Η παρακαταθήκη του μαύρου χρώματος στη γλώσσα είναι μια παλιά και πλούσια ιστορία συνεπαγωγών.

Αναρίθμητες «μαύρες» εκφράσεις εντοπίζονται μάλιστα αυτούσιες σε μια σειρά από γλώσσες, φανερώνοντας την οικουμενικότητα των συνδηλώσεων του μαύρου στον ανθρώπινο νου.

Το «μαύρο», από το αρχαίο «ἀμαυρός» (σκοτεινός, χωρίς φως), δεν αντανακλά καμία από τις ορατές ακτινοβολίες και επομένως δεν έχει χρώμα.

Πρώτος σταθμός λοιπόν στη χρήση του μαύρου είναι η κυριολεκτική. Εκφράσεις όπως «είναι μαύρος σαν κατράμι», σαν πίσσα, σαν κόρακας, «η φωτιά βγάζει μαύρους καπνούς» κ.λπ. υποδεικνύουν την απλούστερη μεταφορά της μαύρης κατάστασης στην επικράτεια της γλώσσας. Μια νύχτα είναι μαύρη όταν είναι πολύ σκοτεινή, ο ουρανός είναι μαύρος όταν εμφανίζεται συννεφιασμένος, οι τίτλοι των εφημερίδων αποκαλούνται «μαύρα γράμματα» κ.λπ.

Το μαύρο μπορεί βέβαια να υποδηλώνει αυτόν που έχει πιο σκούρο χρώμα από το κανονικό, με μια σειρά εκφράσεων να έλκουν την καταγωγή τους από το γεγονός αυτό: «θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο», απειλεί κάποιος κάποιον που τον έχει βλάψει, αποκαλούμε τον Εύξεινο Πόντο «Μαύρη Θάλασσα», ενώ η μαύρη φυλή και συνεκδοχικά η Μαύρη Ήπειρος αναφέρονται στη σκουρόχρωμη φυλή της Αφρικής.

Το μαύρο βέβαια είναι και το χρώμα του πένθους, έχοντας συνδεθεί στη λαϊκή συνείδηση με το κακό και το δυσάρεστο, την ίδια στιγμή που στη χριστιανική θρησκεία είναι το χρώμα του Σατανά (Πρίγκιπας του Σκότους). Οι συνεπαγωγές αυτές είναι που γεννούν τη μεταφορική χρήση του μαύρου χρώματος στη γλώσσα, με μια σειρά συνυποδηλωτικών φράσεων να προσυπογράφουν το κακό, το καταραμένο και το σκοτεινό του μαύρου.

Έτσι, κάνει κάποιος «μαύρη τη ζωή» σε κάποιον άλλο, τον ζώνουν «μαύρες σκέψεις», κάνει «μαύρα μάτια» να δει κάποιον οικείο, την ίδια ώρα που να οικτίρεις κάποιον ως «μαύρο» είναι σαν να αναγνωρίζεις ότι είναι δυστυχισμένος, έρμος και φουκαράς: «Δουλεύει όλη μέρα ο μαύρος, δεν έχει προσωπική ζωή»…

Μπορείς ταυτόχρονα να προειδοποιήσεις τον άλλο ότι «μαύρο φίδι που τον έφαγε» (θα τιμωρηθεί παραδειγματικά δηλαδή), να ρίξεις «μαύρη πέτρα πίσω σου» (να φύγεις δηλαδή από έναν τόπο με σκοπό να μην επιστρέψεις ποτέ), την ίδια στιγμή που η «μαύρη ώρα», «μαύρη μέρα», «μαύρη αλήθεια», «μαύρη επέτειος», «μαύρη γη» κ.λπ. υποδηλώνουν γεγονότα και καταστάσεις που είναι πολύ δυσάρεστα και γενικά αρνητικά. Το να κάνει βέβαια κάποιος «το άσπρο μαύρο» είναι κάτι εντελώς διαφορετικό…

Στην πολιτική, η γλωσσική χρήση του μαύρου αναφέρεται στον φασίστα/ακροδεξιό (έλκοντας την καταγωγή του από τους Μελανοχίτωνες του Μουσολίνι), ενώ το να «ρίξεις μαύρο» σε κάποιον υποψήφιο στις εκλογές (να τον «μαυρίσεις» δηλαδή) υποδηλώνει ότι τον καταψηφίζεις.

Και βέβαια υπάρχει και η ψυχολογική χρήση του μαύρου στη γλωσσική επικράτεια, ακολουθώντας την παραδεδομένη συνδήλωση του μαύρου ως κάτι κακού, δυσάρεστου, απαισιόδοξου και μελαγχολικού: «είμαι στις μαύρες μου» λοιπόν (είμαι κακόκεφος ή πολύ λυπημένος), τα «βάφω μαύρα», κάνω «μαύρες σκέψεις», τα «βλέπω όλα μαύρα» (για απαισιόδοξη θεώρηση), «κλαίω με μαύρο δάκρυ» (κλαίω σπαρακτικά), όλα γύρω μου είναι «μαύρα (κι άραχνα)», έχω το «μαύρο μου το χάλι» (άθλια σωματική ή ψυχολογική κατάσταση), με το μαύρο να αποκαλύπτει μελαγχολικές και καταθλιπτικές συνθήκες. Αξιοσημείωτο είναι εδώ το γεγονός ότι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ αναφερόταν στην κλινική του κατάθλιψη ως «το μαύρο σκυλί μου».

Το μαύρο αναφέρεται επίσης σε κάτι που είναι ή θεωρείται κακής ποιότητας, όπως για παράδειγμα στην έκφραση «μαύρο διάβασμα κάνεις με αυτή τη μουσική»…

Παγιωμένες εκφράσεις:

Μαύρη γάτα

Ήταν στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα όταν η Ευρώπη θα γινόταν μάρτυρας ενός πρωτόγνωρου κυνηγιού μαγισσών. Η «πανδημία» του φόβου της μαγείας αποκρυσταλλώθηκε στη λαϊκή συνείδηση, με τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι ο Διάολος εμφανιζόταν τα μεσάνυχτα ενσαρκωμένος ως μαύρο ζώο, συνήθως με τη μορφή του τράγου, σκύλου, λύκου ή αρκούδας, συνοδευόμενος από την κομπανία των κακόβουλων πνευμάτων του, όπως μαύρες γάτες, μαύρα ερπετά κ.ά. Η γενικευμένη και καλά ριζωμένη προκατάληψη με τις μαύρες γάτες (και γενικά τα μαύρα ζώα) είχε μόλις αρχίσει: στη μεσαιωνική Φλάνδρα, για παράδειγμα, οι μαύρες γάτες εκτοξεύονταν από το καμπαναριό για να ξορκίσουν τις μάγισσες και τη μαγεία τους. Σύντομα οι μάγισσες θα κατηγορούνταν ότι μετατρέπονταν σε μαύρες γάτες, με τη δεισιδαιμονία να ακολουθεί έκτοτε τα «μαύρα» τα αιλουροειδή…

Μαύρο πρόβατο

Το μαύρο πρόβατο είναι για μια οικογένεια (ή ομάδα ανθρώπων) το πρόσωπο που προκαλεί με τη στάση και συμπεριφορά του την αντίδραση των άλλων, κομίζοντας συνήθως ντροπή στα μέλη του συνόλου. Δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο γιατί η εικόνα του μαύρου προβάτου επιλέχθηκε γλωσσικά για να αναπαραστήσει την αναξιότητα, καθώς γνωρίζουμε ότι η σπανιότητα του μαύρου προβάτου στο κοπάδι έκανε το μαλλί του να πουλιέται ακριβότερα! Μια από τις πρώτες γραπτές χρήσεις πάντως της έκφρασης με την έννοια που την ξέρουμε σήμερα εντοπίζεται σε κωμωδία του 1786 του Charles Macklin, στην οποία ο ήρωας αποκαλεί τον κακό «μαύρο πρόβατο» και απειλεί κατόπιν να τον σημαδέψει. Ενδεχομένως το μαύρο, που συμβολίζει γενικά το κακό, να προσκολλήθηκε στο πρόβατο για να αποκαλύψει αρνητικά χαρακτηριστικά, με τον ίδιο τρόπο που τα μαύρα ζώα θεωρούνταν συλλήβδην «σκοτεινά» και καταραμένα…

Mαύρη τρύπα

Όσο κι αν ο όρος παραπέμπει στην αστρονομία και αναφέρεται σε ένα ουράνιο σώμα που δημιουργεί γύρω του ισχυρότατο βαρυτικό πεδίο από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει τίποτε, ούτε καν το φως, η μεταφορική του χρήση αφορά φυσικά στο έλλειμμα του προϋπολογισμού. Μιλάμε έτσι για τις μαύρες τρύπες των δημόσιων ταμείων, τη μαύρη τρύπα στις προμήθειες κ.λπ.

Μαύρος χρυσός



Η έκφραση αφορά στο πετρέλαιο και αρχίζει να κυκλοφορεί στη Δύση από το 1905-1910, όταν το πετρέλαιο έγινε δηλαδή πράγματι ο (μαύρος) χρυσός της σύγχρονης εποχής. Το να έβρισκε κάποιος στο χωράφι του απόθεμα πετρελαίου σήμαινε αυτομάτως τον πλουτισμό του, με τον ίδιο τρόπο που οι χρυσοθήρες γίνονταν πλούσιοι όταν χτυπούσαν φλέβα χρυσού…

Mαύρη κωμωδία / Μαύρο χιούμορ



Το γνωστό μας είδος σατιρίζει μακάβριες καταστάσεις και προκαλεί γέλιο με πράγματα που έξω από το πλαίσιο αυτό επισύρουν συνήθως αρνητικά συναισθήματα, μέσα από νοσηρές, ζοφερές, γκροτέσκες και καταστροφικές συνθήκες στην πλοκή του. Ο όρος «μαύρο χιούμορ» αποδίδεται εν πολλοίς στον γάλλο σουρεαλιστή Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος στο σύγγραμμά του «Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ» (1940) παραθέτει μια σειρά από συγγραφείς που θεωρεί ότι συνοψίζουν ιδανικά τη χρήση του μαύρου χιούμορ στη λογοτεχνία. Στη δεκαετία του ’50 και του ’60 το «μαύρο χιούμορ» χτύπησε τους λογοτέχνες της Αμερικής, με ποιητές, μυθιστοριογράφους και θεατρικούς συγγραφείς να ενσωματώνουν στο έργο τους φρικιαστικές και μακάβριες καταστάσεις διανθισμένες βεβαίως με κωμικά στοιχεία…

Μαύρη αγορά

Ο όρος αφορά βεβαίως σε παράνομη αγοραπωλησία που γίνεται σε έκτακτες περιστάσεις και με τιμή πολύ διαφορετική από τη νόμιμη: «η μαύρη αγορά ανθεί», «το αγόρασα στη μαύρη» κ.λπ. Η παράνομη πώληση σε υπέρογκες τιμές καταναλωτικών προϊόντων που σπανίζουν ή είναι απαγορευμένα (ή εισάγονται με παράνομο τρόπο) έλκει την καταγωγή της από αντίστοιχες εμπορικές δραστηριότητες παρελθουσών εποχών. Πηγές θέλουν τον όρο να προέρχεται από την αγοραπωλησία μαύρων σκλάβων στο Τσάρλεστον το 1700 ή ακόμα πιο παλιά, στο παράνομο εμπόριο κλεμμένου -από βρετανικά ορυχεία- γραφίτη στην Αγγλία (και μέσω των Στενών της Μάγχης στη Γαλλία και τη Φλάνδρα) κατά την εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ Α’ (1533-1603). Ο όρος ωστόσο δεν θα γενικευόταν παρά πολύ αργότερα και συγκεκριμένα στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν αρχίζει να εμφανίζεται στην καθομιλουμένη και να βρίσκει τη θέση του στον Τύπο της εποχής. Ο ίδιος όρος εμφανίζεται μάλιστα σε πολλές γλώσσες της Δύσης (scharz-markt στα γερμανικά, marché noir στα γαλλικά, mercato nero στα ιταλικά, mercado negra στα ισπανικά, black market στα αγγλικά), γεγονός που υποδηλώνει την «ουκουμενικότητα» της πρακτικής.

Μαύρη λίστα

Το να μπει κάποιος στη «μαύρη λίστα» ή να γραφεί στα «μαύρα κατάστιχα» σημαίνει ότι κατατάσσεται στους εχθρούς μου, στους αντιπάλους μου ή απλώς στα πρόσωπα που καλό είναι να αποφεύγω. Κι εδώ οι πηγές δεν συμφωνούν, φαίνεται πάντως να ισχύει ότι η πρώτη μαύρη λίστα της Ιστορίας σκαρώθηκε από τον βασιλιά Κάρολο Β’ της Βρετανίας και περιλάμβανε τους 58 δικαστές και αξιωματούχους που είχαν καταδικάσει τον πατέρα του, Κάρολο Α’, σε θάνατο το 1649. Και βέβαια όταν αποκαταστάθηκε στον θρόνο ο Κάρολος Β’ το 1660, άνοιξε τη μαύρη λίστα του και ξεκίνησε την εκδίκηση: 13 από τα ονόματα εκτελέστηκαν, άλλα 25 καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη και οι υπόλοιποι κατάφεραν τελικά να το σκάσουν. Αντίστοιχη έννοια έχει και η «Μαύρη Βίβλος», το «βιβλίο» δηλαδή στο οποίο καταγράφονται όλα τα μελανά έργα καθεστώτος ή προσώπου, όπως «η Μαύρη Βίβλος του φασισμού»…

Δείτε εδώ όλα τα αφιερώματα της ενότητας