Σκηνές θρίλερ με ένταση που προερχόταν από τη μία από τον φόβο των Ταλιμπάν και από τη μήνη των καιρικών φαινομένων από την άλλη, ο Κώστας Μητσάκης συνεχίζει το τολμηρό «Trans Asians 2017». Δεν περίμενε κανείς να είναι στρωμένο με ροδοπέταλα ένα τέτοιο εγχείρημα, ωστόσο η ψυχραιμία και ή εμπειρία του Έλληνα ταξιδευτή έγιναν κρίσιμες ώστε να ξεπεράσει τις δυσκολίες στη διάσχιση του Πακιστάν. Ο ίδιος αφηγείται για το newsbeast.gr. Εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια, οι έκρυθμες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις που επικρατούν στο Πακιστάν, δεν είναι οι ιδανικότερες για έναν ξένο ταξιδιώτη. Στα βόρεια και βορειοδυτικά της χώρας μαίνονται οι μάχες του πακιστανικού στρατού με τους Ταλιμπάν, οι τυφλές βομβιστικές επιθέσεις είναι σχεδόν καθημερινότητα, ενώ το τελευταίο διάστημα έχουν αυξηθεί οι απαγωγές και οι δολοφονίες των ξένων από τους μαχητές του ISIS (καινούριο φρούτο αυτό). Το πιο πρόσφατο συμβάν ήταν η απαγωγή και η εκτέλεση δυο Κινέζων από τους τζιχαντιστές του ISIS (Μάιος 2017), οι οποίοι εργάζονταν σε μια κινέζικη κατασκευαστική εταιρία στην περιοχή του Βελουχιστάν. Διασχίζοντας το Πακιστάν με την λευκή Africa Twin, βεβαίως και γνώριζα πως οδηγούσα πάνω στην πιο επικίνδυνη διαδρομή του «TRANS ASIANS 2017»! Η ψυχολογία μου; Συγκρατημένος φόβος, αισιοδοξία, αποφασιστικότητα και θετική σκέψη… για το επόμενο χιλιόμετρο, την επόμενη μέρα. Όχι, δεν το σκέφτεσαι πολύ, ανοίγεις με τσαμπουκά την (συνοριακή) πόρτα και ορμάς για μια περιπέτεια ζωής και θανάτου… Μόλις τελείωσα τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και ετοιμάστηκα να αποχαιρετήσω την συνοριακή κωμόπολη Taftan, οι στρατιώτες μου ανακοίνωσαν ότι ταξίδι στο Πακιστάν χωρίς την συνοδεία ενός επανδρωμένου στρατιωτικού οχήματος δεν γίνεται. Ήταν ένα μέτρο που είχαν υιοθετήσει οι τοπικές αρχές για να προστατέψουν τους ελάχιστους ξένους ταξιδιώτες που επιχειρούν να διασχίσουν οδικώς το Πακιστάν. Σ’ όλη τη διάρκεια της πορείας μου στο Πακιστάν (1.850 χλμ. – 6 ημέρες), απολάμβανα την προστασία μιας ένοπλης στρατιωτικής συνοδείας. Από χωριό σε χωριό, ή από το ένα στρατιωτικό φυλάκιο στο άλλο, με συνόδευε ένα πάνοπλο στρατιωτικό όχημα. Έτσι, μ’ αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο, βρέθηκα να διασχίζω όλο το Πακιστάν, περνώντας από τις πόλεις Κουέτα, Σοκούρ, Μουλτάν και Λαχώρη. Κι ενώ στο Πακιστάν περίμενα τον ISIS και τους Τάλιμπαν να «κτυπήσουν» σε ανύποπτο χρόνο, την μεγαλύτερη ζημιά μού την έκανε τελικά η ίδια η έρημος Βελουχιστάν. Δυο αμμοθύελλες στην αρχική διαδρομή Ταφτάν-Νταλμπαντιν-Κουέτα (640 χλμ.) ήταν αρκετές να συντρίψουν την «τεχνολογική αλαζονεία» μου και να κολλήσω στην καυτή άμμο. Τα πάντα είχαν παραδοθεί στις άγριες διαθέσεις ενός μανιασμένου αέρα, ο οποίος ξεσήκωνε κύματα άμμου, μεταφέροντάς τα προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ οι υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούσαν μ’ έφεραν στα πρόθυρα της τρέλας… Κι όλα αυτά οδηγώντας ανάποδα, βρετανικά. Όσον αφορά στο οδικό πρόγραμμα της συγκεκριμένης διαδρομής, τα 640 χλμ. βγήκαν σε δυο μέρες με πολύ κόπο και μετά από 8-9 ώρες καθημερινής οδήγησης. Κι από ανεφοδιασμό καυσίμων; Δεν είχα πολλές επιλογές. Από μπιτόνια και βαρέλια στις άκρες του δρόμου φουλάριζα την λευκή HONDA, γεμίζοντας το ντεπόζιτό της με βενζίνη αναμφίβολης ποιότητας, «ενισχυμένη» με λίγη… άμμο ερήμου! Στην Κουέτα παρέμεινα δυο μέρες. Έπρεπε πρωτίστως να μεταβώ στην στρατιωτική Αρχή της Κούετα για να μου δοθεί η έγγραφη άδεια προκειμένου να συνεχίσω το ταξίδι μου στην επόμενη πόλη. Και δεύτερον, έπρεπε να επισκευάσω το πίσω λάστιχο της μοτοσυκλέτας, που έσκασε την στιγμή ακριβώς που έφτανα στο ξενοδοχείο. Και στις δυο περιπτώσεις, οι μετακινήσεις μου στην πόλη έγιναν με την συνοδεία τριών στρατιωτών, για λόγους ασφαλείας. Κι ενώ στην Κουέτα μου απαγορεύτηκε η βόλτα στην πόλη, την Σοκκούρ αντίθετα την περπάτησα. Κτισμένη στις όχθες του Ινδού ποταμού, στις δυτικές παρυφές της γνωστής ερήμου Θαρ, η πολύβουη, πολύχρωμη και απρόοπτη Σοκκούρ (απέχει 410 χλμ. ανατολικά της Κουέτα) με κέρδισε με την καθάρια δυναμική και την ασύλληπτη γοητεία της. Στοιχεία που παραδόξως σχετίζονταν, σε μεγάλο βαθμό, με την κυκλοφοριακή αταξία των δρόμων της. Ποικιλοστολισμένα λεωφορεία, ζωήλατα κάρα, ποδήλατα και διαβολικά τρίκυκλα-ταξί, έμοιαζαν να δίνουν τη δική τους καθημερινή παράσταση, με πρωταγωνιστές-οδηγούς που διέθεταν απίστευτο θράσος και ζηλευτή επιδεξιότητα. Ζήτω η τρέλα… Τελευταία πακιστανική στάση στην Λαχώρη (800 χλμ. βόρεια της Σοκκούρ), την πολιτιστική πρωτεύουσα της χώρας. Με μια ενδιάμεση διανυκτέρευση στην κωμόπολη Khanwel (ήταν επιλογή της αστυνομίας), έβαλα ρόδα στην Λαχώρη οδηγώντας πάνω στο ασφάλτινο ίχνος του εθνικού οδικού άξονα Ν5. Κατά την διάρκεια της παραμονής μου στη λαμπρή πολιτεία της Πενταποταμίας, άφησα τις ανησυχίες και τις επιθυμίες μου να οδηγήσουν τα αργόσυρτα βήματά μου στα όρια της παλαιάς πόλης, εκεί όπου κτυπά –αιώνες τώρα– η καρδιά της Λαχώρης. Η μετάβασή μου από το Πακιστάν στην Ινδία έγινε μέσω του συνοριακού φυλακίου Ατάρι (30 χλμ. ανατολικά της Λαχώρης), την μοναδική συνοριακή πόρτα επικοινωνίας που διαθέτουν οι δυο «άσπονδοι» γείτονες. Το 1947, περισσότερα από 10.000.000 άτομα πέρασαν την συγκεκριμένη συνοριακή πύλη, συνιστώντας την μεγαλύτερη ίσως ανταλλαγή πληθυσμών που είχε ποτέ γνωρίσει η ανθρωπότητα. Ινδουιστές και μουσουλμάνοι, άλλαξαν τότε γεωγραφικούς ορίζοντες και πατρίδες, αποδεχόμενοι –με τον πλέον άμεσο και ειρηνικό τρόπο– τις νέες γεωπολιτικές εξελίξεις. Εβδομήντα χρόνια αργότερα, με αφετηρία το ίδιο συνοριακό φυλάκιο, η λευκή Africa Twin –έχοντας καταγεγραμμένα στο κοντέρ της τα πρώτα 7.000 χλμ. του «TRANS ASIANS 2017»– ήταν έτοιμη να μου χαρίσει μια συναρπαστική κατάδυση στα άδυτα της αιώνιας Ινδίας…