Ο συνεπιβάτης σε μία μοτοσυκλέτα έχει πολύ λίγες επιλογές για να περάσει την ώρα του, πέρα από το να κοιτάει τα τοπία. Αν όμως μπορούσε να οδηγήσει κάποιες φορές κι αυτός τη μοτοσυκλέτα, το ταξίδι του θα ήταν σίγουρα λιγότερο μονότονο.
Η προοπτική του να οδηγά τη μοτοσυκλέτα ο συνεπιβάτης είναι από ανατριχιαστική έως άκρως επικίνδυνη, όμως ο εφευρέτης είχε άλλα κατά νου. Με την εφαρμογή ενός δεύτερου σετ χειριστηρίων και τιμονιού συνδεδεμένου με ντίζες με το κανονικό, ήθελε να απλοποιήσει τη διαδικασία εκπαίδευσης. Ο μαθητής μπροστά και ο εκπαιδευτής στην ειδικά διαμορφωμένη πίσω θέση.
Η εφαρμογή έγινε σε μία Java της εποχής το 1949 και ευτυχώς όσο και προφανώς η πατέντα δεν περπάτησε. Αν και σύμφωνα με τον κατασκευαστή της κάποιος μάθαινε να οδηγά μοτοσυκλέτα μέσα σε 30 λεπτά με το σύστημα αυτό, προφανώς δεν είχε υπολογίσει τι θα συνέβαινε αν υπήρχε «διάσταση απόψεων» για το προς τα πού θέλει κάθε ένας να στρίψει ή επερχόταν πανικός από το μαθητή.
Η οδήγηση μοτοσυκλέτας έχει να κάνει με την ισορροπία και απασχολεί έντονα τα σχετικά αισθητήρια του ανθρώπου (στο αυτί) και με «αυτοματοποιημένους» ανακλαστικούς μηχανισμούς δίνει εντολές στο μυϊκό του σύστημά.
Αυτά δεν συμβαδίζουν σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους, οπότε πολύ σπάνια η εφαρμογή δύναμης στο τιμόνι θα ταυτιζόταν. Κάποιος έπρεπε να «υποχωρήσει» και αυτός θα ήταν ο συνεπιβάτης.
Παρόλα αυτά, στα πλαίσια της διαρκούς αναζήτησης του ανθρώπου ήταν κι αυτή μια προσπάθεια που είχε καλές προθέσεις αλλά ήταν άστοχή ως προς το αποτέλεσμα…