επίπεδο από αντίστοιχες εμπειρίες. Αναζητώντας -για παράδειγμα- τα ίχνη που άφησε η πανδημία του 1918 συνειδητοποιούμε ότι είναι ψευδαίσθηση να πιστεύουμε ότι ένα σημαντικό γεγονός που επηρέασε τις ζωές πολλών ανθρώπων αποτυπώνεται αυτόματα στη συλλογική μνήμη. Κι εδώ ακριβώς γεννιέται ο προβληματισμός που έδωσε και το έναυσμα στη συζήτηση. Θυμόμαστε ή λησμονούμε τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος όπως οι πανδημίες και γιατί; Με ποιους μηχανισμούς τα διαχειριζόμαστε;», εξηγεί η Συραγώ Τσιάρα Ιστορικός Τέχνης, Αν. Διευθύντρια MOMus-Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.
«Ακόμη και αν η άμεση αναφορά στην πανδημία ατονήσει, θα εγγραφούν στη συλλογική μνήμη μια σειρά από ζητήματα, όπως οι βιοπολιτικές στρατηγικές σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατάρρευση των δικτύων μετακίνησης, ο κοινωνικός αυτοματισμός που έχει εξελιχθεί σε ένα είδους διχαστικού λόγου για το ποιοι συμμετέχουν στο πόλεμο και ποιοι τον υπονομεύουν», σημειώνει ο κ. Λιάκος. Υπογραμμίζει δε το θέμα του αγγίγματος, του απαγορευμένου εν μέσω πανδημίας, αναφερόμενος στη μνήμη του σώματος. «Αυτή τη στιγμή υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν περισσότερο ευάλωτοι, οι οποίοι έχουν να νιώσουν ανθρώπινη επαφή για σχεδόν έναν χρόνο. Τι συνέπειες θα έχει αυτή η αποστέρηση; Πώς θα εγγραφεί στη μνήμη των κοινωνιών το άγγιγμα ως κίνδυνος;», αναρωτιέται.
Η μνήμη υπόκειται σε αξιακούς κώδικες
Η Συραγώ Τσιάρα σημειώνει ότι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έχει διαπιστωθεί ότι άρχισε να συντελείται μια «ριζική αλλαγή στις προτεραιότητες και την πολιτική της μνημόνευσης, μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τους ήρωες και τους πρωταγωνιστές στα θύματα της ιστορίας». Την κυρίαρχη στροφή της μνημονευτικής διεργασίας από την εξύμνηση της ηρωικής προσωπικότητας στην επούλωση του τραύματος που προκαλεί η απώλεια, σηματοδοτούν το μνημείο των δολοφονημένων Εβραίων του Βερολίνου και το μνημείο των βετεράνων του πολέμου του Βιετνάμ στην Ουάσιγκτον. «Η στροφή από τον ήρωα στο θύμα και η επιθυμία να μη λησμονηθούν όσοι έφυγαν άδικα και αναίτια εξηγεί κάπως και τη διαφορετική αντιμετώπιση των θυμάτων της παρούσας πανδημίας με άξονα τη μετάθεση της απώλειας από το ιδιωτικό πεδίο στο δημόσιο», σημειώνει η κ. Τσιάρα.
Τη «μετατόπιση» του ενδιαφέροντος από τον θύτη στο θύμα επισημαίνει και ο κ. Λιάκος, εξηγώντας ότι πριν από μισό αιώνα, συγκινούσαν οι ήρωες και ο ηρωισμός. Τώρα, η ταύτιση αφορά τα θύματα και όσα υπέφεραν. «Άλλου τύπου κατορθώματα προσέχαμε τότε, όψεις που μοιάζουν με τη σημερινή καθημερινή ζωή και τις αδυναμίες μας, προσέχουμε τώρα. Αν θες να διατηρήσεις τη μνήμη, πρέπει να βρεις τρόπο να μιλήσεις γι’ αυτήν. Η μνήμη δεν είναι ενιαία. Υπόκειται, ανάμεσα σε άλλα, στους αξιακούς κώδικες, οι οποίοι αλλάζουν από γενιά σε γενιά, αναλόγως των προσλήψεων και της δομής των αισθημάτων κάθε γενιάς».
Ο ρόλος της ψηφιακής επικοινωνίας
Μια σημαντική αλλαγή, κυρίως για τη νέα γενιά, είναι ότι ενημερώνεται και «βιώνει» την πανδημία μέσω των κοινωνικών δικτύων. Πώς αναμένεται να καταγραφεί συλλογικά και ατομικά ο πρωτόγνωρος και παγκόσμιος φόβος μέσα από την ψηφιακή επικοινωνία; «Αν υπάρχουν σήμερα “παθολογίες” της συλλογικής μνήμης, από την άρνηση μέχρι τον πιθανό κορεσμό, τότε ίσως και η συνεχής ψηφιακή καταγραφή ενός παρόντος (ως κατασκευή μιας μελλοντικής μνήμης) να αποτελεί μια νέα παθολογία, που συμπυκνώνει και τους δύο παραπάνω κινδύνους. Μια ακατάσχετη καταγραφή ως νέα μορφή “φλυαρίας”, που εμποδίζει τη σκέψη», σημειώνει ο Γρηγόρης Αμπατζόγλου, ψυχίατρος – παιδοψυχίατρος, Ομ. Καθηγητής ΑΠΘ, ο οποίος στη διαδικτυακή συζήτηση θα μιλήσει για τη σχέση πανδημίας και μνήμης στην ψυχιατρική.
Η τέχνη στην… υπηρεσία της μνήμης
Η Covid-19 φαίνεται ότι έχει προκαλέσει μια επανεμφάνιση του ενδιαφέροντος για τις τέχνες που πραγματεύονται μεγάλες και θανατηφόρες επιδημίες. «Η λογοτεχνία ως τέχνη πολύ μακροβιότερη από τον κινηματογράφο, μας άφησε πολλά κλασικά μυθιστορήματα που μπορούν να αποτελέσουν μια βάση για να συζητήσουμε το θέμα της μνήμης, γενετικής, ιστορικής και (λιγότερο) βιωματικής σε σχέση με τις πανδημίες», σημειώνει η Μαρία Τσαντσάνογλου, αν. γενική διευθύντρια MOMus και εξηγεί ότι «από την επιστημονική φαντασία ως τον ρομαντισμό και από τον συμβολισμό ως το ρεαλιστικό μυθιστόρημα, η λογοτεχνία για τις πανδημίες, όσο κι αν δυνητικά συνδιαλέγεται με κοινωνικά και φιλοσοφικά θέματα ή δομείται φορμαλιστικά με πλοκή που ενδεχομένως εμπεριέχει τον έρωτα, τον θάνατο κλπ., ανήκει -κατά τη γνώμη μου- σε μια παρόμοια κατηγορία με το πολεμικό μυθιστόρημα διότι αποτελεί μια δυστοπική πραγματικότητα (και όχι μια φαντασία) που έχει επανειλημμένα βιώσει η ανθρωπότητα».
Σημειώνει δε, ότι «από αυτό και μόνο μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η μνήμη για τις πανδημίες παραμένει ζωντανή. Θέματα όπως η κοινωνική απομόνωση, η καραντίνα, οι αποστάσεις, ο φόβος του θανάτου, η ελπίδα της ίασης αλλά και η κοινωνική ανισότητα, η ευκολία ή δυσκολία νοσηλευτικής πρόσβασης και η σύγκρουση ανάμεσα στην ουμανιστική δικαιοσύνη και το ανταγωνιστικό κέρδος παραμένουν διαχρονικά επίκαιρα».
Σε κάθε εποχή, τα έργα τέχνης μπορούν να λειτουργούν σε πολλά επίπεδα. Μπορούν, ωστόσο, έστω και διαδικτυακά -όπως λειτουργεί ο πολιτισμός το τελευταίο διάστημα- να αποτελέσουν μέσο αποσυμπίεσης που τόσο ανάγκη έχει το κοινό; «Προφανώς», απαντά ο εικαστικός καλλιτέχνης Γιώργος Δρίβας, ο οποίος θα αναπτύξει στη συζήτηση το θέμα της σχέσης τέχνης και μνήμης. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι αυτό «δεν είναι απαραίτητο. Δεν είναι το ζητούμενο και δεν είναι το μόνο «καλό» που μπορούν να κάνουν. Ενδεχομένως θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως μέσο αφύπνισης, προβληματισμού και (αυτο-)κριτικής. Δεν είναι μόνο η αποσυμπίεση αυτό που ενδεχομένως χρειαζόμαστε αλλά και μια ενδελεχής αντίληψη για τον τρόπο που (δυστυχώς) λειτουργεί ο κόσμος μας», επισημαίνει.
Σύμφωνα με τον εικαστικό, «η πανδημία αρχειοθετείται εν τέλει και ατομικά σε έναν κόσμο που τη βιώνει άνισα, αναλόγως με τις δυνατότητες και τον τρόπο ζωής του καθένα μας. Κι αυτό ακριβώς είναι που δεν πρέπει να ξεχαστεί. Η τέχνη με τα έργα της μπορεί να μας θυμίζει την ύπαρξη αυτού του άνισου κόσμου που κάποτε παρήγαγε μια πανδημία, η οποία για κάποιους ήταν ένα τραγικό συμβάν, μια τραυματική εμπειρία εγκλεισμού και απομόνωσης και για κάποιους άλλους απλώς μια ενδιαφέρουσα ενδοσκοπική και ενίοτε δημιουργική εμπειρία».