Η «δαιμόνια» ρεπόρτερ, Αγγελική Νικολούλη, έγραψε το πρώτο της αστυνομικό- ερωτικό μυθιστόρημα με τίτλο «Ονειρεύτηκα το δολοφόνο σου» το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 2 Ιουλίου.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο:
«Το νοικιασμένο λευκό βαν σταματά στην άκρη του κεντρικού δρόμου, στην είσοδο της πόλης, λίγο πριν τα φανάρια. Ο σκηνοθέτης μου, ο Σωτήρης Σπαθάρης, βγαίνει από τη θέση του οδηγού και με ένα νεύμα τον ακολουθούν ο Νικόλας Λογοθέτης ο ηχολήπτης και ο Γιώργος Αλεξίου ο κάμεραμαν, ειδικοί στις επικίνδυνες αποστολές.
Με τον Σωτήρη συνεργαζόμαστε απ’ την πρώτη μέρα της εκπομπής στην τηλεόραση του Σκάι, το 1995. Τόσα χρόνια μαζί στην έρευνα, έχει μάθει πια τα κόλπα μου για την απο¬κάλυψη της αλήθειας.
”Καλωδίωσε την Άντζελα”, λέει στον Νικόλα, κι εκείνος βγάζει απ’ το βαλιτσάκι του τη μαύρη πλαστική θήκη.
Ο Γιώργος παίρνει τη γνωστή του θέση μπροστά από μένα, για να καλύψει την επικείμενη σκηνή από τα περίεργα βλέμματα των διερχόμενων οδηγών. Είναι και τεράστιος και λειτουργεί σαν προστατευτικός τοίχος. Σηκώνω την άνετη γι’ αυτές τις περιπτώσεις μπλούζα και καρφώνω τον μικροσκοπικό κατάσκοπο στο σουτιέν.
Τον πομπό της ασύρματης ψείρας τον περνάω προσεκτικά στη ζώνη, στο πίσω μέρος του παντελονιού μου. Ένα λάθος και όλα μπορεί να χαθούν. Την ψείρα δεν την βγάζω από πάνω μου όσο κρατά η έρευνα, γιατί εκεί που λες τελείωσες, ένα αναπάντεχο και ξαναρχίζεις.
Ακόμα και στην τουαλέτα αν χρειαστεί μ’ αυτήν πάω, κι έτσι και την ξεχάσω ανοιχτή, απ’ την ένταση και την αγωνία, έχουμε σκηνές απείρου κάλλους…
”Μίλα μου να δω αν γράφει”, μου λέει ο ηχολήπτης και ο κάμεραμαν ανοίγει την ειδική γι’ αυτές τις περιπτώσεις κάμερα. Όλα είναι τσεκαρισμένα για τη μεγάλη συνάντηση…
Η υπεύθυνη του μπαρ μάς κοιτάζει φανερά ενοχλημένη. Βλέπει την κουβέντα να τραβά σε μάκρος και τη δουλειά της να κάνει κοιλιά, αφού απασχολώ δύο από τις τέσσερις σερβιτόρες της.
Προσθέτω στους ύποπτους που έχω στο μυαλό μου και στο μπλοκάκι μου τον αριθμό 3. Δίπλα ακριβώς απ’ την περιγραφή του παράξενου ταξιδιώτη που μου έδωσε η μάρτυρας.
Σημειώνω τα ονόματα των κοριτσιών και τα τηλέφωνά τους, τους δίνω και το δικό μου, μήπως θυμηθούν κάτι άλλο, σημαντικό, και σηκώνομαι για να πάω στην τουαλέτα. Κατεβαίνοντας αφηρημένη τις σκάλες στο υπόγειο του καφέ, νιώθω ξαφνικά παράξενα. Έχω την αίσθηση πως κάποιος με ακολουθεί αθόρυβα.
Σπρώχνω γρήγορα τη δίφυλλη πόρτα με το σκίτσο της γυναικείας φιγούρας απ’ έξω, σημάδι ότι βρίσκομαι στον κατάλληλο χώρο, και μπαίνω στην πρώτη που βλέπω. Δεν ακούω το παραμικρό.
Καμία κίνηση στις διπλανές. Το φως, που λειτουργεί με φωτοκύτταρο, σβήνει την ώρα που σκύβω κάτω απ’ το μεγάλο άνοιγμα της πόρτας. Το μόνο που διακρίνω είναι τα πόδια με το σκούρο παντελόνι, ακίνητα… Περιμένω κρατώντας και την ανάσα μου, μήπως μπει σε διπλανή ή φύγει…
Τα πόδια μοιάζουν να ρίζωσαν στα μαύρα μάρμαρα, έξω απ’ την πόρτα μου. Δεν μπορεί, με τόσα νερά και καφέδες, κάποια πελάτισσα θα νιώσει την ανάγκη νά ’ρθει προς τα δω, σκέφτομαι και περιμένω εκεί, ασάλευτη. Τίποτα.
Σηκώνω την μπλούζα για να μιλήσω σιγά στην ψείρα μου, δίνοντας ένα στίγμα στην ομάδα μου, αλλά συνειδητοποιώ ότι έχω απομακρυνθεί αρκετά από την κάμερα που λειτουργεί σαν δέκτης και δε θα με ακούσουν.
Μαύρες σκέψεις με ζώνουν και ακούω μες στην απόλυτη ησυχία τους χτύπους της καρδιάς μου σαν ταμπούρλο. Οι ύποπτοι πελάτες, δύο παρακαλώ, αποκαλύφθηκαν μέσα σε λίγη ώρα σ’ αυτό το καφέ.
Η εικοσάχρονη υπάλληλός του αγνοούμενη, για να μην πω δολοφονημένη… Μήπως τελικά κρύβεται εδώ το κλειδί αυτού του γρίφου κι όχι στο φίλο της τον Άρη; Μήπως είναι κέντρο διακίνησης γυναικών, ναρκωτικών και δεν ξέρω τι άλλο, και ¬έχουν δίκιο δικηγόρος και αστυνομικοί;
Ποιος διάβολος στέκεται εκεί έξω; Να βγω; Κι αν ενοχλήθηκε με την έρευνα και θέλει να μου κόψει το δρόμο κλείνοντάς μου το στόμα; Δε θα ’ναι η πρώτη τέτοια απόπειρα και σίγουρα όχι η τελευταία…
Δε σου φτάνουν τα θρίλερ που ζεις, φαντάζεσαι κι άλλα. Κόψε τις μαλακίες και βγες έξω τώρα! λέω αποφασιστικά στον εαυτό μου. Και πάνω που με βλέπω βγαίνοντας να πέφτω ηρωικά στο καθήκον –και για την ακρίβεια στις τουαλέτες του μπαρ ”Όνειρο”–, ακούω την εξωτερική δίφυλλη πόρτα να ανοίγει, τη βρύση του νιπτήρα να τρέχει και την πελάτισσα να μιλάει δυνατά στο κινητό της…
Επιτέλους, κάποια κατέβηκε για την ανάγκη της, λες κι ένιωσε τη δική μου… σκέφτομαι και ανοίγω γρήγορα την πόρτα. Κατευθύνομαι στους νιπτήρες και στον καθρέπτη βλέπω τον επίδοξο δολοφόνο μου!
Τα μεγάλα γαλανά της μάτια καρφώνονται στα δικά μου και τα καστανά κοντοκουρεμένα μαλλιά τής δίνουν την εικόνα του αγοροκόριτσου. Είναι πολύ ψηλή και απ’ το βλέμμα της ξεχειλίζει μια απίστευτη δύναμη. Φορά ένα κόκκινο μπλουζάκι κι ένα μαύρο παντελόνι που καλύπτει τα αθόρυβα, μαλακά σπορτέξ παπούτσια της.
Την πρόσεξα πριν που καθόταν δίπλα μας με την παρέα της και παρακολουθούσε σε κάθε ευκαιρία την κουβέντα μας με την Ελένη και τη Μαίρη… Με το που φεύγει η πελάτισσα, με πλησιάζει και μου λέει χαμηλόφωνα:
”Συγγνώμη αν σας τρόμαξα. Σας ακολούθησα γιατί δεν ήθελα να με δουν να σας μιλάω. Με λένε Νίνα κι αυτό είναι το τηλέφωνό μου. Καλέστε με το βράδυ. Θέλω να σας πω κάτι πολύ σοβαρό για την υπόθεση της Πηγής, που δεν τολμούν εδώ στην πόλη να το αναφέρουν γιατί φοβούνται τα μπλεξίματα”.
Πριν προλάβω να την ρωτήσω, σπρώχνει την πόρτα και απομακρύνεται. Μένω με το καυτό σημείωμά της στο χέρι και με την αίσθηση ότι το μυστήριο όσο πάει και πυκνώνει…»
Πηγή: www.entertv.gr