Στον καναπέ της εκπομπής «Στούντιο 4» της ΕΡΤ βρέθηκε καλεσμένος ο Αλέκος Συσσοβίτης το μεσημέρι της Τρίτης (10/01) και μίλησε για την ζωή του στους παρουσιαστές Νάνσυ Ζαμπέτογλου και Θανάση Αναγνωστόπουλο.
Ο ηθοποιός, απάντησε στους παρουσιαστές ποια είναι η στιγμή που του άλλαξε τη ζωή και τότε αναφέρθηκε στην ανεργία που μαστίζει τη χώρα.
«Μπορεί η στιγμή που άλλαξε η ζωή μου να ήταν στα 13 μου που με πήρε ο πατέρας μου στην οικοδομή. Που νομίζω ότι αυτή ήταν η στιγμή μου. Όταν σκληραγωγείσαι και όταν τα υπόλοιπα παιδιά είναι έξω, παίζουν, είναι στις καφετέριες κλπ και έχουν μια ανέμελη ζωή και εσύ πρέπει να μάθεις να σκάβεις… Εκεί γαλουχείσαι» ανέφερε αρχικά ο Αλέκος Συσσοβίτης και πρόσθεσε: «Ήταν ένα καθεστώς για την οικογένειά μου η οικοδομή. Όλοι δουλεύαμε εκεί. Ήταν τόσο φτωχή η Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ’80».
Ο ηθοποιός, θυμήθηκε πως τότε: «Μου είχαν γεμίσει οι φτέρνες καρφιά. Ήταν άλλες εποχές».
«Προτιμούν να είναι 25% άνεργοι, παρά να σηκώσουν τα μανίκια και να δουλέψουν»
Σε ότι αφορά την ανεργία που μαστίζει τη χώρα, ο Αλέκος Συσσοβίτης σημείωσε μεταξύ άλλων πως: «Μιλάμε για ανεργία κι εγώ που έχω το Faust και ψάχνω κόσμο να δουλέψει, πραγματικά δεν βρίσκω παιδιά να δουλέψουν. Ζούμε σε άλλες εποχές. Η τεχνολογία και το ίντερνετ άλλαξαν τα πάντα. Ο κόσμος είναι σε έναν αυτισμό, κάθεται σε ένα κινητό, είναι αμήχανος είναι σε ένα τέλμα και βούρκο και παρόλα αυτά δεν δραστηριοποιείται και παρόλ΄αυτά δεν πάει να δουλέψει. Προτιμούν να είναι 25% άνεργοι, παρά να σηκώσουν τα μανίκια και να δουλέψουν. Το γνωρίζουμε και παράλληλα ακούς νέους ανθρώπους να λένε δεν έχω δουλειά. Γιατί δεν έχεις δουλειά; Δούλεψε, βγες, ψάξε, κάνε και δείξε. Βλέπω κι άλλα νέα παιδιά που είναι δουλευταράδες κι αυτό τους σώνει. Ο Αϊνστάιν έλεγε ότι το 90% της επιτυχίας είναι η δουλειά, δεν είναι το ταλέντο».
Πώς ήταν στην εφηβεία του
Ερωτηθείς για το πώς ήταν ο ίδιος λίγο μετά την εφηβεία του, ο ηθοποιός απάντησε πως ήταν «άστοχος και λίγο μοιρολάτρης», εξηγώντας γιατί δεν πίστευε αυτό που λέει ο Κοέλο ότι το σύμπαν συγκλίνει για να γίνουν τα πράγματα για εμάς. «Στη Θεσσαλονίκη ένιωθα μία ιδιαίτερη ανησυχία, ήμασταν πολύ έντονα παιδιά και σαν να μην μας χώραγε ο τόπος. Ήθελα πραγματικά να ανοίξω τα φτερά και να πάω να δω πού θα με βγάλει. Τότε θέλαμε να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή» ανέφερε ο Αλέκος Συσσοβίτης και πρόσθεσε: «Πραγματικά δοκιμάζαμε να ταξιδέψουμε σε μία ανοιχτή θάλασσα, δεν είχα όμως κάτι κατά νου. Τότε, εκείνη την εποχή θέλαμε απλά να ζήσουμε μία καλύτερη ζωή, το ευ ζην κοιτάγαμε».
Η ζωή στη Θεσσαλονίκη
Μιλώντας για τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη, όπου όπως είπε κοιμόταν στην κουζίνα του 40 τ.μ. σπιτιού της οικογένειάς του, ο Αλέκος Συσσοβίτης θυμήθηκε με νοσταλγία τα συγκεκριμένα χρόνια, εξηγώντας πως «η φύση του ανθρώπου είναι να είναι γκρινιάρης σε αυτά που έχει. Δεν κοιτάμε τα καλά μας, κοιτάμε τα τρία κακά μας. Αυτή είναι η ιδιοσυγκρασία μας. Έχει μία τάση στη θλίψη και την κατάθλιψη ο άνθρωπος γιατί ενδόμυχα γνωρίζει ότι κάποια στιγμή θα φύγει από τη ζωή, οπότε αυτό επισκιάζει όλη του την πορεία, όλη τη διαδρομή του. Εδώ λένε οι γιατροί ότι από το πρώτο κλάμα γνωρίζει ότι αυτός ο κύκλος θα κλείσει κάποια στιγμή».
Η σχέση του με την μητέρα του
Ο Αλέκος Συσσοβίτης μίλησε και για τη σχέση του με τη μητέρα του, η οποία έφυγε από τη ζωή από Αλτσχάιμερ και όπως είπε, «μέχρι τα τελευταία της υπήρχε αυτή η εξάρτηση, η δέσμευση, την οποία νοσταλγώ και λατρεύω».
«Όταν έλειπα μεγάλα διαστήματα η μητέρα μου ταλαιπωρούνταν πάρα πολύ, πονούσε πολύ, έκλαιγε και απλά με άφηνε να κάνω την πορεία μου. Δεν ήμουν όμως εξαφανισμένος, είχα έρωτα με τη μητέρα μου. Το Οιδιπόδειο ήταν αμφίδρομο. Κάποια στιγμή ήθελα να φύγω στην Αμερική, δεν έφυγα γιατί οι γιατροί μου είπαν ότι πρέπει να είμαι κοντά», ανέφερε και παραδέχθηκε πως ενώ είχε αρκετές ευκαιρίες να ζήσει στο εξωτερικό δεν το έκανε για εκείνη, χωρίς να κρύψει τη συγκίνησή του.
«Ένιωσα δικαίωση ως γιος οικοδόμου που έπαιξα στην Επίδαυρο»
«Υποστήριζα την ομάδα του Άρη απλώς πουλούσα φελιζόλ έξω από το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Ήμουν 11 χρονών και πούλαγα φενιζόλ έξω από το γήπεδο. Τα παίρναμε από την οικοδομή του θείου μου, βγάζαμε μια δραχμή σε όλη την εβδομάδα και αυτά ήταν τα κουλούρια μας, με αυτά ζούσαμε. Εγώ με τον ξάδερφό μου ψάχναμε τρόπους να βγάλουμε λεφτά, δεν θέλαμε να πάρουμε από τους γονείς μας», είπε σε άλλο σημείο της συνέντευξής του ο Αλέκος Συσσοβίτης.
Στη συνέχεια εξομολογήθηκε ποια ήταν η ημέρα που ένιωσε δικαίωση ως ηθοποιός αναφέροντας: «Όταν βγαίνεις στην Επίδαυρο τελειώνουν όλα. Πέρυσι στην Επίδαυρο που ήμουν στο τέλος της παράστασης ήμουν εγώ μαζί με άλλους 3 ηθοποιούς αγκαλιαστήκαμε και είπαμε είμαστε τρία παιδιά οικοδόμων και ενός φούρναρη. Το λέω και τρέμω είναι τρομερά συγκινητική σκηνή που κάποια άνθρωποι κατάφεραν να φθάσουν εκεί, να συγκινήσουν, να κάνουν καλά τη δουλειά τους και μετά όλα αυτό να τους δικαιώσει. Υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί που υπήρξαν γονείς από πίσω να τους στηρίξουν. Όταν τελειώσαμε την περιοδεία κλαίγαμε όλοι σαν μωρά παιδιά, ολόκληροι άνδρες».