Στο Νότιο ημισφαίριο οι συνθήκες είναι αντιδιαμετρικά αντίθετες απ’ ό,τι στο βόρειο. Έτσι, ο χειμώνας κρεμόταν απειλητικά πάνω από τον Έλληνα ταξιδιώτη που με σύμμαχο ένα σύντομο διάλειμμα αίθριου καιρού μπόρεσε να γνωρίσει το Νότιο Νησί της Νέας Ζηλανδίας χωρίς ιδιαίτερα απρόοπτα. Ο Μητσάκης εξιστορεί στο newsbeast.gr την πρώτη του επαφή με το Νησί και την νέα του μοτοσυκλέτα… Με τον Mike γνωριστήκαμε στο πλοίο της γραμμής Wellington-Picton. Κάτοχος μιας Harley-Davidson Ultra Glide Classic, o γιγαντόσωμος Νεοζηλανδός biker προσφέρθηκε να μου δανείσει δυο ιμάντες για να δέσω την μοτοσυκλέτα μου, μιας και οι καιρικές συνθήκες προβλέπονταν δύσκολες για το τρίωρο ατμοπλοϊκό ταξίδι προς το νότιο νησί. Αφού τα «είδα όλα» εν πλω από την τρικυμία που επικρατούσε στο πέρασμα Cook Strait, αποβιβάστηκα μισοζαλισμένος στην μικρή κωμόπολη Picton, την πύλη-εισόδου στο νότιο νησί της Νέας Ζηλανδίας. Ένας ζεστός καφές στο μικρό λιμάνι του Picton παρέα με τον Mike κρίθηκε απαραίτητος για να ανακτήσουμε δυνάμεις, ενώ παράλληλα μας δόθηκε η ευκαιρία να ανταλλάξουμε απόψεις και σχόλια για τις «ομόσταυλες» μοτοσυκλέτες μας. Και μπορεί οι δρόμοι μας να χώρισαν σχετικά νωρίς (στην κωμόπολη Bleinhaim, 26 χλμ. νότια), ανανεώσαμε ωστόσο το ραντεβού μας στην Christchurch -την πόλη του Mike- μέσα στις αμέσως επόμενες ημέρες. Ρολάροντας την ασημένια μοτοσυκλέτα με χαλαρούς ρυθμούς πάνω στην ορεινή διαδρομή Picton-Bleinham-Westport (340 χλμ.), την πρώτη διαδρομή που επιχειρούσα στο νότιο νησί, πήρα μια πρόγευση για τις φυσικές ομορφιές του νότου. Ένα πληθωρικό ορεσίβιο τοπίο –που θύμιζε αρκετά αντίστοιχο αυστριακό ή ελβετικό, φιλοξενούσε το μεγαλύτερο μέρος της φιδίσιας διαδρομής, πράγμα που με υποχρέωνε να ακινητοποιώ κάθε τόσο την Harley στην άκρη του δρόμου και να απαθανατίζω φωτογραφικά τις εκπληκτικές παραστάσεις της κατάφυτης νεοζηλανδέζικης γης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αναμενόμενο να χρειαστώ περίπου 5 ώρες για να προσεγγίσω την παραλιακή πόλη Westport, όπου και διανυκτέρευσα. Τουλάχιστον είχα σύμμαχο τις αρκετά καλές καιρικές συνθήκες (παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες των 6-8ο C) και έτσι δεν υποχρεώθηκα να επιστρατεύσω αδιάβροχα ή ισοθερμικά. Σύμφωνα πάντως με τις μετεωρολογικές προβλέψεις, είχα ακόμα μια μέρα καλοκαιρίας στην διάθεσή μου… Ο παραλιακός άξονας Westport-Greymouth-Franz Josef Glacier (γνωστός κι ως «Great Coast Road»), που ανέλαβε την επομένη να με οδηγήσει κατά μήκος της νοτιοδυτικής ακτογραμμής, «πάντρευε» με απίστευτα μαγευτικό τρόπο γαλάζια θαλασσινά τοπία και ορεινές παραστάσεις υποτροπικής βλάστησης. Όλη εκείνη την ημέρα οδηγούσα με το βλέμμα στραμμένο περισσότερο στον ωκεανό παρά στην ασφάλτινη λωρίδα του δρόμου. Για την συντριπτική πλειοψηφία των ταξιδιωτών, ο «Great Coast Road» είναι η συναρπαστικότερη παράκτια διαδρομή στη Νέα Ζηλανδία – κι εγώ στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξα… Εξυπακούεται ότι οι αιώνιοι παγετώνες Franz Josef Glacier και Fox Glacier βρίσκονταν αμφότεροι στην ατζέντα του ταξιδιού. Σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλον, οι δύο νεοζηλανδέζικοι παγετώνες αντιπροσωπεύουν έναν ακαταμάχητο πόλο έλξης για τους χιλιάδες τουρίστες του νοτίου νησιού. Ο περιορισμένος χρόνος που διέθετα ήταν η αιτία που επισκέφθηκα μόνο τον παγετώνα Franz Josef Glacier, ενώ υπήρχε η δυνατότητα να προσγειωθώ στην κορυφή του παγετώνα Fox με ελικόπτερο. Μόλις όμως έμαθα την τιμή της πτήσης ($280), μου κόπηκε αμέσως ο βήχας… Το ορεινό πέρασμα Haast είναι ο μοναδικός διάδρομος για να περάσει κανείς οδικώς από την νοτιοδυτική ακτή του νησιού στο εσωτερικό – μοιραία λοιπόν αποχαιρέτησα τον ωκεανό και ξεκίνησα την ανάβαση στα 566 μ. Με γεωγραφικές συντεταγμένες ημερήσιου προορισμού την πόλη Queenstown, σύντομα βρέθηκα να οδηγώ μέσα σ’ ένα υπέροχο χιονισμένο σκηνικό, που απογείωσε κυριολεκτικά τις αισθήσεις μου. Περνώντας στο εσωτερικό του νησιού, ήρθα ωστόσο αντιμέτωπος με κάποια απρόβλεπτα προβλήματα που είχαν προκύψει από τις χιονοπτώσεις των τελευταίων ημερών. Αν και τα εκχιονιστικά μηχανήματα είχαν ανοίξει σε πολλά σημεία τον κεντρικό οδικό άξονα, ο κίνδυνος από πάγο στο οδόστρωμα ήταν ιδιαίτερα αυξημένος. Παρά την ευπρόσδεκτη παρουσία του ήλιου, ήμουν υποχρεωμένος –για λόγους ασφαλείας– να πατάω την πρώτη «μιζιά» μετά τις 10:00 το πρωί και να κλειδώνω την μοτοσυκλέτα με την δύση του ηλίου. Πριν και μετά, ο υδράργυρος βρισκόταν κάτω από τους -7ο C, με αποτέλεσμα το οδόστρωμα να μεταμορφώνεται σ’ ένα επικίνδυνο παγοδρόμιο… Ο Mike είχε απόλυτο δίκιο για την πόλη Queenstown. Κτισμένη στο κέντρο του νησιού, σε μια πανέμορφη τοποθεσία δίπλα στις όχθες της ομώνυμης λίμνης, επρόκειτο για την πιο ειδυλλιακή ίσως πόλη της Νέας Ζηλανδίας. Ακολουθώντας κατά γράμμα τις νουθεσίες του φίλου μου, δεν παρέλειψα –μεταξύ άλλων– να κάνω μια βόλτα με το τελεφερίκ – το αποκαλυπτικό πανόραμα της Queenstown και της γύρω περιοχής ήταν πραγματικά «όλα τα λεφτά». Και από Queenstown, η ασημένια Harley στράφηκε κατόπιν προς την Christchurch, την πόλη του Mike. Κάπου εδώ όμως, το διάλειμμα της καλοκαιρίας δυστυχώς τελείωσε. Τον λαμπερό ήλιο των προηγούμενων ημερών διαδέχτηκαν οι βροχές, η ομίχλη και το τσουχτερό κρύο. Ευτυχώς, στην δύσκολη μάχη με τα στοιχεία της φύσης, πολύτιμη βοήθεια μου πρόσφεραν τα θερμαινόμενα γκριπ και ο ανεμοθώρακας της μοτοσυκλέτα. Η πιο δυνατή εικόνα-ανάμνηση της διαδρομής Queenstown – Christchurch (486 χλμ.) ήταν η χιονισμένη κορμοστασιά του όρους Mt. Cook. Mε την κορυφή του να αγγίζει τα 3.760 μ., είναι το ψηλότερο βουνό της Νέας Ζηλανδίας. Η Christchurch έγινε παγκοσμίως γνωστή το 2011, όταν την επισκέφθηκε ο εγκέλαδος και ισοπέδωσε αρκετά κτίρια στο κέντρο της πόλης. Ο μισογκρεμισμένος Καθεδρικός ναός, που δέσποζε στην ομώνυμη πλατεία, αποτελούσε την τραγική μαρτυρία του φονικού κτυπήματος των 6,3 Ρίχτερ που έπληξε την πολυπληθέστερη πόλη του νοτίου νησιού, σκοτώνοντας 185 άτομα. Αυτή ήταν η μια πλευρά της Christchurch, την οποία θέλησα να γνωρίσω μόνος μου. Αντίθετα, την ξένοιαστη «έκδοση» της Christchurch μού την έδειξε ο Mike, κερνώντας αμέτρητες μπύρες στις παμπ της πόλης του… Θανάσης Χούντρας