Ένοχη για «συκοφαντική δυσφήμιση» κρίθηκε από δικαστήριο της Μανίλας μια δημοσιογράφος από τις Φιλιππίνες, η Μαρία Ρέσα, υπόθεση που υποστηρικτές της και οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τονίζουν πως εγγράφεται στο πλαίσιο μιας εκστρατείας με σκοπό να φιμωθούν οι επικριτές του προέδρου Ροντρίγκο Ντουτέρτε.
Η 56χρονη Ρέσα είναι συνιδρύτρια του ειδησεογραφικού ιστότοπου Rappler, ο οποίος βρίσκεται στο στόχαστρο διαφόρων προσφυγών στη δικαιοσύνη, καθώς δημοσιεύει άρθρα τα οποία επικρίνουν την πολιτική του αρχηγού του κράτους, ειδικά για τον πολυαίμακτο και αμφιλεγόμενο «πόλεμο» που διεξάγει εναντίον της διακίνησης ναρκωτικών.
Η άλλοτε δημοσιογράφος του CNN κινδυνεύει να της επιβληθεί ποινή κάθειρξης έξι ετών. Δεν είναι ακόμη γνωστό πόσα χρόνια φυλάκιση ή κάθειρξη θα της επιβληθεί εάν η καταδίκη της γίνει οριστική. Η Ρέσα έχει αφεθεί ελεύθερη εν αναμονή της εκδίκασης της έφεσής της.
«Θα αντισταθούμε σε όλες τις επιθέσεις εναντίον της ελευθερίας του Τύπου», τόνισε απευθυνόμενη σε συναδέλφους της μετά την καταδίκη της η Ρέσα, η οποία είχε συμπεριληφθεί από το περιοδικό TIME στις προσωπικότητες της χρονιάς το 2018.
Η απόφαση είναι «ήττα, αλλά όχι απρόσμενη», συνέχισε. «Προσπαθούν να μας τρομοκρατήσουν, αλλά δεν φοβάμαι. Καθώς όταν δεν ασκείς τα δικαιώματά σου χάνεις», συμπλήρωσε.
Η διαδικασία αφορούσε άρθρο που γράφτηκε το 2012 για τους φερόμενους δεσμούς ανάμεσα σε έναν επιχειρηματία που φερόταν να ενέχεται σε παρανομίες και τον τότε πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου του αρχιπελάγους.
«Θα είσαι η επόμενη»
Η μήνυση που κατέθεσε ο επιχειρηματίας αρχικά απορρίφθηκε το 2017, όμως ο φάκελος διαβιβάστηκε κατόπιν στην εισαγγελία που αποφάσισε να διώξει τη Ρέσα και τον πρώην δημοσιογράφο, Ρεϊνάλντο Σάντος, που είχε γράψει το άρθρο.
Ο τελευταίος κρίθηκε επίσης ένοχος σήμερα και θα παραμείνει ελεύθερος με περιοριστικούς όρους.
Οι διώξεις έγιναν βάσει του εξαιρετικά αμφιλεγόμενου νόμου για την καταπολέμηση του κυβερνοεγκλήματος, ο οποίος καλύπτει περιπτώσεις ανάρτησης δυσφημιστικού περιεχομένου, σεξουαλικών παρενοχλήσεων ή παρενόχλησης γενικά, καθώς και παιδικής πορνογραφίας. Ο νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ τον Σεπτέμβριο του 2012, αφού εμφανίστηκε το επίδικο άρθρο.
Όμως η εισαγγελία επιχειρηματολόγησε ότι η διόρθωση ενός τυπογραφικού λάθους το 2014 (ο Rappler αντικατέστησε την πληκτρολογημένη λάθος λέξη «evation» με την ορθή «evasion») σήμαινε πως το επίμαχο κείμενο εμπίπτει στον νόμο.
«Με είχαν προειδοποιήσει: “σκάσε, ή θα είσαι η επόμενη…” και εν μέρει αυτός είναι ο λόγος που μπήκα στο στόχαστρο», είχε εξηγήσει η Ρέσα κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στο Γαλλικό Πρακτορείο την περασμένη εβδομάδα, όπως αναμεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η κυβέρνηση του Ντουτέρτε απορρίπτει την καταγγελία ότι η υπόθεση σε βάρος των Ρέσα και Σάντος είχε πολιτικό χαρακτήρα, διαβεβαιώνοντας πως οι αρχές φροντίζουν απλά να εφαρμόζεται ο νόμος, συμπεριλαμβανομένων των υποθέσεων που αφορούν δημοσιογράφους.
Υπό διωγμό
Οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οργανώσεις που αγωνίζονται για την ελευθεροτυπία τονίζουν πως αυτή η δίκη για συκοφαντική δυσφήμιση, οι διώξεις για φορολογικές υποθέσεις και η προσπάθεια της κυβέρνησης να αφαιρεθούν οι διαπιστεύσεις δημοσιογράφων του Rappler εντάσσονται σε μια ευρεία εκστρατεία διωγμού αυτού του μέσου.
Η Διεθνής Αμνηστία κρίνει ότι «οι επιθέσεις» εναντίον του Rappler εγγράφονται σε μια ευρύτερη εκστρατεία εναντίον της ελευθεροτυπίας στις Φιλιππίνες.
Η ετυμηγορία καταγράφεται έναν μήνα μετά τη διακοπή της μετάδοσης του σήματος των σταθμών του τηλεοπτικού δικτύου ABS-CBN, του μεγαλύτερου των Φιλιππίνων, καθώς η κυβέρνηση απροσδόκητα δημοσιοποίησε διάταγμα που προβλέπει το κλείσιμό του λόγω των δυσκολιών στις διαπραγματεύσεις για την ανανέωση της άδεια του.
Ο πρόεδρος Ντουτέρτε απειλούσε εδώ και χρόνια να κλείσει το ABS-CBN, έναν όμιλο που όπως και ο ιστότοπος Rappler έχει καλύψει αναλυτικά τον «πόλεμο εναντίον των ναρκωτικών» του προέδρου, ο οποίος παρότρυνε αστυνομικούς να σκοτώνουν όποιον θεωρούν πως είναι διακινητής ή τοξικομανής.
Σύμφωνα με την Υπηρεσία Δίωξης των Ναρκωτικών των Φιλιππίνων, αστυνομικοί έχουν σκοτώσει τουλάχιστον 5.600 ανθρώπους που φέρονταν να διακινούσαν ναρκωτικά κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων. Ωστόσο, όπως τονίζουν οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο πραγματικός απολογισμός είναι -τουλάχιστον- τριπλάσιος.
Μια άλλη μορφή που επέκρινε τον «πόλεμο» κατά των ναρκωτικών, η γερουσιαστής Λέιλα ντε Λίμα, βρίσκεται στη φυλακή εδώ και τρία χρόνια, καθώς κατηγορήθηκε για διακίνηση.
Η ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος των Φιλιππίνων, για το οποίο υπήρχαν επί χρόνια βαριές σκιές και κατηγορίες για διαφθορά, αμφισβητείται ολοένα περισσότερο αφότου ανέλαβε την εξουσία ο πρόεδρος Ντουτέρτε, το 2016, σύμφωνα με οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.