Κατά πόσο μπορεί η εκταφή των οστών που βρέθηκαν σε μια κρύπτη της Τοσκάνης να φωτίσει τον θάνατο του δασκάλου του «κιαροσκούρο»; Μέσα από το έργο του, ο καλλιτέχνης έχει ήδη δηλώσει πολλά…
Πού βρίσκονται τ’ απομεινάρια του Καραβάτζιο; Ποια ήταν η αληθινή αιτία του θανάτου του, η σύφιλη, η μαλάρια, ή μήπως πρόκειται για φόνο; Ακριβώς τετρακόσια χρόνια μετά, η υπόθεση απασχολεί την ειδησεογραφία περισσότερο από ποτέ, ιδιαίτερα μάλιστα στην Ιταλία, όπου ένας ερευνητής, ο Σιλβάνο Βιντσέτι, έχει προχωρήσει στην ανάλυση ορισμένων οστέινων υπολειμμάτων.
Για τον κόσμο της ιστορίας της τέχνης, ο Βιντσέτι αποτελεί μια -το λιγότερο- αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Ένας πρώην τηλεπαρουσιαστής που έχει εξελιχθεί σήμερα σε αυτοδίδακτο ντετέκτιβ. Έχοντας τεθεί επικεφαλής μιας αυτοαποκαλούμενης «Εθνικής Επιτροπής για την Αξιοποίηση των Εθνικών Αγαθών», ιστορικών και πολιτιστικών, ενός οργανισμού που απαρτίζεται κυρίως από ανθρωπολόγους, ιστορικούς και εμπειρογνώμονες, ο Βιντσέτι είχε ήδη εντοπίσει ίχνη αρσενικού στα οστά του φιλοσόφου της Αναγέννησης Τζιοβάνι Πίκο ντέλα Μιράντολα, ενώ εργάστηκε και για την ανασύσταση του προσώπου των Δάντη και Πετράρχη.
Στις 21 Δεκεμβρίου πέρσι, ο Βιντσέτι οργάνωσε ένα πραγματικό σόου, το οποίο προκάλεσε αναβρασμό στο Πόρτο Έρκολε, το χωριουδάκι της Τοσκάνης, όπου θεωρείται ότι βρήκε το τέλος του ο Μικελάντζελο Μερίζι Ντα Καραβάτζιο ή απλώς Καραβάτζιο.
Με τους φωτογραφικούς φακούς και τις τηλεοπτικές κάμερες σε πλήρη λειτουργία, ένας από τους συνεργάτες του Βιντσέτι, φορώντας στολή σπηλαιολόγου, προχώρησε στην εκταφή μιας στοίβας από διάφορα ανθρώπινα λείψανα που ήταν συγκεντρωμένα κάτω από τα θεμέλια ενός κοινοτικού παρεκκλησιού.
Πολύ γρήγορα, τα απομεινάρια αυτά τοποθετήθηκαν σε μεγάλα κουτιά από αλουμίνιο και στάλθηκαν στο Τμήμα Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Ραβέννας, προκειμένου να υποβληθούν στις απαραίτητες εξετάσεις από ειδικευμένους αντιπροσώπους τεσσάρων μεγάλων ιταλικών πανεπιστημίων- των πόλεων Μπολόνια, Πίζα, Ακουλα και Λέτσε-, οι οποίοι και έχουν αναλάβει να προχωρήσουν σε μια ενδεχόμενη ταυτοποίηση.
Μέσα από τις δειγματοληψίες αυτές, οι ερευνητές καλούνται να εντοπίσουν τα λείψανα που αντιστοιχούν στον Καραβάτζιο, αυτόν που αποκλήθηκε «ζωγράφος των ζωγράφων», έχοντας ζήσει έναν σύντομο βίο 39 ετών γεμάτο αριστουργήματα, συμπλοκές στους δρόμους, μεθύσια και οργιώδεις νύχτες. Μέχρι σήμερα έχουν ανασυσταθεί εννέα οστέινα σύνολα που ανήκαν σε άνδρες που πέθαναν σε αντίστοιχη ηλικία, γύρω στο 1610.
Ο στόχος είναι να αντιστοιχηθούν τα DΝΑ των εννέα σκελετών με εκείνα άλλων έξι ανθρώπων, οι οποίοι έχουν θεωρηθεί ως πρόγονοι του καλλιτέχνη. Στη συνέχεια, εφόσον τα δεδομένα επαληθευτούν, θ’ ακολουθήσουν μικροβιολογικές αναλύσεις, ώστε να προσδιοριστούν τα ακριβή αίτια του θανάτου του. Η ελονοσία αποτελεί μια πιθανότητα: στις αρχές του 17ου αιώνα, η παράκτια περιοχή στην οποία περιπλανιόταν ο Καραβάτζιο, που περιελάμβανε και το Πόρτο Έρκολε, όπου σκόπευε απλώς να κάνει μια στάση για να ξεκουραστεί προτού ανταμώσει ξανά με τους πανίσχυρους μαικήνες του στην Αιώνια Πόλη, μαστιζόταν από κουνούπια.
Η σύφιλη αποτελεί επίσης μια πιθανότητα, αφού η συχνότητα με την οποία ο Καραβάτζιο συνευρισκόταν με πόρνες βεβαιώνεται από επίσημες αστυνομικές αναφορές της εποχής, αλλά και από την ίδια την τέχνη του: η πόρνη Άννα Μπιανκίνι είχε ποζάρει ως μοντέλο για τη «Μετανοούσα Μαγδαληνή», το ίδιο και η Φιλίντε Μελαντρόνι, διαδοχικά για τα έργα «Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας», «Η Έκσταση της Μαρίας της Μαγδαληνής» και «Η Ιουδήθ που Αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη», ενώ η Λένα Αντονέτι αποτυπώθηκε στους πίνακες «Η Παναγία των Προσκυνητών» και «Η Παναγία με το Φίδι». Όσο για την ευγενικής καταγωγής, επίσης πόρνη, Κατερίνα Βανίνι, η οποία βρέθηκε πνιγμένη στον Τίβερη το 1606, εμφανίζεται ως νεκρή στην «Κοίμηση της Θεοτόκου», έναν εξαιρετικά ρεαλιστικό πίνακα που μπορεί κανείς να θαυμάσει σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου.
Ας προχωρήσουμε σε μία ακόμη υπόθεση: είναι γνωστό, όπως αναφέρουν σήμερα τα Νέα, ότι ο Καραβάτζιο είχε αρκετούς ορκισμένους εχθρούς να παραμονεύουν στα νώτα του.
Πρώτα απ’ όλα, τους πληρωμένους δολοφόνους της οικογένειας του Ρανούκιο Τομασόνι, του ανθρώπου που ο ίδιος ο Καραβάτζιο σκότωσε με ένα σπαθί στη Ρώμη, επάνω σε καβγά. Υπήρχαν επίσης οι Ισπανοί, τους οποίους ο Καραβάτζιο δεν έχανε ευκαιρία να προκαλεί, έχοντας ταχθεί φανατικά με το μέρος των Γάλλων, στο πλαίσιο της έντονης, τότε, αντιπαράθεσης των δύο εθνοτήτων. Και τέλος, τα μέλη του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας, με τον Μεγάλο Μάγιστρο Αλόφ ντε Βινιανκούρ να αισθάνεται εξαπατημένος από τον καλλιτέχνη, μολονότι εκείνος δημιούργησε μια εξαίσια προσωπογραφία του, απεικονίζοντάς τον με την επιβλητική του πανοπλία.
Ο Μάγιστρος είχε υποδεχτεί τον Καραβάτζιο στη Βαλέτα, επιχειρώντας να διαγράψει το παρελθόν του ζωγράφου με τα σκάνδαλα και τα αδικήματα, καταβάλλοντας, με άλλα λόγια, το αντίτιμο, ώστε να λάβει τις υπηρεσίες του άφθαστου δεξιοτέχνη και νεώτερου κήρυκα της Αντιμεταρρύθμισης. Ωστόσο, η εριστική φύση ενός ανθρώπου που πολύ συχνά αποκαλούνταν- από φίλους και εχθρούς- cervello stravolto («τσακισμένος εγκέφαλος») θα ξαναχτυπήσει και ο Καραβάτζιο, που από ψευδοαριστοκρατική έπαρση αγαπούσε το σπαθί του σχεδόν όσο και τα πινέλα του, θα τραυματίσει έναν ιππότη. Ακόμη χειρότερα, στη συνέχεια θα αποδράσει από τις φυλακές του Τάγματος, «σπιλώνοντας» τη φήμη τους ως απαραβίαστων.
Δεν ήταν στον χαρακτήρα του Κα ραβάτζιο να συμβιβάζεται, γι’ αυτό και προτίμησε να προκαλέσει εκ νέου σάλο, εγκαταλείποντας τη Βαλέτα μέσα σε κατακραυγή, για να περιπλανηθεί στη συνέχεια σε Μεσίνα, Παλέρμο και Νεάπολη, με μοναδική και εύλογη ελπίδα, πλέον, το συγχωροχάρτι από το Βατικανό. Μια εξ ουρανού σωτηρία, την οποία αυτός ο ένθερμος θιασώτης της θρησκευτικής πίστης ζητούσε σε ολόκληρη τη ζωή του.
Ωστόσο, δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η οδός του μαρτυρίου του θα έφτανε στο τέρμα της χωρίς λύτρωση, 160 χιλιόμετρα νότια της Ρώμης, σε μια μικρή παραλία της ελώδους περιοχής του Ορτεμπέλο. Και, λίγες αγωνιώδεις ώρες αργότερα, στις 18 Ιουλίου του 1610, ο Καραβάτζιο ξεψυχούσε μέσα στους τέσσερις τοίχους του νοσηλευτηρίου του Σαν Σεμπαστιάνο, πολύ κοντά στο Πόρτο Ερκολε.
Ορισμένα αρχεία που ήρθαν στο φως το 2001 φανερώνουν μια διαδικασία προσωρινού ενταφιασμού του στο ενοριακό κοιμητήριο, εν αναμονή κάποιου πιθανολογούμενου αιτήματος μεταφοράς της σορού, που τελικά δεν ήρθε ποτέ. Το κοιμητήριο γκρεμίστηκε το 1956, προκειμένου να δώσει τη θέση του σ’ έναν μικρό λιμενοβραχίονα. Οι τάφοι που βρίσκονταν εκεί είχαν εκκενωθεί εκ των προτέρων, ενώ τα λείψανα συγκεντρώθηκαν ανάκατα κάτω από το παρεκκλήσι, εκεί ακριβώς όπου έσκαψε ο Βιντσέτι.
Υπήρχε άραγε πραγματικά ανάγκη αυτή η άθλια οστεοθήκη να ανοιχτεί ξανά; Τι παραπάνω θα μπορούσε να προσφέρει όλη αυτή η φασαρία, πέρα από μια στάλα αποδοχής από τους ερευνητές και την προσθήκη ενός λήμματος στον τοπικό τουριστικό οδηγό;
Από την αρχή κιόλας του όλου εγχειρήματος, ο μικρόκοσμος των ιταλών πανεπιστημιακών και άλλων εμπειρογνωμόνων που έχουν ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη εποχή, ήταν επιφυλακτικός. Μάλιστα, τόσο ο ιστορικός τέχνης- και ειδικευμένος αναλυτής του έργου του Καραβάτζιο – Μαουρίτσιο Μαρίνι όσο και η Ρομπέρα Λαπούκι, επικεφαλής του Τμήματος Συντήρησης και Αποκατάστασης Εργων Τέχνης στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, χαρακτήρισαν τη διαδικασία εντελώς ανώφελη. Ο Φράνκο Καρντίνι, καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο, έριξε ακόμη πιο φαρμακερά «βέλη», υποστηρίζοντας ότι η ομάδα του Βιντσέτι δουλεύει «για λογαριασμό μιας δόλιας πρακτικής των μίντια».
Οι παραπάνω επιστήμονες προτιμούν να εστιάζουν στις βαθύτερες αιτίες που επεξηγούν το ίδιο ικανοποιητικά τόσο τη ζωή όσο και το έργο του ζωγράφου. Με άλλα λόγια, είναι πια φανερό ότι η καλλιτεχνική αρτιότητα του Μικελάντζελο Μερίζι ήταν τέτοια, ώστε από μόνοι τους οι καμβάδες του να περικλείουν όλα όσα αξίζει κανείς να γνωρίζει για εκείνον. Ας τους ρίξουμε λοιπόν μια ματιά, για να εντοπίσουμε ποιος πραγματικά ήταν ο Καραβάτζιο: ένας άρρωστος Βάκχος, ένας τεθλιμμένος αυτόπτης στο φόντο του μαρτυρίου του Αγίου Ματθαίου, ένας άλλος αυτόπτης που κραδαίνει έναν λύχνο προς το μέρος του Χριστού τη στιγμή της σύλληψής του και, προπαντός, ένας Γολιάθ αποκεφαλισμένος από τον Δαβίδ…
Ακόμα και το να βλέπει κανείς τους αγγέλους με τα βρώμικα πόδια ή εκείνη την υπογραφή κάτω από το αίμα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, μοιάζει με αυτοπροσωπογραφία.
Όλοι αυτοί οι πίνακες αναπαριστούν κατά κανόνα συνταρακτικές σκηνές. Το ίδιο συνταραγμένος και βασανισμένος υπήρξε και ο ψυχισμός του δημιουργού τους, που ταυτόχρονα διψούσε τόσο έντονα για κάποια ιδανικά.