Πολλοί έχουν ήδη αρχίσει να διερωτώνται, ενόψει του επικείμενου διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, αν θα υπάρξουν άλλοι ενδιαφερόμενοι επενδυτές πέρα από τους υπάρχοντες καναλάρχες. Γιατί κάποιος να επενδύσει στο χώρο της τηλεόρασης, όταν η λεγόμενη διαφημιστική αγορά δεν είναι τόσο μεγάλη όσο κατά το παρελθόν και όταν αυξάνεται συνεχώς το μερίδιο της διαφήμισης σε άλλα μέσα εκτός τηλεόρασης; Γιατί κάποιος να επενδύσει σήμερα στην τηλεόραση και μάλιστα στη γραμμική της μορφή στην εποχή του διαδίκτυου και της ψηφιακής επανάστασης; Πώς θα είναι βιώσιμες οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις, όταν οι «δικτυωμένες» νεότερες γενιές δεν μπορούν να αποχωριστούν το κινητό τους, έχοντας πλέον μάθει να ζουν χωρίς την τηλεόραση;
Για να απαντήσουμε καλό θα ήταν να κάνουμε ορισμένες διευκρινίσεις, καθώς και μερικές αναφορές στις διεθνείς τάσεις.
Είναι γεγονός ότι η κατανάλωση οπτικοακουστικού περιεχομένου, κυρίως για τις νεότερης ηλικίας ομάδες του πληθυσμού, πραγματοποιείται πλέον μέσω της οθόνης διαφορετικών ηλεκτρονικών συσκευών και του διαδικτύου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το τηλεοπτικό προϊόν να μεταδίδεται με πολλούς τρόπους και συνεπώς είναι δυνατόν να πωληθεί σε περισσότερους χρήστες.
Είναι επίσης γεγονός ότι οι παραδοσιακές διακρίσεις και τα εμπόδια που διαχώριζαν τις τηλεοπτικές και κινηματογραφικές σπουδές και τα νέα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν πλέον έρεισμα. Γιατί η αποσύνδεση της τηλεοπτικής και κινηματογραφικής θέασης από μια και μοναδική συσκευή ή μόνο από την αγορά εισιτηρίου σε μια κινηματογραφική αίθουσα αλλάζει πλήρως τα δεδομένα. Για παράδειγμα η φιλόδοξη Netflix αναζητεί τρόπους, ώστε η πρώτη προβολή μιας ταινίας να γίνεται ταυτόχρονα στις αίθουσες και στις επιγραμμικές πλατφόρμες.
Η συμφωνία της με την αλυσίδα iPic Entertainment, όπως και η κάθοδός της στις Κάννες (πιθανόν στα βραβεία Όσκαρ στο μέλλον), δικαίως ανησυχούν την παλιά φρουρά. Οι πρόσφατες δραματικές εκκλήσεις της Σοφίας Κόπολα να βλέπει ο κόσμος τις κινηματογραφικές ταινίες στις αίθουσες και όχι στις συνδρομητικές πλατφόρμες ή/ και στο διαδίκτυο απηχούν μια αγωνία με πολύ βάσιμες και υπαρκτές διαστάσεις: Οι λεγόμενοι over-the-top players και οι νέες τεχνολογίες αλλάζουν όχι μόνο το χώρο της παραγωγής και της διανομής περιεχομένου, αλλά και τον τρόπο κατανάλωσης οπτικοακουστικού περιεχομένου.
Τί μπορεί να σημαίνει αυτό; Η απάντηση είναι σαφής. Πρώτον, μιλάμε για μια ιδιαίτερα δυναμική, ταχύτατα αναπτυσσόμενη και παγκόσμια βιομηχανία με έντονο και αμείωτο βαθμό διεθνοποίησης τόσο από την πλευρά της ζήτησης οπτικοακουστικού περιεχομένου όσο και από την πλευρά της προσφοράς. Δεύτερον, παρατηρούνται δομικές αλλαγές στον τρόπο θέασης και κατανάλωσης του περιεχομένου, γεγονός το οποίο ταυτόχρονα δημιουργεί ευκαιρίες, αλλά και απειλές σε όσες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται άμεσα ή έμμεσα στην οπτικοακουστική βιομηχανία.
Συνολικά, η πολιτική οικονομία της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας αλλάζει δραματικά και τα νούμερα είναι σοκαριστικά:
- Περίπου 400 ώρες περιεχομένου ανα λεπτό ή 600.000 ώρες την ημέρα ανεβαίνουν στο YouTube. Θα χρειαζόταν εκατομμύρια χρόνια για να παρακολουθήσει κανείς όλα τα βίντεο που διακινούνται στο διαδίκτυο κάθε μήνα.
- Το 2019 το 30% της παγκόσμιας κατανάλωσης μέσων ενημέρωσης και ψυχαγωγίας θα πραγματοποιείται μέσω διαδικτύου και της χρήσης κινητού τηλεφώνου. Το μεγαλύτερο μέρος του διαδικτυακού bandwidth (εύρους ζώνης) ήδη καταναλώνεται για τη θέαση κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών εκπομπών.
- Από τους 2,5 δισεκατομμύρια περίπου χρήστες έξυπνου κινητού παγκοσμίως το 60% αυτών καταναλώνει βίντεο σε καθημερινή βάση. Το 40% της κατανάλωσης βίντεο από το YouTube γίνεται ήδη μέσω της χρήσης έξυπνου κινητού.
- Μέχρι το 2020, το 75% της παγκόσμιας κυκλοφορίας δεδομένων σε φορητές συσκευές θα είναι βίντεο.
- Η μεγάλη οθόνη δεν είναι τελικά τόσο μεγάλη, αφού η χρήση πολλαπλών οθονών είναι συχνό φαινόμενο για πολλά νοικοκυριά. Το κινητό αποτελεί αυτό που λέγεται πρώτη οθόνη στις ηλικίες 15-35 ετών, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες, όπου η κατανάλωση βίντεο πραγματοποιείται κυρίως από την τηλεόραση και δευτερευόντως από υπολογιστές και ταμπλέτες.
- Το 2021 η παγκόσμια αγορά υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία (video on demand) θα ξεπεράσει τις πωλήσεις στις αίθουσες προβολής ταινιών. Τα μεγαλύτερα studios, όπως η Fox, η Universal και η Warner Bros έχουν ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους να επενδύσουν στο χώρο της τηλεόρασης και να προσφέρουν τις ταινίες τους on-demand μερικές εβδομάδες μετά την πρώτη προβολή στις αίθουσες.
- Οι μεγαλύτεροι και πιο πετυχημένοι παραγωγοί και κινηματογραφιστές από τον Γούντι Άλλεν μέχρι τον Μάρτιν Σκορτσέζε μεταναστεύουν μαζικά στο δυναμικό οικοσύστημα της τηλεόρασης και του streaming. Το ίδιο και οι πολλά υποσχόμενοι και νεότερης ηλικίας ταλαντούχοι δημιουργοί, όπως ο Λάνθιμος.
- Τηλεοπτικοί κολοσσοί, όπως η HBO χρειάστηκαν 25 χρόνια για να λάβουν την πρώτη υποψηφιότητα βραβείων Emmy σε αντίθεση με τη Netflix, η οποία χρειάστηκε μόλις έξι μήνες.
- To 2016 μεταδόθηκαν περισσότερες από 400 original τηλεοπτικές σειρές τύπου House of Cards. Κάθε επεισόδιο του House of Cards και του Game of Thrones κοστίζει 5 έως 10 εκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα. Ένα ή δύο επεισόδια δηλαδή κοστίζουν πολύ περισσότερο από πολλές κινηματογραφικές παραγωγές μεγάλου μήκους στην Ευρώπη.
- Ο εθισμός του τηλεοπτικού κοινού στις High-End TV Dramas είναι τόσο μεγάλος, ώστε το φαινόμενο του binge-watch (πέφτω με τα μούτρα μόλις κυκλοφορήσει ο νέος κύκλος επεισοδίων) δεν αποτελεί πλέον είδηση. Για παράδειγμα, πάνω από το 50% των τηλεθεατών παρακολούθησαν όλα τα επεισόδια της τέταρτης σειράς του House of Cards σε λιγότερο από 6 ημέρες.
- Οι νέες τηλεοπτικές συσκευές συνδέονται με το διαδίκτυο και ο χάρτης των χωρών με υβριδικές υπηρεσίες τηλεόρασης (HbbTV) συνεχώς διευρύνεται. Στην Ευρώπη η τεχνολογία αυτή παρέχεται ήδη στους πολίτες 16 χωρών. Ο τηλεθεατής χρησιμοποιώντας το HbbTV αποκτά τη δυνατότητα πλοήγησης σε κατ’ απαίτηση εκπομπές μέσω της χρήσης υπηρεσιών catch-up tv και video-on-demand.
Ο κατάλογος των ενδείξεων της μεγάλης αλλαγής που συντελείται στο χώρο της τηλεόρασης είναι ανεξάντλητος. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η κατανάλωση τηλεοπτικών προγραμμάτων γίνεται πλέον και εκτός του παραδοσιακού χωρικού και χρονικού περιβάλλοντος θέασης και τοποθέτησης της διαφήμισης. Επιπλέον, το τηλεοπτικό προϊόν έχει παγκόσμια ζήτηση και είναι εξαγώγιμο εξαρχής, ειδικά αν η παραγωγή ή συμπαραγωγή του πραγματοποιείται με (υπερ)-υψηλή ευκρίνεια και μπορεί να ντουμπλάρεται εύκολα σε άλλες γλώσσες.
Η επέκταση των βίντεο συνεχούς ροής (streaming video), όπως η Netflix, η Amazon και η Hulu ενθάρρυναν τα τηλεοπτικά δίκτυα στην Αμερική να δημιουργήσουν νέα scripted shows και περισσότερο περιεχόμενο. Το συνεχώς αυξανόμενο online κοινό δημιούργησε μια ζήτηση για περισσότερα τηλεοπτικά προγράμματα με αποτέλεσμα η τηλεοπτική θέαση (viewing) στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες να βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το CBS για παράδειγμα, ένα από τα πιο παλιά τηλεοπτικά δίκτυα της Αμερικής, εμφανίζει τα υψηλότερα ποσοστά παρακολούθησης των προγραμμάτων του τα δέκα τελευταία χρόνια. Οι Αμερικάνοι βλέπουν 20% περισσότερη τηλεόραση συγκριτικά με το τέλος της δεκαετίας του 1990 φτάνοντας το 2016 τα επίπεδα των 10 ωρών και 39 λεπτών αν συμπεριλάβουμε και το χρόνο που σερφάρουν ή χρησιμοποιούν μια εφαρμογή κινητής τηλεφωνίας. Επιπλέον ο αριθμός των νοικοκυριών στις ΗΠΑ που διαθέτει μια τουλάχιστον τηλεοπτική συσκευή έχει αυξηθεί κατά 15% από το 2000 με το μέσο νοικοκυριό να διαθέτει περισσότερες από 3 οθόνες θέασης τηλεοπτικού περιεχομένου ανά σπίτι.
Η τηλεόραση ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με τη μυθοπλασία και το storytelling, με ήρωες, με εικόνες και χαρακτήρες, οι οποίοι ενδέχεται να μεταφέρονται καλύτερα στην τηλεόραση παρά σε μια μεγάλης διάρκειας κινηματογραφική παραγωγή. Σε αυτό βοηθάει και η συνεχής βελτίωση στο format και στην τεχνολογία μετάδοσης του τηλεοπτικού περιεχομένου. Αν η ποιότητα του περιεχομένου είναι ο βασιλιάς τότε μάλλον η τεχνολογική καινοτομία που συνδέεται με το περιεχόμενο και τη διανομή του είναι η βασίλισσα.
Η νέα μορφή τηλεόρασης διακρίνεται από ταχύτητα, αμεσότητα και εμπλουτισμένο περιεχόμενο εξαιτίας της εισαγωγής νέων τεχνολογιών και γρηγορότερου διαδικτύου. Η νέα μορφή τηλεόρασης συνιστά μια εμπειρία που προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία και προσαρμογή στις ατομικές ανάγκες, αλλά και που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη κοινωνικότητα και διαδραστικότητα. Τα πιο δημοφιλή hashtags αφορούν τηλεοπτικές εκπομπές ή τηλεοπτικές περσόνες.
Πολλές αθλητικές τηλεοπτικές μεταδόσεις συνοδεύονται από τη χρήση εφαρμογών, όπως το Facebook live και το Instagram stories. Δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι η Time Warner πρόσφατα ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας νέας streaming πλατφόρμας για την μετάδοση των αγώνων του Champions League και του Europa League μετά από σχετική συμφωνία με την UEFA. Η συγκεκριμένη διαδικτυακή πλατφόρμα θα μεταδίδει ζωντανούς αγώνες και οι συνδρομητές της θα έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες παραγωγής βίντεο με στιγμιότυπα και φάσεις με τη λογική του clipittv.
Ο πλουραλισμός στο περιεχόμενο και η ευκολία διανομής και ενίοτε διαμοιρασμού του περιεχομένου διαιρεί, αλλά και (συν)ενώνει τους ανθρώπους σε κοινότητες. Η παρακολούθηση μιας τηλεοπτικής σειράς τύπου House of Cards ή Game of Thrones δεν αποτελεί απλώς έναν ακόμη τρόπο κατανάλωσης του διαθέσιμου ελεύθερου χρόνου, αλλά ένα κοινωνικό γεγονός και μια συμμετοχική εμπειρία. Οι δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές δημιουργούν επιμέρους συλλογικότητες παγκόσμιας μάλιστα εμβέλειας με ιδιαίτερες θεωρητικές αναζητήσεις, blogs, apps, πιστεύω, ηθική ακόμη και μουσικές ή ενδυματολογικές προτιμήσεις. Για παράδειγμα νέες τηλεοπτικές σειρές, όπως το Orange is the new Black επαναπροσδιορίζουν τη σεξουαλικότητα σε αντίθεση με το αγαπημένο Σπίτι στο Λιβάδι, που αποτέλεσε «Ύμνο εις την Παρθενίαν».
Πρόκειται ίσως για τη χρυσή εποχή της τηλεόρασης με καλύτερα και πιο ποιοτικά προγράμματα και πιο διευρυμένο κοινό παγκοσμίως. Η τηλεόραση συνεχίζει την ανοδική της πορεία και οι καταναλωτές τηλεοπτικού προγράμματος έχουν υψηλότερη και άμεση πρόσβαση σε πολύ περισσότερα τηλεοπτικά προγράμματα. Οι τηλεοπτικοί πάροχοι για να παραμείνουν ισχυροί είναι αναγκασμένοι να επενδύουν συνεχώς σε νέα προγράμματα, καθώς και σε τεχνολογικές καινοτομίες και επιχειρηματικές συνεργασίες προκειμένου να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν τα μερίδια τηλεθέασης που έχουν. Υπάρχουν βέβαια και άλλες σημαντικές προκλήσεις που είναι αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν, όπως η πειρατεία, ο έντονος και σχεδόν κανιβαλικός ανταγωνισμός τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή περιεχομένου, οι απώλειες τηλεθέασης στις νεότερες γενιές (το λεγόμενο cord-cutting), φορολογικά και άλλα ρυθμιστικά ζητήματα και η σταδιακή αύξηση του ειδικού βάρους της διαφήμισης στο διαδίκτυο σε βάρος των παραδοσιακών τηλεοπτικών σταθμών συνδρομητικής ή ελεύθερης λήψης.
Οι παραδοσιακοί τηλεοπτικοί σταθμοί, αλλά και οι δημόσιες ραδιοτηλεοράσεις μπορούν, άραγε, να επιβιώσουν σε ένα τέτοιο ανταγωνιστικό περιβάλλον;
Η απάντηση είναι απολύτως θετική για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτον, ο χρόνος θέασης περιεχομένου που μεταδίδεται σε πραγματικό χρόνο είναι κατά 300% μεγαλύτερος σε σχέση με τον κατά παραγγελία χρόνο. Παρά τις πανάκριβες παραγωγές η κατά παραγγελία συνδρομητική τηλεόραση (SVOD) ανέρχεται σε 12 δισεκατομμύρια ώρες θέασης το μήνα, όταν η ελεύθερης λήψης τηλεόραση (FTA) στην Ευρώπη αντιστοιχεί σε 2 δισεκατομμύρια ώρες (!) θέασης σε καθημερινή βάση.
Δεύτερον, η ανάγκη προσφοράς ποικιλίας περιεχομένου στους καταναλωτές από τους συνδρομητικούς παρόχους και τους over-the-top players ενθαρρύνει και ωθεί τις συμπαραγωγές με τους παραδοσιακούς broadcasters. Για παράδειγμα, η Netflix συνεργάζεται με τη RAI, το ITV, το Channel 4, το BBC. Αντίστοιχα το HBO επέκτεινε μάλιστα τη συνεργασία του με παραγωγούς στις βαλκανικές χώρες. Δυστυχώς η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτές. Η πρόσφατη ωστόσο εισαγωγή θεσμικού πλαισίου επιδότησης της οπτικοακουστικής παραγωγής και η επικείμενη απλοποίηση των διαδικασιών κινηματογράφησης ίσως την μετατρέψουν σε πιο ελκυστικό τόπο προσέλκυσης σχετικών επενδύσεων στο μέλλον.
Τρίτον, η τηλεθέαση μεγάλων αθλητικών γεγονότων παραμένει προνομιακό πεδίο της παραδοσιακής τηλεόρασης (συνδρομητικής και ελεύθερης). Το ίδιο ισχύει και για πολλά reality shows τύπου Voice. Οι Millenials και οι νεότερης ηλικίας τηλεθεατές μπορεί να έλκονται από τις ακριβές παραγωγές τύπου Game of Thrones και τη θέαση τους χωρίς διαφημιστικά διαλλείματα από την Netflix και την Amazon, αλλά όταν έρχεται η ώρα της English Premier League, του NBA, και του Super Bowl η οθόνη κολλάει στους παραδοσιακούς broadcasters. Οι αθλητικές μεταδόσεις (και τα πιο δημοφιλή reality/adventure shows) είναι συχνά το μήλον της έριδος ανάμεσα στους παρόχους περιεχομένου γιατί εξασφαλίζουν γενναιόδωρα διαφημιστικά πακέτα και αποτελούν τα μοναδικά σχεδόν τηλεοπτικά θεάματα, τα οποία εξακολουθούν να καθηλώνουν στον ίδιο χρονισμό εκατομμύρια τηλεθεατές μπροστά στην οθόνη.
Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί τα παραδοσιακά κανάλια της ελεύθερης και της συνδρομητικής τηλεόρασης και πολλοί τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι ανταποκρίνονται θετικά στην απόκτηση των δικαιωμάτων προβολής αθλητικών αγώνων, όταν ειδικά τα τελευταία 3 χρόνια η αξία τους έχει δραματικά αυξηθεί. Η ESPN του ομίλου Disney, η Time Warner, το Sky, η BT, η Deutsche Telekom, η Telefonica, το ABC, το NBC, το CBS, το Fox, το Canal+ δαπανούν δισεκατομμύρια κάθε χρόνο για την μετάδοση αθλητικών αγώνων. Το 2016, οι 92 από τους 100 μεγαλύτερους broadcasters στις ΗΠΑ αφορούσαν κανάλια με 100% αθλητικό πρόγραμμα ή κανάλια με πολύωρες αθλητικές εκπομπές και ποικίλες μεταδόσεις.
Σε γενικές γραμμές, οι παραδοσιακοί broadcasters εξακολουθούν να απευθύνονται σε ένα πιο διευρυμένο κοινό και συνεπώς έχουν ξεκάθαρη θέση στο μελλοντικό τηλεοπτικό τοπίο. Όλες οι διαθέσιμες μετρήσεις δείχνουν ότι η ζωντανή και ελεύθερης λήψης τηλεόραση υπερέχει έναντι της κατά παραγγελίας τηλεόρασης (ελεύθερης ή συνδρομητικής). Η κατά παραγγελία συνδρομητική τηλεόραση αντιπροσωπεύει το 20% της τηλεθέασης στις ΗΠΑ, αλλά μόλις το 5% των εσόδων της τηλεοπτικής αγοράς. Στην Ευρώπη το μερίδιο της συνδρομητικής και κατά παραγγελία τηλεόρασης είναι ακόμη χαμηλότερο και δεν ξεπερνά το 3%.
Και αυτό όχι μόνο γιατί η λεγόμενη παραδοσιακή/ κλασική τηλεόραση έχει συνήθως ζωντανό πρόγραμμα και συχνά μπαίνει δωρεάν ή με χαμηλό κόστος σε κάθε σπίτι, αλλά και γιατί η τηλεοπτική συμπεριφορά των πολιτών παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη από τη συνήθεια (δεν νοούνται Πάσχα χωρίς Φράνκο Τζεφιρέλι και Μουντιάλ ή Ολυμπιακοί Αγώνες χωρίς την ΕΡΤ). Το Eastenders και το Doctor Who εξακολουθούν να «τσιμπάνε» ιδιαίτερα υψηλά νούμερα τηλεθέασης στη Βρετανία.
Τα κύτταρα έχουν μνήμη. Ακριβώς για αυτό οι λεγόμενες «βιβλιοθήκες» των παραδοσιακών broadcasters έχουν εμπορική αξία (υπάρχει καλύτερο παράδειγμα στην Ελλάδα από το άξιο λόγου και «πολύ σκληρό να πεθάνει» Mega;). Το ίδιο ισχύει και για τα πλούσια ιστορικά αρχεία, όπως αυτό της ΕΡΤ, τα οποία όταν ψηφιοποιούνται και εμπλουτίζονται μπορούν να στηρίξουν ισχυρές ζώνες τηλεθέασης ή να παράγουν ιδιαίτερης αξίας τηλεοπτικό προϊόν, όπως η Μηχανή του Χρόνου και το Σαν Σήμερα. Ο πλούσιος κατάλογος οπτικοακουστικών τεκμηρίων που είναι αποθηκευμένα και έτοιμα να προβληθούν και μέσω streaming services ή μπουκέτων HbbTv αποτελεί, συγκριτικά με τους νέους παίχτες της τηλεοπτικής βιομηχανίας, ένα σημαντικό ατού για όλους τους παραδοσιακούς broadcasters.
Τα περιθώρια κέρδους διεθνώς παραμένουν υψηλότερα στη γραμμική τηλεόραση και τη δορυφορική τηλεόραση και ακολουθούν οι πάροχοι καλωδιακής τηλεόρασης, τα καλωδιακά δίκτυα και τα interactive media. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η πλειοψηφία του κοινού συνήθως δεν εγκαταλείπει και δεν υποκαθιστά την ελεύθερης λήψης ή τη συνδρομητική τηλεόραση, αλλά αντίθετα τη συμπληρώνει με streaming υπηρεσίες και νέα προϊόντα διάδρασης σε μια προσπάθεια ικανοποίησης πιο εξατομικευμένων αναγκών τηλεθέασης.
Το HBO δε βγάζει λεφτά από τα δεκάδες διαφορετικά YouTube κανάλια που διαθέτει ή το ένα δις streams, που έχει, αλλά από τις 2700 ώρες scripted πρόγραμμα την ημέρα που μεταδίδει. Η υπηρεσία live streaming iPlayer του BBC δεχόταν 250 εκατομμύρια αιτήματα για μετάδοση περιεχομένου κάθε μήνα το 2016, ενώ τον Μάιο του 2017 το αντίστοιχο μέγεθος αιτημάτων ανήλθε σε 271 εκατομμύρια.
Η παλιά φρουρά της τηλεόρασης δηλαδή αντιστέκεται και όταν αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες καταφέρνει και νικά την ψηφιακή επανάσταση γιατί έχει τις δικές της niche markets, επιτυχημένα brands και κυρίως κοινό, ενίοτε φανατικό, και όχι απλώς traffic. Το γεγονός αυτό δεν επιτρέπει κανενός είδους εφησυχασμού από μέρους της.
Τα μεγαθήρια της FANG (Facebook, Amazon, Netflix, Google) και σύντομα της Disney και της Apple ή των γιγαντιαίων κολοσσών της Κίνας, καθώς και της τεχνολογικά ακμάζουσας Νότιας Κορέας και Ινδίας ένα πράγμα επιδιώκουν να κάνουν στο τέλος: business στο χώρο της τηλεόρασης. Και μάλιστα business σε όλα τα επίπεδα, όπως η μυθοπλασία, τα reality shows και οι ζωντανές μεταδόσεις κορυφαίων αθλητικών γεγονότων.
Η νέα πλατφόρμα Watch, η οποία θα μεταδίδει shows και live events αποκαλύπτει την διόλου τυχαία στροφή της Facebook στο original περιεχόμενο, που προσομοιάζει ως λειτουργία τουλάχιστον με αυτή της συμβατικής τηλεόρασης. Οι πιο ισχυρές εταιρίες στο χώρο των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών ούτε επιδιώκουν ούτε διαβλέπουν το τέλος της τηλεόρασης, όπως διάφοροι «αναλυτές-νεκροθάφτες» και μελλοντολόγοι διατυμπανίζουν εδώ και 15 τουλάχιστον χρόνια. Αντίθετα βλέπουν στην τηλεόραση την ευκαιρία να βγάλουν κέρδος και μάλιστα με πολλούς τρόπους: από τη διαφήμιση, από την κατασκευή και εμπορία mobile applications, από την πώληση ηλεκτρονικών συσκευών, αλλά και από την πώληση δεδομένων αξιοποιώντας το εξειδικευμένο προσωπικό, την τεχνογνωσία, τους αλγόριθμους και τα big data και analytics που διαθέτουν.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ιδιοκτήτες και οι διευθύνοντες των τηλεοπτικών σταθμών θα πρέπει να δουν το θέμα της μέτρησης της τηλεθέασης πιο σοβαρά. Εξάλλου τα κανάλια και οι διαφημιστές είναι αυτοί που λένε στη Nielsen τί να μετρήσει. Έτσι οι μετρήσεις της Nielsen αποτελούν το νόμισμα με το οποίο υπολογίζεται η αξία παραγωγής και πώλησης οπτικοακουστικού περιεχομένου στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Και εδώ τίθενται τα σημαντικότερα ερωτήματα.
Η Nielsen είναι μια εταιρία παγκόσμιας εμβέλειας με πολύχρονη εμπειρία, εξακολουθεί όμως να αποτελεί μια λύση one size fits all; Πρέπει να προστεθούν συστήματα μέτρησης εκεί όπου δεν υπάρχουν, και κυρίως στο διαδίκτυο και στην κατανάλωση βίντεο; Μπορούμε να δούμε το ακριβές μέγεθος και την έκταση αύξησης της διαφημιστικής αγοράς με τα υπάρχοντα εργαλεία; Έχουν τόσο μεγάλη αξία τα GRPs σήμερα; Με ποια μεθοδολογία «σπρώχνουν» οι διαφημιστές λεφτά εκτός της τηλεόρασης και της οπτικοακουστικής παραγωγής ενδεχομένως με βάση και τις μετρήσεις της Nielsen;
Στις ΗΠΑ τα ερωτήματα αυτά αποτέλεσαν το πρόταγμα και το αντικείμενο δημόσιας συζήτησης μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών και αναζητήθηκαν λύσεις. Αντίθετα στην Ελλάδα, η όποια αμφισβήτηση στις μετρήσεις της Nielsen λαμβάνει άλλου είδους διαστάσεις και οι φορείς της αγοράς σπεύδουν να τις υπερασπιστούν ως ιερό θέσφατο. Και όμως στις ΗΠΑ και οι φορείς της αγοράς και η ίδια η Nielsen έσπευσαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους εφαρμόζοντας νέες πρακτικές στην μέτρηση της τηλεθέασης. Για παράδειγμα, οι μετρήσεις της Nielsen περιλαμβάνουν πλέον αρκετούς OTT και VOD players, όπως η Hulu, το YouTubeTV, ενσωματώνοντας το Digital in TV Ratings.
Συνοψίζοντας, ο κόσμος αγαπάει την τηλεόραση και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει όσες ανατρεπτικές τεχνολογίες και αν εμφανιστούν. Η Viacom, η Netflix, η Amazon, η HBO, το BBC δείχνουν πώς η τηλεόραση μπορεί να κερδίζει και τις πιο απαιτητικές νεότερες γενιές που έχουν μάθει να ζουν και να εργάζονται με internet enabled συσκευές: επενδύοντας σε καλό περιεχόμενο, ζωντανό πρόγραμμα και περισσότερα streams. Το μέλλον της τηλεόρασης είναι φωτεινό και δείχνει να μην απειλείται από τη τεχνολογία και το διαδίκτυο.
Αυτό ισχύει και για τους παραδοσιακούς δημόσιους και ιδιωτικούς broadcasters υπο την προϋπόθεση να αποβάλλουν τις τεχνοφοβικές συμπεριφορές και τις ατολμίες στην επένδυση σε πρωτογενές και ανταγωνιστικό περιεχόμενο. Η εμπειρία δείχνει ότι όταν απουσιάζουν τέτοιες συμπεριφορές και κουλτούρες τότε οι παραδοσιακοί broadcasters γίνονται πιο ανταγωνιστικοί οργανισμοί από τους νεότερους παίχτες της τηλεοπτικής βιομηχανίας.
Η μεγάλη μάχη όμως που θα κρίνει το ποιος θα κυριαρχήσει στο χώρο της τηλεόρασης και της ψυχαγωγίας βρίσκεται στην ικανότητα απορρόφησης τεχνολογικής καινοτομίας και κυρίως στη διανομή της διαφήμισης, όπου συχνά more data driven περιβάλλοντα παίρνουν διαφημιστικά έσοδα από την παραδοσιακή τηλεόραση. Επομένως το ζήτημα μέτρησης της τηλεθέασης πρέπει να απασχολήσει πιο σοβαρά όλους όσους δραστηριοποιούνται στην τηλεοπτική αγορά, καθώς και τους εμπλεκόμενους φορείς, την Πολιτεία και τις Ανεξάρτητες Αρχές. Το ίδιο ισχύει για την πειρατεία για την οποία θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε στο μέλλον.