Προς πώληση βγήκε η επιβλητική νεοκλασική κατοικία της οδού Δελφών στα Εξάρχεια, η οικία στην οποία η Έλλη Λαμπέτη έζησε μερικά από τα σημαντικότερα χρόνια της ζωής της.
Το σπίτι όπου έζησε η Έλλη Λαμπέτη, σε σχεδιασμό του ιστορικού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, πωλείται έναντι 4,5 εκατομμυρίων ευρώ και πολλοί είναι εκείνοι που έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για την αγορά του, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του μεσιτικού γραφείου που έχει αναλάβει την αγοραπωλησία.
Φυσικά, το ενδιαφέρον των υποψήφιων αγοραστών εντείνεται από το γεγονός ότι η θρυλική ηθοποιός είχε αφήσει την σφραγίδα της στο νεοκλασικό του οποίου την είσοδο κοσμεί και η προτομή της, φιλοτεχνημένη από τον γλύπτη Αν. Γκιόκα, μετά από διαγωνισμό που είχε προκηρύξει το 1998, ο δήμος Αθηναίων.
Η Έλλη Λούκου, όπως ήταν το πραγματικό όνομά της ηθοποιού – το Λαμπέτη ήταν δανεισμένο από τους ήρωες του Αστραπόγιαννου, στο ομώνυμο ποίημα του Βαλαωρίτη – είχε γεννηθεί στα Βίλια Αττικής, στις 13 Απριλίου 1926. Ο πατέρας της, Κώστας Λούκος, διατηρούσε μια ταβέρνα στην περιοχή και μαζί με την Αναστασία Σταμάτη, την μητέρα της, είχαν 7 παιδιά μαζί με την Έλλη. Το 1928, η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα και μερικά χρόνια αργότερα, το 1942, χάνει το ένα της παιδί, τον δίδυμο αδελφό της ηθοποιού, από φυματίωση.
Το Φεβρουάριο του 1943, λίγους μήνες μετά το πρωταγωνιστικό της ντεμπούτο στο θέατρο, γνωρίζει τον πρώτο – και μεγαλύτερο κατά ομολογία της – έρωτα της ζωής της, τον Θ. Σγουρδέλη, διπλωμάτη και ποιητή που ζούσε μόνιμα στη Γαλλία και βρέθηκε στην Ελλάδα λόγω του πολέμου. Η σχέση τους διαρκεί κάτι λιγότερο από 2 χρόνια αλλά καταγράφεται τόσο έντονη ώστε ο Σγουρδέλης γράφει για χάρη της την ποιητική συλλογή με τίτλο «Ατέρμονη πορεία προς τον ήλιο». Οι προσπάθειές του να την απομακρύνει από το θέατρο και να την στρέψει προς τη ζωγραφική τελικά δεν ευόδωσαν με αποτέλεσμα κατά την επιστροφή του στο Παρίσι εκείνη να μην τον ακολουθήσει.
Θυελλώδης υπήρξε και ο ερωτάς της με τον ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου, Αλέκο Αλεξανδράκη, όπου για έξι μήνες από το καλοκαίρι του 1949 υπήρξαν συμπρωταγωνιστές στην σκηνή και στη ζωή. Το χωρισμό αυτό ακολουθεί μια άλλη σχέση, με τον Μάριο Πλωρίτη, ο οποίος στάθηκε στο πλευρό της μέχρι το τέλος. Ενώνονται με τα δεσμά του γάμου το 1950, αλλά μετά από τρία χρόνια ο γάμος διαλύεται.
Ήταν τότε που γνωρίζεται με τον Δημήτρη Χορν και γράφουν μαζί μία από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου αποτελώντας αγαπημένο ζευγάρι εντός και εκτός σκηνής χωρίς βέβαια να παντρευτούν ποτέ.
Δεύτερος γάμος για την ελληνίδα ηθοποιό έρχεται όταν γνωρίζει τον Αμερικανό συγγραφέα, Φρέντερικ Γουέηκμαν. Μένει μαζί για λίγο αλλά και τα προβλήματα τους οδηγούν σε διάσταση με το επίσημο διαζύγιο να έρχεται το 1976.
Σημαντική γνωριμία στη ζωή της στάθηκε βέβαια και ο γνωστός ηθοποιός Κώστας Καρράς, με τον οποίο η Λαμπέτη ονειρευόταν για άλλη μια φορά τον γάμο και την οικογένεια. Εμπόδιο εκτός από το νεαρό της ηλικίας του στάθηκε όμως και το γεγονός πως εκείνος ήταν ήδη παντρεμένος, χωρίς η Έλλη να το γνωρίζει. Όταν μαθαίνει την αλήθεια από τη γνωστή πλέον ηθοποιό Βέρα Κρούσκα, η οποία έκανε τα πρώτα θεατρικά της βήματα στο πλευρό της Λαμπέτη, το τέλος δεν αργεί να έρθει.
Τα φώτα της λαμπερής ζωής της θα αρχίσουν να τρεμοπαίζουν όταν θα κάνει την εμφάνισή του ο καρκίνος του μαστού, το 1969, ο οποίος τις έχει ήδη στερήσει τις αγαπημένες της αδερφές, εκτός από την Αντιγόνη, η οποία έζησε αρκετά χρόνια και μετά τον θάνατο της Έλλης. Μετά την εγχείρηση (ολική μαστεκτομή) στην οποία υποβλήθηκε στις ΗΠΑ επιστρέφει και προσπαθεί να το ξεπεράσει.
Όμως 11 χρόνια μετά η ασθένεια κάνει και πάλι την εμφάνισή της με συνεχείς μεταστάσεις. Η Έλλη υποβάλλεται σε χημειοθεραπείες οι οποίες πλήττουν τις φωνητικές της χορδές, με αποτέλεσμα σταδιακά να χάσει και τη φωνή της. Στην τελευταία της παράσταση στην Αθήνα, στα «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού», η Έλλη έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της κωφής Σάρα.
Τρία χρόνια αργότερα τα φώτα της παράστασης ζωής της Έλλης, σβήνουν για πάντα, όταν στις 3 Σεπτεμβρίου 1983, στις 7.30 αφήνει την τελευταία της πνοή σε νοσοκομείο των ΗΠΑ. Η σορός της μεταφέρεται στην Αθήνα, και στις 6 Σεπτεμβρίου 1983 κηδεύεται, δημοσία δαπάνη, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Η τελευταία προσφορά της ήταν η δωρεά των ματιών της.
Η Έλλη Λαμπέτη είχε τιμηθεί με το επαμειβόμενο βραβείο Μαρίκας Κοτοπούλη για τη διετία 1949-1951.
Μετά τον θάνατό της, ο κινηματογράφος Γρανάδα, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας 106, μετονομάζεται και λειτουργεί μέχρι σήμερα ως θέατρο με το όνομα Λαμπέτη.
Πρώτη της θεατρική εμφάνιση το 1942 στο έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο» του Γκέρχαρντ Χάουπτμαν. Η συνεργασία της με το Θέατρο Τέχνης το διάστημα ’46-’48 είναι αυτή που την καθιερώνει ως εξαίρετη ηθοποιό. Ξεχώρισαν οι ερμηνείες της στον «Γυάλινο κόσμο», στην «Αντιγόνη» και στο πρώτο ανέβασμα του «Ματωμένου Γάμου» στην Ελλάδα, παράσταση για την οποία έγραψε τη γνωστή πλέον μουσική ο Χατζηδάκις. Ακολούθησαν οι συνεργασίες της με τον θίασο της Κατερίνας (1948) και το Εθνικό Θέατρο (1948). Από το 1949 ανήκει στο θίασο του Κ. Μουσούρη, όπου οι μεγαλύτερες επιτυχίες της ήταν το «Πεγκ καρδούλα μου» και η «Κληρονόμος», έργα που ξανανέβασε αρχές ’60. Το 1952 συγκροτεί με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά τον θίασο Λαμπέτη – Παππά – Χορν και από το 1956 τον θίασο Λαμπέτη-Χορν. Ανέβασαν με μεγάλη επιτυχία κλασικά έργα, όπως το «Νυφικό κρεβάτι», «Αριστοκρατικός δρόμος», «Το παιχνίδι της μοναξιάς» και περιόδευσαν σε Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη και Κύπρο.
Μετά τον χωρισμό της με τον Χορν το 1959, συνεχίζει τη θεατρική της πορεία τη δεκαετία ’60 με δικό της θίασο, με μεγαλύτερή της επιτυχία το «Λεωφορείο ο πόθος» (της είχε στείλει και συγχαρητήρια επιστολή ο Σεφέρης) και το «Πέπσι» εμπορικά (έκανε 400 παραστάσεις, αριθμό ρεκόρ για την εποχή).
Βέβαια η πιο ώριμη επαγγελματική δεκαετία της ήταν του’70, παρόλα τα προσωπικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Ανέβασε με εξίσου μεγάλη επιτυχία από μιούζικαλ «Ιρμα», 1972) καθώς και τον «Βυσσινοκηπο» του Τσέχωφ το 1974. Το 1977 συνεργάστηκε στη «Φθινοπωρινή ιστορία»με τον Μάνο Κατράκη, που επιπλέον τους συνέδεε βαθιά φιλία. Ανεπανάληπτες οι ερμηνείες της στο «Δεσποινίς Μαργαρίτα», τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» και στα «Μονόπρακτα».
Λίγες δεν ήταν οι επιτυχίες και στον ελληνικό κινηματογράφο. Το «Κορίτσι με τα μαύρα», το «Κυριακάτικο ξύπνημα» αλλά και στο «Η Κάλπικη λίρα».
Για την ερμηνεία της στο «Τελευταίο ψέμα» ήταν υποψήφια για βραβείο BAFTA (British Academy of Film and Television Arts) A’ γυναικείου ρόλου.