Τίτλοι τέλους πέφτουν για δυο από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες της σειράς «Ψυχοκόρες» και δεν είναι άλλοι από την Νέλλα (Δήμητρα Ματσούκα) και τον Κοσμά Κοτρώτση (Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη).
«Ζωή χωρίς αληθινή αγάπη, δεν είναι αληθινή ζωή». Πανέμορφη, πανέξυπνη, νάρκισσος και ωραιοπαθής. Αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της Νέλλας Κοτρώτση, μιας γυναίκας που βιώνει τα πάντα στον υπερθετικό βαθμό: από την εκδήλωση της αγάπης της, μέχρι τα ξεσπάσματα του θυμού της. Ο θαυμασμός των γύρω της είναι το μόνιμο ζητούμενο για εκείνη, όμως, ο έρωτας, η θεϊκή δύναμη στην οποία πιστεύει, είναι το «οξυγόνο» της ή αλλιώς η ώθηση που χρειάζεται για να αντέξει την πεζή πραγματικότητα. Και τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει σε ιεραρχία το «οξυγόνο» της, πέρα από την αγάπη της για τον Σώτο – δηλαδή την ίδια της την ανάσα. Κατάφερε να αποκτήσει τον γιο που ήθελε εκμεταλλευόμενη την ανάγκη της Αρχοντούλας και απέκρυψε την αλήθεια από τον Κοσμά για να κρατήσει στο πλευρό της τον άντρα που ερωτεύτηκε.
Κι έτσι η Νέλλα, παίζοντας έναν ρόλο γραμμένο πάνω στο ψέμα, ξεκίνησε την παράσταση της ζωής της. Μέσα σε ένα σταθερό περιβάλλον, η προσωπικότητά της εναλλάσσεται συνεχώς. Είναι τρυφερή και νηφάλια με τον Σώτο, διεκδικητική και απεγνωσμένη για προσοχή με τον Κοσμά, διάφανη και ειλικρινής με τον γιατρό της, συνετή και καθωσπρέπει με τους ξένους, και σαδιστικά εκδικητική με όσους έχει απέναντί της, ακόμα κι αν αυτές είναι οι ψυχοκόρες της. Μέχρι να καταφέρει να ξεπεράσει τον εθισμό της στο όπιο, οι εκρήξεις της ήταν περισσότερες από τις ήρεμες στιγμές της. Όταν ούτε ο άντρας της, ούτε ο εραστής της, αλλά ούτε και η δόση της την κάλυπταν, έβρισκε νόημα στην ανιαρή καθημερινότητά της επιδεικνύοντας την υπεροχή της και βασανίζοντας το υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού. Όμως, θα μπορούσε κανείς να πει πως στο πρόσωπό της αντανακλάται η τέλεια ισορροπία θύτη-θύματος, αφού οι σκέψεις της επισκιάζονταν καθημερινά από την ψεύτικη ζωή, στην οποία την ανάγκασε να ζήσει ο Κοσμάς.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κανείς δεν αντιμετώπισε με ειλικρίνεια τη Νέλλα – ούτε ο ίδιος της ο εαυτός. Και παρόλο που πάντα ο άντρας της καθόριζε τη ζωής της, την ύστατη στιγμή θα καθορίσει την τύχη τους εκείνη. Το κύκνειο άσμα της απευθύνεται σε έναν ακροατή, τον Κοσμά, και θα του το τραγουδήσει μέσα σε ένα αυτοκίνητο με σκοπό να είναι αυτό το πρελούδιο της θριαμβευτικής εισόδου τους στην αιωνιότητα.
«Δουλειά σου το σπίτι, δουλειά μου το εργοστάσιο», είχε πει ο Κοσμάς στη Νέλλα και διαχώρισε με μιας τις προτεραιότητες που όρισε ο ίδιος για τους δυο τους. Ο Κοσμάς που έγινε Κοτρώτσης, το φτωχόπαιδο που είχε ορκιστεί να γίνει πλούσιος και έγινε εργοστασιάρχης, θα έκανε τα πάντα για να βρεθεί στην κορυφή. Με όλους τους άλλους στα πόδια του, ο μόνος λόγος που θα πλησίαζε πιο χαμηλά θα ήταν για να προσκυνήσει το χρήμα και την εξουσία, ενώ στη ζυγαριά της ζωής του, η βιτρίνα του έχει για εκείνον την ίδια σημαίνουσα βαρύτητα με την περιουσία του.
Επικίνδυνος, αδίστακτος και ανήθικος, καλωσορίζει το ψέμα και την απάτη με τεράστια ευκολία σε κάθε του κίνηση, σε κάθε του λέξη. Το κέρδος και η δύναμη είναι πάντα η κινητήριος δύναμή του, ακόμη κι αν αυτά δεν στοχεύουν πάντα την ύλη, αλλά και τους ανθρώπους. Όλοι γύρω του οφείλουν να τον υπακούσουν, να τον ακολουθήσουν και να γίνουν τα πιόνια σε μια σκακιέρα όπου όλες οι κινήσεις είναι προδιαγεγραμμένες.
Ο Κοσμάς Κοτρώτσης χρηματοδοτεί τα πάθη της γυναίκας του και κάνει δωρεάν το κέφι του με όποια γυναίκα έρχεται στο σπίτι ως ψυχοκόρη, χρησιμοποιώντας ως δέλεαρ όχι μόνο ένα χαρτζιλίκι, αλλά και καραμέλες τριαντάφυλλο. Η Δεσποινιώ τον χαρακτήρισε ως «την αρχή του κακού» και είχε δίκιο, αφού εκείνος ήταν η αφετηρία για την καταστροφή όχι μόνο της ίδιας και της Όλγας, αλλά και της γυναίκας του, την οποία εγκλώβισε σε ένα χρυσό μα ψεύτικο κλουβί. Όμως, σαν από θεία δίκη, μια σειρά γεγονότων έρχονται να ανατρέψουν την πορεία της καλοστημένης ζωής του. Και η Νέλλα, παίρνοντας για πρώτη φορά τα ηνία της «οικογένειας Κοτρώτση», κάνει ρουά ματ στον Κοσμά, ο οποίος στο τέλος συγκρούεται μετωπικά με τον αληθινό του εαυτό.